Οἰκουμενιστικά βήματα

ἀπό τή Ραβέννα ἕως τήν Ἐλούντα

                                     

Τοῦ ἀρχιμ. Σαράντη Σαράντου

ἐφημερίου τοῦ Ἱεροῦ Ναοῦ

Κοιμήσεως Θεοτόκου Ἀμαρουσίου

 

Αὐτονόητα ὀφειλόμενες εἶναι οἱ εὐχαριστίες μας πρός τήν Ἀρχαιολογική Ἑταιρεία ποὺ διαθέτει τὴν ἐπίσημη αἴθουσὰ της στὴν Πανελλήνια Ὀρθόδοξο Ἕνωση πρὸς ἑορτασμό τῶν πενήντα χρόνων ζωῆς, δράσεως, ἱεραποστολῆς στόν Ἑλληνικό, καί ὄχι μόνο, λαό τοῦ Θεοῦ.  Ταπεινές εὐχές ἡμῶν τῶν συνεργατῶν τοῦ Ὀρθο­δόξου Τύπου εἶναι: Ἡ πεντηκονταετία νά διπλασιασθεῖ καὶ νὰ πολλαπλασιασθεῖ κυρίως ὡς ποιοτικὴ θεανθρώπινη προσφορά στήν Ὀρθόδοξη, γιατὶ ὄχι καὶ στὴν παγκόσμια κοινότητα.

Ἡ ἀνατεθεῖσα στὴν ἐλαχιστοτητὰ μου ὁμιλία θὰ ἔχει μία ἰδιορρυθμία.  Τὸ μέρος ποὺ μοιάζει μὲ ἐπίλογο θὰ τὸ τοποθετήσω ὡς πρόλογο, γιατί ἀποτελεῖ σύνοψη ὅλης τῆς ὑπόλοιπης ὁμιλίας, ἀλλὰ καὶ γιατὶ προέρχεται ἀπὸ γραφίδα ἐπωνύμου, ὡρίμου καὶ δοκιμοτάτου ἀνδρός, τοῦ πλέον καταλλήλου νὰ ἀσχοληθεῖ καὶ νὰ κρίνει τὸ θέμα ποὺ σηματοδοτεῖ ἡ ἐπικεφαλίδα τῆς σημερινῆς ὁμιλίας.

Διαβάζω τὴν τελευταία μισή σελίδα ἀπὸ μία πολὺ λιτή, ἀλλὰ καὶ μεστὴ κριτικὴ ποὺ κάνει στὸ κείμενο τῆς Ραβέννας ὁ ὁμότιμος Καθηγητὴς τοῦ Πανεπιστημίου Ἀθηνῶν κ. Ἰ. Κορναράκης, μὲ ἐπικεφαλίδα αὐτῆς τῆς κριτικῆς «Τὸ κείμενον τῆς Ραβέννας προσω­πεῖον τοῦ Θεολογικοῦ Διαλόγου».

 

«Τὸ κείμενο τῆς Ραβέννας εἶναι γραμμένο ἀπὸ παπικὸ χέρι!  Οἱ ὀρθόδοξοι ἐκπρόσωποι πρέπει νὰ ὑπέγραψαν μὲ κλειστὰ μάτια!  Ποῦ στηρίζεται κάποιος, ὅταν ἰσχυρίζεται κάτι τέτοιο;

 

α) Εἶναι χαρακτηριστικὴ ἡ συχνὴ χρήση στὸ κείμενο τῆς λέξεως ««ντοκουμέντο»», τὴν ὁποία ἐμεῖς στὰ ποικίλα κείμενά μας, δὲν τὴ χρησιμοποιοῦμε.

 

β) Οἱ ὑπογράφοντες ὀρθόδοξοι τὸ κείμενο τῆς Ραβέννας, ὑπέγραψαν καὶ τὴν ἀποδοχὴ τοῦ filioque!  Στὴ 13η παράγραφο σημειώνεται: «Ἡ αὐθεντία στὴν Ἐκκλησία ἀνήκει στὸν ἴδιο τὸν Ἰησοῦ Χριστό, τὴ μία Κεφαλή της.  Μέσῳ τοῦ δικοῦ Του Ἁγίου Πνεύματος, ἡ Ἐκκλησία ὡς Σῶμα Του, μετέχει στὴν αὐθεντία Του» (Ἰωάν. 20, 22-23).  Ὁ Κύριος ἔχει τὸ δικό Του «Ἅγιο Πνεῦμα», ἐπειδὴ κατὰ τὴν παπικὴ κακοδοξία, ὡς δικό Του, «ἐκπορεύεται» ἀπὸ τὸν ἴδιο!

 

γ) Στὴν παράγραφο 45 τοῦ κειμένου, προαποφασίζεται, ὁ ρόλος τοῦ ἐπίσκοπου τῆς Ρώμης νὰ μελετηθεῖ (σὲ μελλοντικὴ συζήτηση), ἐπὶ τῇ βάσει τῶν διδαχῶν τῆς πρώτης καὶ δευτέρας Βατικάνειας Συνόδου!

Τὸ κείμενο δείχνει ὅτι μὲ τὴν «καλή» προαίρεση καὶ τῶν ὀρθόδοξων ἐκπροσώπων, τὸ πρωτεῖο τοῦ Πάπα λειτουργεῖ ἤδη εἰς βάρος τῆς Ὀρθοδοξίας, ἤ μᾶλλον τῶν ὀρθόδοξων μὲ «ἐκκλησιο­λογικὸν» ὀρθόδοξο «ἔλλειμμα»!

 

Ἀπὸ τὶς ἐλάχιστες γραμμὲς ποὺ διαβάσαμε τοῦ ἐλλογιμωτάτου καθηγητοῦ κ. Κορναράκη, ἤδη ἀντιλαμβανόμαστε ὅτι ἡ Διεθνὴς μικτὴ Ἐπιτροπὴ τοῦ Διαλόγου παπικῶν καὶ ὀρθόδοξων ὑπέγραψαν  τὸν Ὀκτώβριο τοῦ 2007  στὴ Ραβέννα αὐτὸ τὸ κείμενο ποὺ τὸ ὀνόμασαν «ντοκουμέντο».

Κατ’ ἀρχήν λοιπὸν γίνεται ἀντιληπτὸ ὅτι καὶ οἱ ὀρθόδοξοι ὑπέγραψαν συμφωνοῦντες μὲ τοὺς παπικοὺς τὴν κακοδοξία τοῦ παπικοῦ filioque.  Προαποφασίζουν ἐπίσης νὰ μελετήσουν τὸ ρόλο τοῦ ἐπισκόπου Ρώμης μὲ βάση τὶς διδαχὲς  τῶν παπικῶν της πρώτης καὶ δευτέρας Βατικάνειας Συνόδου.  Βάφτισαν τὸν Πάπα Ἐπίσκο­πο Ρώμης καὶ οἱ δικοί μας καὶ προχωροῦν μὲ ὄργανο τὶς δυὸ τελευταῖες Βατικάνειες Συνόδους νὰ τὸν ἀποδεχθοῦν ὡς πρῶτο.

Βέβαια ὁ καθηγητὴς κ. Κορναράκης κάνει καὶ ἄλλες παρατη­ρήσεις, τὶς ὁποῖες προϊόντος τοῦ λόγου μας θὰ τὶς συμπεριλάβουμε, ὡς καίριες γιὰ ἕνα τόσο ἀπειλητικὸ κείμενο, ποὺ ἔχει ἤδη ρίξει τὰ θεμέλια γιὰ τὸ ἑπόμενο κείμενο τῆς Ἐλούντας.  Καὶ τὰ δυὸ μαζὶ κείμενα τῆς Ραβέννας καὶ τῆς Ἐλούντας ἀναμένεται νὰ δώσουν τὸ 2009 κατὰ τὴ συνάντηση τῆς Διεθνοῦς Μικτῆς Ἐπιτροπῆς στὴν Κύπρο τὸ ὁριστικὸ κείμενο στό ὁποῖο, ὅπως εἰκάζεται ἀπὸ τοὺς εἰδικοὺς, ἡ Ἐπιτροπὴ θὰ ἀποδέχεται τὸ πρωτεῖο τοῦ Πάπα ὡς πρωτεῖο Διακονίας.                                                                                                             

Ἔτσι θὰ ἐπαληθευθεῖ αὐτὸ ποὺ εἶχε πεῖ ὁ Ρωμαιοκαθολικὸς θεολόγος Πιέρ Ντυπρέ πρὶν ἀπὸ 40 χρόνια στὸν τότε ὑφηγητὴ τῆς θεολογικῆς Σχολῆς τοῦ Πανεπιστημίου Ἀθηνῶν καὶ νῦν ἡγούμενο τῆς Ἱ. Μονῆς Ὁσίου Γρηγορίου Ἁγίου Ὅρους Ἀρχιμανδρίτη π. Γεώργιο Καψάνη, ὅτι τὸ παπικὸ πρωτεῖο θὰ σᾶς τὸ διατυπώσουμε ἔτσι, ὥστε οἱ πιστοί σας, οἱ ὀρθόδοξοι νὰ μὴ σκανδαλίζονται.  Εἶναι θέμα διατυπώσεως.  Τὸ ἴδιο ὅμως ὑποστηρίζουν καὶ τὰ μέλη τῆς Μι­κτῆς Ἐπιτροπῆς σήμερα μετὰ ἀπὸ 40 χρόνια καὶ πασχίζουν νὰ βροῦν μέσῳ νεοεποχίτικης ὁρολογίας τὴν πιὸ κατάλληλη, τὴν πιὸ εὔηχη στὰ ὦτα  τῶν ὀρθόδοξων διατύπωση.

Τό θέμα εἶναι: Θὰ τὴν καταπιοῦμε αὐτὴν τὴν ὁρολογία ἤ θὰ τὴν ἐμέσουμε;

 

Ἄς δοῦμε τήν πορεία τοῦ διαλόγου λίγο πιό ἀναλυτικά.

Ἄτυπο προοίμιο τοῦ διαλόγου παπικῶν καὶ ὀρθοδόξων ὀνομάζει ὁ κ. Ι. Κορναράκης τὸ παπικὸ κείμενο μὲ τὴν ὑπογραφὴ τοῦ Πάπα ποὺ κυκλοφόρησε τὸν Ἰούνιο τοῦ 2007 μὲ τίτλο «Ἀπαντήσεις σὲ ἐρωτήσεις ποὺ ἀφοροῦν ὄψεις γύρω ἀπὸ τὴ διδασκαλία τῆς ἐκκλησίας».

Ὑποτίθεται ὅτι ρωτάει ὁ λαὸς καὶ τὶς ἀπαντήσεις τὶς δίνει ὁ Πάπας Βενέδικτος ὡς ἑξῆς:

1) Ἡ μόνη ἀληθινὴ ἐκκλησία εἶναι ἡ Καθολική, μία καὶ μοναδική.

 

2) Ἡ Καθολικὴ Ἐκκλησία διοικεῖται ἀπὸ τὸν Πάπα ὡς ἄμεσο διάδοχο τοῦ ἀποστόλου Πέτρου καὶ τοὺς Ἐπισκόπους ποὺ βρίσκονται σὲ κοινωνία μαζί του.

 

3) Οἱ ἄλλες ἐκκλησίες ἔχουν Ἐκκλησιολογικὸ ἔλλειμμα.  Συγκεκριμένα ὁ Πάπας θεωρεῖ τίς Προτεσταντικές «Ἐκκλησίες» μέ μεγάλα ἐλλείμματα, τή δέ Ὀρθόδοξη μέ λιγότερα, γιατί δέν ἀποδέχονται τό Πρωτεῖο του καί τό Ἀλάθητο.

 

Στὴν ἱστοσελίδα του ὁ Πάπας Βενέδικτος 16ος  μὲ μία λιτὴ ἀλλὰ σαφῆ ἀνακοίνωση, φαίνεται σὰν νὰ μὴ δίνει καὶ τόση σημασία στὸ «ντοκουμέντο» τῆς Ραββένας ποὺ συνῆλθε ἀπὸ 8-14 Ὀκτωβρίου 2007, μολονότι βασίζεται στὴν προβληματικὴ τῶν κειμένων τοῦ Μονάχου 1982, τοῦ Bari 1987, καὶ τοῦ Νέου Βάλαμο 1988.  Ὁ Βενέδικτος 16ος ἀπροκάλυπτα ἐπιβεβαιώνει τὸ νεοεπο­χίτικο πρόσωπο τοῦ παπισμοῦ μὲ τὴ  μεγαλοπρεπῆ διγλωσσία του.

Ὡς ὀρθόδοξοι μποροῦμε  νὰ ἀνταγωνισθοῦμε στὴ διγλωσσία ἤ στὴν πολυγλωσσία τοὺς Πάπες, ἔχοντες μία τόσο πλούσια Συνοδικὴ δημοκρατικὴ κρυστάλλινη Παράδοση;  Μὲ τὴ δήλωσή του αὐτὴ ὁ Βενέδικτος 16ος ἀκυρώνει ἰδίως τὴν 46η παράγραφο τοῦ κοινοῦ ἀνακοινωθέντος  τῆς Ραβέννας, στὴν ὁποία ὅλοι οἱ σύνεδροι παπι­κοί καὶ ὀρθόδοξοι, δὲν κρύβουν τὴ χαρά τους γιὰ τὸ αἴσιο μέλλον αὐτοῦ τοῦ κειμένου καὶ τῶν προοπτικῶν του.

Ἀπό τόν Ἰούνιο τοῦ 2007 μέχρι τόν Ὀκτώβριο τοῦ 2007 πέρασαν τέσσερις μῆνες, κατά τή διάρκεια τῶν ὁποίων ἡ Ὀρθόδοξη πλευρά ἔγκαιρα θά μποροῦσε νά εἶχε ἀντιδράσει στίς προκλητικές δηλώσεις τοῦ Πάπα Βενεδίκτου.  Τό καλύτερο βέβαια θά ἦταν ἄν εἶχε φιλοτιμηθεῖ, γιά λόγους ἔστω κοσμικῆς εὐγενείας ὁ ἴδιος ὁ Πάπας νά κάνει κάποιες νέες δηλώσεις, ὅπως κάνουν πάντοτε οἱ κοσμι­κοί ἄρχοντες, καί νά μισοαναιρέσει τίς προηγούμενες προσβλητικές  γιά τούς ὀρθοδόξους δηλώσεις του ἐν ὄψει τοῦ ἐπικειμένου δια­­­λόγου τῆς Ραβέννας.  Ὡστόσο κάτι τέτοιο δέν ἔγινε.

Μετὰ ἀπὸ αὐτὲς τὶς ἀπαντήσεις – παπικὲς δηλώσεις, ἡ Ἱερὰ Σύνοδος τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος ἔστειλε ἔγγραφο, μὲ ἡμερο­μηνία 8 Ὀκτ. 2007 στὸ Συμπρόεδρο τῆς Μικτῆς Ἐπιτροπῆς Διαλόγου Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας καὶ Ρωμαιοκαθολικῆς, Σεβ. Μητροπολίτη Περγάμου κ. Ἰωάννη, καὶ τοῦ συνέστησε νὰ ζητήσει διευκρινίσεις κατὰ τὸ διάλογο τῆς Ραβέννας ἀπὸ τὴν παπικὴ πλευρὰ γιὰ τίς ἐκκλησιολογικὲς θέσεις καὶ ἀντιλήψεις τοῦ κειμένου τῶν ἀπαντή­σεων, γιατί αὐτὲς προβληματίζουν τὴν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία.

Ἀπὸ τὴν ἀνάγνωση τοῦ «ντοκουμέντου» τῆς Ραβέννας ἀντιλαμ­βανόμαστε εὔκολα ἢ ὅτι δὲν ἐτέθη καθόλου τὸ θέμα ἀπὸ τὸ Σεβ. Συμπρόεδρο, ἢ ὅτι δὲν ἔγινε δεκτό, ἀφοῦ οἱ παπικὲς ἀπαντήσεις ὡς ἀλάθητες δὲν ἐπιδέχονται ἀμφισβητήσεων.

Ἡ ἁπλῆ ὑγιὴς κοινὴ Ὀρθόδοξη λογικὴ λέγει: Ἐφόσον ὁ θεολογικὸς διάλογος δὲν διεξάγεται ἰσότιμα καὶ ἀπὸ τὶς δυὸ πλευρές, πῶς εἶναι δυνατὸν νὰ προχωρήσει; Πῶς εἶναι δυνατὸν νὰ παραμείνουν τὰ μέλη τῆς ὀρθοδόξου πλευρᾶς  σ’ ἕνα τόσο σπουδαῖο διάλογο, ὅταν γνωρίζουν ἐκ προοιμίου, ἐκ τῶν προτέρων, ὅτι μετέχουν στὸ διάλογο ὡς μέλη ἐκκλησίας ποὺ ἤδη ἔχει χαρακτηρισθεῖ ἐλλειμματική, λόγῳ τῆς πασίγνωστης παπικῆς ἐμμονῆς;

Μὲ δεδομένη λοιπὸν τὴν ἀποστολὴ τοῦ ἐγγράφου τῆς Ἱερᾶς Συνόδου τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος στὸ Συμπρόεδρο τῆς μικτῆς ἐπιτροπῆς καὶ δεδομένου πλέον τοῦ γεγονότος ὅτι ἀγνοήθηκε τὸ περιεχόμενό του καὶ ἀπὸ τὸ Συμπρόεδρο καὶ ἀπὸ τὴν ἐπιτροπή, ὅπως φαίνεται, ἔχουμε ὅλο τὸ δικαίωμα ὡς μέλη ἰσότιμα τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας νὰ συνδιαμαρτυρόμεθα ὄχι μόνο γιὰ τὴν τύχη τοῦ ἐγγράφου, ἀλλὰ καὶ γιὰ τὸ περιεχόμενο τοῦ ««ντοκουμέντου» καὶ γιὰ τὴν ἀξία του. Ὅπως καταντάει, θὰ ἔχει καὶ αὐτὸ τὸ «ντοκουμέντο» τῆς Ραβέννας τὴν τύχη τῶν χαλκευμένων παπικῶν κειμένων, ὅπως τῶν ψευδο-ισιδωρίων διατάξεων ποὺ σὲ κάποια ἱστορικὴ στιγμὴ ἐχρησιμοποιήθηκαν στά μέσα τοῦ 9ου αἰώνα γιὰ τὴν ὑπο­στήριξη τῶν θεοκρατικῶν ἰδεῶν τῶν παπῶν κατὰ τῶν θεοκρατικῶν ἰδεῶν τῶν αὐτοκρατόρων.  Τότε ὑποστηρίχτηκε ὅτι ὁ Πάπας εἶναι ἡ κεφαλὴ τῆς οἰκουμένης.  Σήμερα ποιὰ ἀξία μπορεῖ νὰ ἔχει τὸ «ντοκουμέντο» τῆς Ραβέννας;  Μπορεῖ κάλλιστα νὰ συναγωνισθεῖ τὰ χαλ­κευμένα κείμενα τοῦ μεσαίωνα.

Στή Ραβέννα ἐξετάστηκε τό θέμα τῆς Συνοδικότητας καί Ἐξουσίας μέσα στήν Ἐκκλησία σέ παγκόσμιο ἐπίπεδο δηλαδή τῆς ἀνά τήν Οἰκουμένη Ἐκκλησίας, τῆς καθόλου Ἐκκλησίας, μέ ἰδιαίτερη ἀναφορά στήν Ἐκκλησία τῆς Ρώμης καί στόν ἐπίσκοπό της, θεωρούμενον ὡς πρῶτον τῇ τάξει στά πλαίσια τῆς ἀρχαίας «Πενταρχίας» τῶν Πατριαρχῶν.

 

Ἄς σχολιάσουμε λίγο τό κείμενο τῆς Ραβέννας.

 

1) Στὶς πρῶτες δώδεκα παραγράφους τονίζεται ἡ Συνοδικότητα τῆς Ἐκκλησίας ποὺ ἀποτελεῖ ἀντανάκλαση καὶ ἀποτέλεσμα τῆς Τριαδικότητάς της.

Ἐδῶ ὅμως ἐμφανίζεται μία ἀσυνέπεια στὰ παπικὰ μέλη τῆς Μικτῆς Ἐπιτροπῆς.  Ἐφόσον ὁ παπισμὸς οὔτε στὴ Συνοδικότητα τῆς ἐκκλησίας πιστεύει, ἀφοῦ τὸ πολίτευμά της δὲν εἶναι Συνοδικό, ἀλλὰ παπικὸ-ἀπολυταρχικό, οὔτε στὴν Τριαδικότητα ὅπως τὴν πιστεύει ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ, πῶς τὰ παπικὰ μέλη τῆς Μικτῆς Ἐπιτροπῆς μποροῦν νὰ συμφωνήσουν ἀληθινὰ καὶ ὄχι κατ’  ἐπίφαση μὲ τὰ ὀρθόδοξα μέλη τῆς Ἐπιτροπῆς;

Βέβαια τὸ «ντοκουμέντο» τὸ ἔχουν ὑπογράψει καὶ τὰ Παπικὰ μέλη τῆς Ἐπιτροπῆς καὶ τὰ Ὀρθόδοξα.  Τὰ Παπικὰ μέλη ὑπέγρα­ψαν τὴ Συνοδικότητα χωρὶς νὰ τὴν πιστεύουν καὶ τὴν Τριαδικότητα χωρὶς νὰ τὴ γνωρίζουν, ἀφοῦ μόνο μέσα στὴν ἀληθινὴ Ἐκκλησία ἀποκτᾶται ἡ Τριαδικὴ ἐμπειρία ἄρα καί ἡ Συνοδικότητα ὡς ἐμπειρία.  Τὰ δὲ ὀρθόδοξα μέλη ὑπέγραψαν τὸ «ντοκουμέντο» γνωρίζοντας, ὅτι τὰ Παπικὰ μέλη δὲν πιστεύουν στὴ Συνοδικότητα, ἀφοῦ ὁ πνευματικός τους πατέρας, ὁ Πάπας δὲν πιστεύει στὴ Συνοδικότητα. Ὑπέγραψα­ν ἐπίσης συνειδητὰ ἐνῷ γνώριζαν ὅτι δὲν ὑπάρχει ἡ ἴδια Τριαδολογία μὲ τὰ Παπικὰ μέλη, λόγῳ τῆς θεσμικῆς τους κακόδοξης πίστης στὸ filioque.

Ἀλλὰ ἐφόσον στὴν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία, ἐνσωματώνονται οἱ ἐκτὸς αὐτῆς, μόνο μὲ τὸ πραγματικὸ Ὀρθόδοξο Βάπτισμα καὶ  Χρῖσμα,  (μυστήρια ποὺ δὲν ἔχουν οἱ Παπικοί), πῶς θὰ δεχθοῦν τὰ μέλη τῆς Παπικῆς Ἐκκλησίας τὴ Συνοδικότητα καὶ τὴν Τριαδικότητα, ἐμπειρίες πού βιώνονται μόνο στὴν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία;

Ἐπίσης, εἶναι γνωστὸ ὅτι, ἡ Β΄  Βατικανή Σύνοδος, μόνο κατ’ ὄνομα βέβαια εἶναι Σύνοδος, γιατί, ὅπως φαίνεται ἀπὸ τὰ πρακτικὰ της, ὑπο­στηρίζει ὁ Π. Τρεμπέλας, ὄχι μόνο δὲ μειώθηκε τὸ πρωτεῖο ἐξουσίας τοῦ Πάπα, μέσα στὴν Παπικὴ «Ἐκκλησία», ἀλλὰ καὶ αὐξήθηκε. Θεσμοθετήθηκε μάλιστα ἡ σχέση του μὲ τοὺς λοιποὺς ἐπισκόπους σὲ νέα δεδομένα: Οἱ ἐπίσκοποι εἶναι ἐπίσκοποι στὸ βαθμὸ ποὺ δέχονται τὴν αὐθεντία τοῦ παπικοῦ Πρωτείου καὶ Ἀλαθήτου καὶ στὸ βαθμὸ ποὺ πιστεύουν καὶ θέλουν νὰ  ἐξαρτῶνται πνευματικῶς ἀπὸ τόν Πάπα.  Εἶναι ἐντελῶς ἀντίθετη αὐτὴ ἡ «Ἐκ­κλησιολογία» ἀπὸ αὐτὴν τῆς Ὀρθόδοξου Ἐκκλησίας.

Ὁ ἅγιος Νεκτάριος στό ἔργο του «Τά αἴτια τοῦ σχίσματος» ἀναφέρει: «Τό Ἅγιον Πνεῦμα κατά τήν ἡμέραν τῆς Πεντηκοστῆς ἐπεχύθη εἰς πάντας τούς Ἀποστόλους καί πάντες ἔλαβον τό πλήρωμα τῶν χαρισμάτων Αὐτοῦ.  Ἡ ἰσότης εἶναι σύμφωνος πρός τό ἀληθές πνεῦμα τοῦ Εὐαγγελίου. 

Ἡ ἰσότης μαρτυρεῖται ἐκ τῶν ἀποφάσεων τῶν Ἀποστόλων λαμβανομένων πάντοτε ἀπό κοινοῦ καί ἐν συνδιασκέψει.  Δέν φαίνεται πουθενά ὁ Πέτρος ipso jure ἄνευ γνώμης τῶν λοιπῶν συνεπισκόπων του νά ἐθέσπισε θέσπισμα ἀφορῶν τά τῆς Ἐκκλησίας πράγματα.  Καί κατά τήν ἐκλογήν τοῦ Ματθία ἐκ τῶν δώδεκα Ἀποστόλων, καί κατά τήν ἀνάδειξιν τῶν ἑπτά  διακόνων καί κατά τήν ἐμφάνισιν τοῦ ζητήματος τῆς περιτομῆς τῶν ἐξ ἐθνῶν Χριστιανῶν καί περί αὐτοῦ τοῦ κηρύγματος τοῦ Εὐαγγελίου εἰς τά ἔθνη ἄν καί πάντες οἱ Ἀπόστολοι εἶχον λάβει ἐντολήν παρά Κυρίου, ὁ Πέτρος φαίνεται ἀποδεχόμενος τάς ἐντολάς τῆς Συνόδου, ἤτοι τῆς Ἐκκλησίας ἁπάσης.   Ἐν Ἀντιοχεία μάλιστα ἠλέγχθη παρά τοῦ Παύλου (Γαλ. 2,11).  Ἐντεῦθεν ὁ Πέτρος φανερῶν τήν ἰσότητα ἀποκαλεῖ ἑαυτόν συμπρεσβύτερον τῶν πρεσβυτέρων: «πρεσβυτέρους τούς ἐν ὑμῖν παρακαλῶ ὁ συμπρεσβύτερος καί μάρτυς τῶν τοῦ Χριστοῦ παθημάτων, ὁ καί τῆς μελλούσης ἀποκαλύπτεσθαι δόξης κοινωνός, ποιμάνατε τό ἐν ὑμῖν ποίμνιον τοῦ Θεοῦ, ἐπι­σκοποῦντες μή ἀναγκαστῶς, ἀλλ’ ἑκουσίως, μή αἰσχροκερδῶς ἀλλά προθύμως, μήδ’ ὡς κατακυριεύοντες τῶν κλήρων ἀλλά τύποι γινό­μενοι τοῦ ποιμνίου· καί φανερωθέντος τοῦ ἀρχιποίμενος κομι­εῖσθε τόν ἀμαράντινον τῆς δόξης στέφανον» (Α΄Πέτρου 5, 1-4).

Τήν ἰσότητα μαρτυρεῖ τό παράδειγμα τῆς ἀρχαίας Ἐκκλησίας, ἡ συγκρότησις τῶν Οἰκουμενικῶν συνόδων καί οἱ κανόνες αὐτῶν.

Εἰς τά συγγράμματα τῶν Ἀποστολικῶν καί τῶν μεταγενεστέρων Πατέρων Ἀνατολῆς καί Δύσεως ἡ ἰσότης μαρτυρεῖται καί οὐδέν στοιχεῖον περί πρωτείου ἀπαντᾶται. 

Τήν ἰσότητα σεβόμενοι καί οἱ πάπαι τῆς ἀρχαίας Ἐκκλησίας, ὅταν ἤρχοντο εἰς σχέσεις πρός ἄλλους ἐπισκόπους, προσηγόρευον αὐτούς, Ἀδελφέ (Father) καί οὐδέποτε Υἱέ (Fili).  Οἱ πάπαι Λέων Α΄ καί Γρηγόριος Α΄ τόν Χριστόν ἐκήρυττον ὡς Κεφαλήν καί Κέντρον ἑνότητος τῆς Ἐκκλησίας καί οὐχί ἑαυτούς.  Ὅθεν οὐδεμίαν ἐξουσίαν ἐπεζήτουν ἐπί τῆς Καθολικῆς Ἐκκλησίας.

Τήν ἰσότητα ἀσπάζονται καί Καθολικοί, κυρίως Γάλλοι Θεολόγοι. 

Οἱ πιστοί δέν εἶναι πρόβατα, οὔτε τοῦ Πέτρου οὔτε τῶν ἄλ­λων Ἀποστόλων ἀλλά τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ, ὡς αὐτός ὁ Πέτρος ὁμο­λογεῖ: «ἦτε γάρ ὡς πρόβατα πλανώμενα, ἀλλ’ ἐπεστράφητε νῦν ἐπί τόν ποιμένα καί ἐπίσκοπον τῶν ψυχῶν ἡμῶν». (Α΄Πέτρ. 2,25).  Μόνος ὁ Χριστός εἶναι ὁ ἀληθής καί αὐτεξούσιος Ποιμήν, ὁ ὁποῖ­ος περί Ἑαυτοῦ εἶπε: «ἐγώ εἰμι ὁ ποιμήν ὁ καλός, ὁ ποιμήν ὁ καλός τήν ψυχήν αὐτοῦ τίθησιν ὑπέρ τῶν προβάτων». (Ἰωάν. 10,11).  Διά τοῦτο δέν εἶπε εἰς τόν Πέτρον, ποίμαινε τά πρόβατά σου, ἀλλά «ποίμαινε τά πρόβατά μου». (Ἰωάν. 21,16).  Ὁ Πέτρος καί οἱ λοιποί Ἀπόστολοι εἶναι ὑπηρετικοί ποιμένες καί συγχρόνως λογικά πρόβατα τῆς τοῦ Χριστοῦ ποίμνης.  Τοιαύτην συνείδησιν εἶχον περί ἑαυτῶν οἱ Ἀπόστολοι, οἱ διάδοχοι αὐτῶν καί οἱ Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας.

 Ὁ Ἰησοῦς Χριστός, ὁ Θεμέλιος λίθος καί ἡ Κεφαλή τῆς Ἐκκλησίας, εἶναι καί τό Κέντρον ἑνότητος τῆς Ἐκκλησίας». (σελ 16,17)

Εἶναι διατεθειμένος ὁ σημερινὸς Πάπας νὰ δεχθεῖ αὐτὴν τὴν ἐκκλησιολογία, ποὺ δέχεται τὴ Συνοδικότητα ὡς εἰκόνα τῆς Τριαδικότητας, ἤ θὰ πρέπει τὰ ὀρθόδοξα μέλη τῆς Μικτῆς Ἐπιτροπῆς νὰ ἐκπαιδευτοῦν, καὶ νὰ μάθουν νὰ ἐκπαιδεύσουν καὶ ἐμᾶς στὴν περίεργη «Παπικὴ Συνοδικότητα»; Χρησιμοποιοῦμε  δηλαδή τὶς ἴδιες λέξεις, τοὺς ἴδιους ὅρους, μὲ διαφορετικὸ περιεχόμενο, πρᾶγμα ποὺ κάνει ἡ νέα τάξη πραγμάτων, ἡ νέα Ἐποχή, ὄχι μόνο στὸ θεολογικὸ ἐπίπεδο ἀλλὰ καὶ σὲ ὅλα τὰ ἐπίπεδα ἔκφρασης καὶ ζωῆς, δημιουργώντας  μεγάλη σύγχυση.

 

2) Ἀλλά καὶ ὅσον ἀφορᾷ στὴν Τριαδικότητα, πάλι ὑπάρχει πρόβλημα στὴν κατανόηση τοῦ ὅρου.  Ἄλλο νόημα καὶ ἄλ­λο περιεχόμενο δίνουν οἱ Παπικοὶ στὴν Τριαδικότητα, ἀφοῦ ἔχουν πολὺ πρώιμα, ἀπὸ τὸν 6ο αἰώνα, εἰσαγάγει τὸ filioque, ἐνῷ ἐμεῖς οἱ Ὀρθόδοξοι συνεχίζουμε τὴν παράδοση τοῦ Εὐαγγελιστοῦ Ἰωάν­νου, ποὺ ἔγινε ἄμεσα ἀποδεκτὴ ἀπὸ τὸ Σῶμα τῆς Ἐκκλησίας, χωρὶς μπερδέματα τύπου filioque, ποὺ ἀλλοιώνουν τὴν Τριάδα, τὴ σχετικοποιοῦν, μέσα στὸ παγιωμένο σύστημα τοῦ οὑμανιστικοῦ Παπι­σμοῦ. Οἱ ἀπαντήσεις ποὺ κατὰ καιροὺς δίνουν οἱ διάφοροι συνήγοροι τοῦ Παπισμοῦ, τοῦ τύπου ὅτι ὁ Πάπας ἔχει τὴν εὐελιξία νὰ ἀπαγγέλει τὸ Σύμβολο τῆς Πίστεως καὶ χωρὶς τὸ filioque, ὀρθόδοξα δηλαδή, περιπλέκουν ἔτι περισσότερο τούς διαλόγους, καὶ τοὺς καθιστοῦν ἀναξιόπιστους καὶ στοὺς πιστοὺς Παπικοὺς καὶ στοὺς πιστοὺς Ὀρθόδοξους.

Καὶ τίθεται τὸ ἐρώτημα: Εἶναι δυνατὸν ἡ διγλωσσία ἤ ἡ πολυ­γλωσσία, νὰ ὑφέρπει στὴν πίστη, στὴ λογική, στὴ νοοτρο­πία, στὴν ἔκφραση τῶν Χριστιανῶν, πάνω στὸ κεφαλαιωδέστερο θέμα πίστεως καὶ ζωῆς, στὴν Ἁγία Τριάδα;

Νὰ γιατὶ εἶναι ἀπαραίτητο, ἐπιβεβλημένο, τὰ μέλη τῆς Μικτῆς Ἐπιτροπῆς, ἔστω καὶ μετὰ ἀπὸ τὴν καταγραφὴ τῶν 46 ἄρθρων τῆς Ραβέννας καὶ τὴν διὰ ὑπογραφῶν κοινὴ ἀποδοχή τους, νὰ ξαναδια­βάσουν προσεκτικά καὶ νηφαλιότερα τὸ κείμενο.  Τὸ ἴδιο νὰ γίνει καὶ ἀπό τούς ἀντίστοιχους ἐπισκοπικοὺς Συνοδικοὺς φορεῖς ἀλλὰ καὶ μέσα στὸ λοιπὸ Σῶμα τῆς Ἐκκλησίας γιὰ νὰ φανεῖ, ἂν αὐτὰ τὰ ἄρθρα κατανοοῦνται, ἐκκλησιοποιοῦνται, μποροῦν νὰ λειτουργή­σουν θετικὰ ἤ ἀρνητικὰ στὴν ἕνωση ἤ στὴν ἀπομάκρυνση τῶν «Ἐκ­κλησιῶν».

 

3) Ὅσον ἀφορᾷ στὸν 34ο Ἀποστολικὸ Κανόνα, δίνεται μεγάλη βαρύτητα στὴν παρουσία καὶ ἐξουσία τοῦ πρώτου ἀπὸ τοὺς Ἐπισκόπους.  Ταπεινῶς φρονοῦμε ὅμως, ὅτι ὁ συντάξας τὰ 46 ἄρ­θρα τοῦ κοινοῦ ἀνακοινωθέντος τῆς Ραβέννας, ὅταν ἔφθασε στὸ 10ο ἄρθρο, τόνισε τὸ μισὸ κανόνα, καὶ τὸν ἄλλο μισό  τὸν ἁπλοποίησε. 

 

Διαβάζουμε τόν Κανόνα:

 

«Τούς Ἐπισκόπους ἑκάστου ἔθνους, εἰδέναι χρή τόν ἐν αὐτοῖς πρῶτον, καί ἡγεῖσθαι  αὐτόν ὡς κεφαλήν, καί μηδέν τι πράττειν περιττόν ἄνευ τῆς ἐκείνου γνώμης· μόνα δέ πράττειν ἕκαστον, ὅσα τῇ αὐτοῦ παροικίᾳ ἐπιβάλλει, καί ταῖς ὑπ’ αὐτήν χώραις.  Ἀλλά μηδέ ἐκεῖνος ἄνευ τῆς πάντων γνώμης ποιείτω τι.  Οὕτω γάρ ὁμόνοια ἔσται, καί δοξασθήσεται ὁ Θεός, διά Κυρίου ἐν Ἁγίῳ Πνεύματι, ὁ Πατήρ, καί ὁ Υἱός καί τό ἅγιον Πνεῦμα». (Κανών λδ΄ Ἁγίων Ἀποστόλων).

Ἡ Παπικὴ νοοτροπία δίνει βαρύτητα στό ρόλο τοῦ Πρώτου ἐπισκόπου χωρίς νά τονίζεται ἐπίσης ἡ σημασία τῆς συνεργασίας του μέ τούς ἄλλους ἐπισκόπους.

Ἡ Ὀρθόδοξη νοοτροπία, δίνεται ἀπὸ τὸν Ἅγιο Νεκτάριο στό προμνημονευθέν ἔργο του.  Ἐρωτᾷ ὁ ἅγιος: «καί ἐάν πρῶτος ὁ Πέτρος μεταξύ τῶν Ἀποστόλων, καί ἐάν κορυφαῖος, καί ἐάν θεμέλιος λίθος τῆς Ἐκκλησίας, καί ἐάν κλειδοῦχος τῆς βασιλείας τῶν οὐρανῶν, καί ἐάν ποιμήν τῶν προβάτων καί τῶν ἀρνίων τοῦ πνευματικοῦ ποιμνίου τοῦ Σωτῆρος, τί κοινόν μεταξύ τῶν ἀξιωμάτων τούτων καί τῶν διαδόχων τῶν ὑπ’ αὐτοῦ προχειρισθέντων ἐπισκόπων; πῶς δέ ἐκ τῶν θείων αὐτῶν χαρισμάτων τό τῆς ἱεροκρατίας καί κοσμοδεσποτείας ἀνεβλάστησε σύστημα;  πῶς δέ καί αἱ κλεῖδες τῆς τῶν οὐρανῶν βασιλείας ἠνέῳξαν τάς θύρας τῆς ἐπιγείου βασιλείας; πῶς τά πνευματικά εἰς τά ὑλικά ἤγαγον; πῶς ὁ ποιμήν ἐγένετο ἡγεμών; πῶς αἱ κλεῖδες εἰς ξίφος μετεβλήθησαν; πῶς ἡ πέτρα τῆς πίστεως πέτρα ἐγένετο σκανδάλου;  Ἀλλά διατί εἷς προνομιοῦχος διάδοχος καί οὐχί πάντες οἱ τήν διαδοχήν ὁμοιογενῆ ἔχοντες; μή ἕνα μόνον ὁ Πέτρος διά τοῦ Εὐαγγελίου αὐτοῦ ἐγέν­νησε;  μή μίαν Ἐκκλησίαν ἵδρυσεν;  μή ἕνα ἐπίσκοπον ἐχειροτό­νησεν; διατί εἷς ἀντιποιεῖται τήν τοῦ Πέτρου διαδοχήν;»

 

4) Ἐπίσης καταβάλλεται προσπάθεια νὰ συνδιαστεῖ ἡ Συνοδικότητα μὲ τὴν Εὐχαριστία. 

Πῶς εἶναι δυνατὸ νὰ συνδέονται τὰ ἄρθρα τῆς Ραβέννας μὲ τὴ θεία Εὐχαριστία, τὴ στιγμὴ κατὰ τὴν ὁποία δὲν συμπίπτουμε θεολογικῶς; Δέν ἔχουμε οὔτε τὴν ἴδια δογματικὴ θεολογία οὔτε τὴν ἴδια εὐχαριστηριακὴ θεολογία.  Ἀπόδειξη καὶ πάλι ἡ Β΄ Βατικανή Σύνοδος.  Ἡ εὐρύτατη λειτουργικὴ μεταρρύθμιση ποὺ ἐπεχείρησε ἡ ἐν λόγῳ Σύνοδος ἀποτελεῖ ἄλλο ἕνα τεκμήριο ριζικῆς διαφορᾶς σκέψεως, νοοτροπίας, θεολογίας τοῦ παπισμοῦ ἀπὸ τὴν Ὀρθοδοξία, ὄχι μόνο τοῦ σκελετοῦ, τοῦ τυπικοῦ τῆς θείας Λατρείας, ἀλλὰ τῆς πνευματικῆς χαρισματικῆς δυναμικότητάς της.  Σήμερα καρδινάλιοι ὁμολογοῦν τὴν ἀποτυχία τῆς λειτουργικῆς μεταρρύθμισης τῆς Β΄ Βα­τικανῆς Συνόδου, ἡ ὁποία ἀποτυχία κλονίζει τὴν ἀξιοπιστία της καὶ ἐπιβεβαιώνει τὴ γενικευμένη ἐκκοσμίκευση ποὺ ὑπέστη.

 

5) Παντοῦ εἶναι διάχυτο τὸ πνεῦμα τῆς θεωρίας τῶν «ἀδελ­φῶν Ἐκκλησιῶν», μὲ κανονικὴ ἀποστολικὴ διαδοχή, Ἱερωσύνη, Βάπτισμα, Χρῖσμα, Εὐχαριστία.  Πουθενὰ δὲν φαίνεται καμιὰ διαφορά.  Δὲν ἔχουμε τίποτα ἄλλο νὰ συζητήσουμε, παρὰ μόνο τὸ πρω­τεῖο τοῦ Πάπα;  Μόλις συζητηθεῖ καὶ αὐτὸ τελειωτικὰ στὴν Κύπρο τὸ 2009 δὲ θὰ μᾶς ὑπολείπεται τίποτα, ἀλλά ἡ πολυπόθητη ἕνωση, δηλαδὴ ἡ οὐνιτοποίησή μας.

 

6) Ὅλο τό «ντοκουμέντο» εἶναι γραμμένο ἀπὸ χέρι παπικὸ ποὺ γνωρίζει πολὺ καλὰ τὴν πολυγλωσσία τῆς Νέας Ἐποχῆς.  Γιὰ παράδειγμα κάθε μία ἀπὸ τὶς δύο Ἐκκλησίες διακηρύσσει ὅτι αὐτὴ ἀποτελεῖ τὴ Μία, Ἁγία, Καθολικὴ καὶ Ἀποστολικὴ Ἐκκλησία βάσει τοῦ Συμβόλου τῆς Πίστεως. Ὅταν τὸ «ντοκουμέντο» ἀναφέρεται στοὺς ὀρθοδόξους, χρησιμοποιεῖ τὸν ὅρο self-understanding = αὐτό-αντίληψη καὶ φανερώνει ὑποκειμενικότητα. Ὅταν ἀναφέρεται στοὺς παπικοὺς χρησιμοποιεῖ τὸν ὅρο self-awareness = αὐτο-ἐπίγνωση, ποὺ στὰ Ἀγγλικὰ δηλώνει ἀντικειμενικότητα.  Τὸ κείμενο εἶναι γραμμένο στὰ Ἀγγλικά. Ὁ παπικὸς λοιπὸν συντάκτης τοῦ «ντοκουμέντου» χαρακτηρίζει ὑποκειμενικούς τούς ὀρθοδόξους ὅσον ἀφορᾷ τήν ἀντίληψή τους γιὰ τὴ μοναδικότητα τῆς ἐκκλησίας τους καὶ ἀντικειμενικούς τούς παπικοὺς ὅσον ἀφορᾷ τὴν ἐπίγνωσή τους γιὰ τὴν «Ἐκκλησία» τους.

 

7) Ὅλο τὸ κείμενο διαπνέεται ἀπὸ ὀρθοδοξοφανεῖς διατυπώσεις, ἀσάφειες, διπλωματικὲς ἐκφράσεις, ἀνακριβεῖς γενικεύσεις, ὑπερτονισμοὺς ἢ ὑπεραπλουστεύσεις, τακτικὲς ποὺ οὐδέποτε οἱ ἅγιοι πατέρες μας ἐχρησιμοποίησαν, ἐν ἀντιθέσει πρὸς τοὺς αἱρε­τικοὺς ποὺ χρησιμοποιοῦν τὶς παραπάνω μεθοδεύσεις γιὰ νὰ προσαρμόσουν τὰ κείμενα στὴ νοοτροπία τους, στὶς κακοδοξίες τους.

Tό κοινὸ «θεολογικὸ» κείμενο τῆς Ραβέννας, 10 σελίδων μὲ 46 παραγράφους, σχολίασε θετικὰ μέν, ἀλλὰ μεροληπτικὰ βέβαια ἀπὸ πλευρᾶς ρωμαιοκαθολικῆς, τὸ παπικὸ μέλος τῆς Μικτῆς Ἐπιτροπῆς τοῦ Διαλόγου, ὁ νεοχειροτονηθεὶς ὑπὸ τοῦ Πάπα ἀρχιεπίσκοπος τῶν Οὐνιτῶν στὴν Ἑλλάδα κ. Δημήτριος Σαλάχας, ἀνοιχτὰ δυσφοροῦντος ὄχι μόνο τοῦ Ἑλληνικοῦ ὀρθοδόξου λαοῦ, ἀλλὰ καὶ ἄλλων ὀρθοδόξων.

Ὁ κ. Δ. Σαλάχας ἐπικαλεῖται τὴ γνώμη τοῦ Ἁγίου Ἰγνατίου Ἀντιοχείας, ὁ ὁποῖος ὀνομάζει τὴ Ρώμη «προκαθημένη τῆς ἀγάπης» καὶ πρῶτο τὸν Ἐπίσκοπο Ρώμης μεταξὺ τῶν ἀρχηγῶν τῆς πενταρχίας. 

 

Παραθέτουμε τὸ πρωτότυπο κείμενο τοῦ Ἁγίου Ἰγνατίου τοῦ Θεοφόρου πρὸς Ρωμαίους γιὰ νὰ φανεῖ μὲ κάθε ἀκρίβεια, ὅτι ὁ ἅγιος χρησιμοποιεῖ ὄχι μόνο αὐτὸ τὸν ὅρο ἀλλὰ καὶ πολλούς ἄλλους ἐκλεκτούς χαρακτηρισμούς γιά τήν ἐπισκοπή-Ἐκκλησία τῆς Ρώμης καί ὄχι γιά τόν ἐπίσκοπό της. Μέ ἁπλῆ ἀνάγνωση τοῦ παρακάτω κειμένου ἀντιλαμβανόμαστε ὅτι οἱ χαρακτηρισμοί δέν ἀποδίδονται στόν ἐπίσκοπο Ρώμης ἀλλὰ στό ἐπίλεκτο χριστεπώνυμο πλήρωμα τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ρώμης.

 

«Ἰγνάτιος, ὁ καὶ Θεοφόρος, τῇ ἠλεημένῃ ἐν μεγαλειότητι Πατρὸς ὑψίστου καὶ Ἰησοῦ Χριστοῦ τοῦ μόνου Υἱοῦ αὐτοῦ ἐκκλησίᾳ ἠγαπημένῃ καὶ πεφωτισμένῃ ἐν θελήματι τοῦ θελήσαντος τὰ πάντα, ἃ ἐστιν, κατὰ ἀγάπην Ἰησοῦ Χριστοῦ, τοῦ θεοῦ ἡμῶν, ἥτις καὶ προκάθηται ἐν τόπῳ χωρίου Ρωμαίων, ἀξιόθεος, ἀξιοεπίτευκτος, ἀξιόαγνος καὶ προκαθημένη τῆς ἀγάπης, χριστώνυμος, πατρώνυμος, ἥν καὶ ἀσπάζομαι ἐν ὀνόματι Ἰησοῦ Χριστοῦ, υἱοῦ πατρός· κατὰ σάρκα καὶ πνεῦμα ἡνωμένοις πάσῃ ἐντολῇ αὐτοῦ, πεπληρωμένοις χάριτος θεοῦ ἀδιακρίτως καὶ ἀποδιϋλι­σμένοις ἀπὸ παντὸς ἀλλοτρίου χρώματος πλεῖστα ἐν Ἰησοῦ Χριστῷ, τῷ θεῷ ἡμῶν, ἀμώμως χαίρειν».

 

Στηρίζει ἐπίσης ὁ κ. Δ. Σαλάχας τὸ παπικὸ πρωτεῖο στὴ ρήση τοῦ Κυρίου «σὺ εἶ Πέτρος καὶ ἐπὶ ταύτη τῇ πέτρᾳ οἰκοδομήσω μου τὴν Ἐκκλησίαν» (Μάτθ.16,18).

Ἔχει ὅμως ἐπαρκέστατα ἐρευνηθεῖ ἐπιστημονικὰ ἀπὸ τὸ μεγάλο Ἅγιο τοῦ αἰώνα μας, τὸ θεόπνευστο ἐπίσκοπο Πενταπόλεως Ἅγιο Νεκτάριο καὶ ὄχι μόνο, ὅτι ὁ Ἀπόστολος Πέτρος οὐδέποτε ἐπισκέφθηκε τὴ Ρώμη καὶ ὅτι  ὁ Ἀπόστολος Παῦλος, καθόλου ὑποδεέστερος τοῦ Πέτρου, εἶναι ὁ ἱδρυτὴς τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ρώμης.  Δεκαεπτὰ χρόνια ζωῆς ἀφιέρωσε ὁ Ἅγιος Νεκτάριος γιὰ νὰ συνθέσει τὸ ἄριστα τεκμηριωμένο ἔργο του, χίλιων περίπου σελίδων, μὲ τὴν ἐπωνυμία «Τὰ αἴτια τοῦ Σχίσματος».

Στὸ ἐξαίρετο ἀντιαιρετικό τοῦτο ἔργο τοῦ Ἁγίου Νεκταρίου, ἀναλύεται ἡ σταδιακὴ κατολίσθηση τῶν Παπῶν, ἤδη ἀπὸ τοὺς χρόνους τῆς Ρωμαϊκῆς  αὐτοκρατορίας, στὴν ἀπαίτηση τῆς ἐξου­σίας, ἐντεῦθεν στὴν κακόδοξη θέσπιση τοῦ  δόγματος τοῦ filioque  ἀρχικὰ καὶ ἄλλων δογματικῶν κακοδοξιῶν μεταγενέστερα, καὶ κυρίως στὴν ἀρτηριοσκληρωτικὴ διεκδίκηση τοῦ πρωτείου ἐξουσίας.

Δογματικὴ κακοδοξία  (filioque) καὶ παπικὸ πρωτεῖο, ἀποτε­λοῦν τὶς δυὸ ὄψεις τοῦ ἰδίου πάθους, τῆς ἀλαζονίας.

Θεωρία καὶ πράξη ἀλληλοπεριχωρούμενες μέσα στὴν ἱστο­ρι­κὴ κατάπτωση τοῦ παπισμοῦ στὴν ἀπέραντη ἐπίπεδη  ἐκκο­σμικευμένη πεδιάδα τοῦ Δυτικοῦ οὑμανισμοῦ.

Ἄς μᾶς ἀναφέρει ὁ «ἀρχιεπίσκοπος» τῶν οὐνιτῶν στὴν Ἑλλάδα, κ. Δ. Σαλάχας, σὲ ποιὰ ἀπὸ τὶς ἑπτὰ πρῶτες ἀποστολικὲς Συνοδοὺς προήδρευσε ὁ Ἐπίσκοπος Ρώμης;  Σὲ καμμία.  Σὲ ποιὰ ἀπὸ τὶς Οἰκουμενικὲς Συνόδους προήδρευσε ὁ Ἐπίσκοπος Ρώμης, ἤ κάποιος ὀνομαστὸς Πάπας;  Σὲ καμμία.  Σὲ ποιὰ λοιπὸν κατ’ οὐσίαν θεσμικὴ διακονία τεκμηριώνεται ἡ ὡραιότατη προσωνυμία τοῦ ἁγίου Ἰγνατίου Ἀντιοχείας «προκαθημένη τῆς ἀγάπης»;

Ὁ κ. Δ. Σαλάχας χωρὶς νὰ ἐνοχλεῖται καὶ πολύ, δικαιολογεῖ τὴν ἀποχώρηση τῆς ἀντιπροσωπείας τῆς Ρωσικῆς Ἐκκλησίας ἀπὸ τὴ 10η Μικτή Ἐπιτροπὴ τοῦ Διαλόγου στὴ Ραβέννα.  Ἡ ἀποχώρηση δὲν ἐμπόδισε, γράφει στὴν ἱστοσελίδα του, «κατ’ οὐδένα τρόπο τὰ ὑπόλοι­πα παρόντα 50 μέλη (27 καθολικά, 23 Ὀρθόδοξα) νὰ διεξάγουν ὁμαλὰ καὶ ἀδελφικὰ τὶς ἐργασίες τους».

Τί σημαίνει «κατ’ οὐδένα τρόπο»;  Τί σημαίνει «ὁμαλὰ καὶ ἀδελφικά»; Εἶναι σὰν νὰ λέγει: Ὀρθόδοξοι, Ρῶσοι ἀντιπρόσωποι, σᾶς γράφουμε στὰ παλιά μας παπούτσια.

Εἶναι δυνατὸν νὰ ἀγνοεῖται μία τόσο ζωντανή, παμπληθής Ἐκκλησία, τόσο προκλητικά;  Καὶ ἀπὸ τοὺς ἀδελφοὺς παπικούς καὶ ἀπὸ τοὺς πιὸ ἀδελφοὺς ὀρθοδόξους, τῆς Ραβέννας;

Ὁ Ρῶσος Ἐπίσκοπος Ἰλαρίων Ἀλφέγιεφ δήλωσε στὸ περιοδικὸ S. O. P. : «Μία ἀκόμη φορά μᾶς προτείνεται τὸ ἐνδεχό­μενο νὰ δεχθοῦμε μία οὐνίτικη θέαση τοῦ πρωτείου τοῦ Ἐπισκόπου Ρώμης. Ἐὰν αὐτὸ εἶναι βῆμα προόδου πολὺ φοβοῦμαι ὅτι μία παρόμοια πρόοδος δὲν θὰ μπορέσει νὰ ἐμπνεύσει τοὺς Ὀρθοδόξους, οἱ ὁποῖοι βλέπουν τὴν οὐνία ὡς ἀντίφαση τῆς ἑρμηνείας τους γιὰ τὴν ἐκκλησιολογία καὶ ὡς προδοσία τῆς Ὀρθοδοξίας. Δὲν ἔχουμε ἀνάγκη ἀπὸ μία νέα οὐνία. Ἔχουμε ἀνάγκη νὰ συνεχίσουμε τὸ θεολογικὸ διάλογο ὄχι γιὰ νὰ μεταμορφώσουμε τοὺς Ὀρθοδόξους σὲ οὐνίτες, ἀλλὰ γιὰ νὰ ξεκαθαρίσουμε τὰ ἐκκλησιολογικά σημεῖα ἀσυμφωνίας μεταξὺ Καθολικῶν καὶ Ὀρθοδόξων.

Ἂν μέχρι ἐκείνη τὴ στιγμὴ ἀσφαλῶς καὶ δὲν ἀντιπροσώπευε ἡ Μικτή Ἐπιτροπή τὴν Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ, πολὺ περισσότερο ὅταν  ἀποχώρη­σε ἡ ἀντιπροσωπεία τῆς Ρωσικῆς Ἐκκλησίας.

Ἐμεῖς βέβαια ὡς ὀρθόδοξοι χριστιανοὶ καὶ ἱερωμένοι λυπούμαστε ἀφάνταστα γιὰ τὶς ἐργασίες καὶ τὶς ἀποφάσεις ἤ τὰ κοινὰ ἀνακοινωθέντα αὐτῶν τῶν Διαλόγων, γιατί ἡ Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ γνωρίζει  ἄλλα  συγκεκριμένα θεσμικὰ διοικητικὰ ὄργανα, τῶν ὁποίων τὶς ἀποφάσεις σέβεται, ἀναγνωρίζει καὶ ἀποδέχεται ὡς θεόπνευστες.  Γιὰ θέματα τόσο μεγάλα καὶ σοβαρά, γιὰ θέματα πίστεως, μόνο τῶν Οἰκουμενικῶν Συνόδων τὶς ἀποφάσεις δέχεται καὶ ἐπικυ­ρώνει.

 

Ὁ Ἅγιος Νικόδημος ὁ Ἁγιορείτης, ὁ ἐμπειρότατος καὶ πλέον δόκιμος τῶν νεοτέρων θεολόγων τῆς Ἐκκλησίας μας, στὸ λίαν ἐπιστημονικό, πρωτότυπο καὶ θεόπνευστο ἔργο του, τὸ ἱερὸ Πηδάλιο, μᾶς ἐξηγεῖ τὰ περὶ συστάσεως τῶν Ἱερῶν Συνόδων τῆς  Μίας, Ἁγίας, Καθολικῆς καὶ Ἀποστολικῆς Ἐκκλησίας, τῆς Ὀρθόδοξου Ἐκκλησίας μας.  Σ’ αὐτὲς συμμετεῖχαν μόνο Ὀρθόδοξοι Ἱεράρχες, πρεσβύτεροι καὶ διάκονοι, ἐκπροσωποῦντες τὶς τοπικὲς Ἐκκλησίες ὅλης τῆς Οἰκουμένης.

Μολονότι τὰ μέσα μεταφορᾶς τῆς ἐποχῆς ἐκείνης (4ου μ.Χ. αἰῶνος, χρονολογία τῆς 1ης Οἰκουμενικῆς Συνόδου μέχρι καὶ τῆς 7ης , 8ου αἰῶνος μ.Χ.) ἦταν δυσκολότερα τῶν σημερινῶν, ὅμως ὅλοι οἱ ἐπίσκοποι τῆς ἁπανταχοῦ Ἁγίας Ὀρθοδοξίας μας, μετὰ τινων πρεσβυτέρων τους καὶ διακόνων συνήρχοντο πιστεύοντες  ὅτι πρέπει νὰ συναχθοῦν, γιατί μόνο κατ’ αὐτὸν τὸν τρόπο «πολλῆς συζητήσεως διεξαγομένης» δίδεται ὁ φωτισμὸς καὶ ἡ Θεία Χάρη γιὰ τὴ φανέρωση τῆς ἐν Χριστῷ ἀληθείας.

Συγκεκριμένα ὁ Ἅγιος Νικόδημος στὰ προλεγόμενα τῆς Πρώτης Οἰκουμενικῆς Συνόδου πιστεύει ὅτι εἶναι τέσσερα τὰ συστατικὰ τῶν Οἰκουμενικῶν Συνόδων:

 

1) Συναθροίζονται οἱ Ἐπίσκοποι μετὰ τῶν συνοδειῶν τους διὰ προσταγῶν ὄχι Παπικῶν ἤ Πατριαρχικῶν ,ἀλλὰ Βασιλικῶν.

 

2) Τὰ θέματα τῆς Συνόδου πρέπει νὰ εἶναι τὰ περὶ πίστεως.  Νὰ γίνεται συζήτηση ἐλεύθερη, νὰ ἐκτίθεται ἀπόφαση καὶ ὅρος δογματικός.  Νὰ ἐξάγονται συγκεκριμένες ἀποφάσεις σὲ ὅλες τὶς Οἰκουμενικὲς μὲ σαφῆ ἔκφραση τῶν ἱερῶν δογμάτων.

 

3) Οἱ ἀποφάσεις τους νὰ εἶναι Ὀρθόδοξες, εὐσεβεῖς, σύμφωνες μὲ τὶς προηγούμενες Οἰκουμενικὲς  Συνόδους.  Πολυθρύλλητον εἶναι τὸ ἀξίωμα τοῦ Ἁγίου Μαξίμου «Τάς γενομένας Συνόδους ἡ εὐσεβὴς πίστις κυροῖ» καὶ πάλιν «ἡ τῶν δογμάτων ὀρθότης κρίνει τάς Συνόδους».

 

4) Τὰ παρὰ τῶν Οἰκουμενικῶν Συνόδων διορισθέντα καὶ κανονισθέντα,  ἅπαντες οἱ Ὀρθόδοξοι Πατριάρχαι καὶ Ἀρχιερεῖς τῆς Καθολικῆς Ἐκκλησίας, εἴτε δι’ αὐτοπροσώπου παρουσίας αὐτῶν, εἴτε διὰ τῶν ἰδίων τοποτηρητῶν ἤ καὶ τούτων ἀπόντων διὰ γραμμάτων αὐτῶν ἀποδέχονται.

 

Ἐκ τῶν τεσσάρων συστατικῶν στοιχείων τῶν Οἰκουμενικῶν Συνόδων ὁ ἅγιος Νικόδημος ἐξάγει καὶ τόν ὁρισμό τους: 

 

«Οἰκουμενικὴ Σύνοδός ἐστιν ἡ διὰ προσταγῆς Βασιλικῆς συναχθεῖσα, ἡ περὶ πίστεως ὅρον δογματικὸν ἐκθεμένη, ἡ εὐσεβῆ καὶ ὀρθά καὶ σύμφωνα ταῖς ἁγίαις Γραφαῖς, ἡ ταῖς προλαβούσαις Οἰκουμενικαῖς διορίζουσα, ἥν ἡ συμφωνία ἁπάντων τῆς Καθολικῆς Ἐκκλησίας Πατριαρχῶν καὶ Ἀρχιερέων ἀπεδέξατο εἴτε δι’ αὐτοπροσώπου παρουσίας, εἴτε διὰ τοποτηρητῶν, ἤ καὶ τούτων ἀπόντων, διὰ γραμμάτων καὶ ὑπογραφῶν αὐτῶν».

 

Αὐτὰ γιὰ τὶς Οἰκουμενικὲς Συνόδους.  Μιά ἐπιτροπή σὰν αὐτὴ ποὺ διαχειρίζεται τὸ σπουδαῖο θέμα τοῦ διαλόγου μὲ τοὺς παπικοὺς, δὲν θὰ πρέπει νὰ διαθέτει κάποια ἀπὸ τὰ παραπάνω στοιχεῖα γιὰ νὰ θεωρηθεῖ ἐκ τῶν ὑστέρων «ἀείζωος, ἀνέκλειπτος, ἀλάνθαστος καὶ ἀναμάρτητος» ὅπως ὑποστηρίζει ὁ Ἅγιος Νικόδημος;  Ἡ καθαρότητα τῶν ἀποφάσεων τῶν ἐπιτροπῶν αὐτῶν θὰ ἔχει τὴ δύναμη νὰ διαλύει κάθε ἔριν καὶ φιλονεικίαν τῶν ἀποδεκτῶν.

 

Σήμερα, ἡ Μικτή Ἐπιτροπή, δὲν ἔχει κανένα ἀπὸ τὰ παραπάνω, ἀναλογικῶς, συστατικὰ τῶν Οἰκουμενικῶν Συνόδων.  Διότι:

 

1) Γιὰ θέμα τόσο σπουδαῖο, ποὺ εἶναι ὁ διάλογος μετὰ τῶν αἱρετικῶν Παπικῶν δὲν ἔχει οὔτε μία φορά συναχθεῖ τὸ σύνολο τῶν ἀνὰ τὴν οἰκουμένη ἐπισκόπων μετὰ ἐλαχίστων, ἔστω πρεσβυτέρων καὶ διακόνων.

 

2) Οἱ λιγοστοὶ μετέχοντες στὴ Μικτή Ἐπιτροπὴ εἶναι φυσικὸ νὰ εἶναι φίλοι, ὁμοϊδεάτες ἤ ἀναμένοντες ὀφέλη παρὰ τῶν προϊσταμένων τους.  Ἀπόδειξη ἡ προαγωγὴ τοῦ κ. Δημητρίου Σαλάχα στὸ θρόνο τοῦ ἀρχιεπισκόπου τῶν Οὐνιτῶν στὴν Ἑλλάδα, δείχνει τὴν πλήρη ταύτισή του, μὲ τὶς ἄνωθεν, παπικὲς ἐντολές. Ἡ ἐπιτυχη­μένη προώθηση τῶν παπικῶν ἐντολῶν στὴ Μικτή Ἐπιτροπή, τοῦ ἐξασφάλισε τὴν εὔνοια τῆς παπικῆς αὐλῆς καὶ τὴν προαγωγή του στὴν ἀνώτερη γι’ αὐτούς θέση.

 

3) Ἔστω καὶ ἂν σήμερα, δὲν εἶναι δυνατὴ ἡ σύγκληση Οἰκουμενικῆς  Συνόδου,  ἀπὸ πρωθυπουργὸ ἡ πρόεδρο τῆς Δημοκρατίας ἤ ἄλλον ἀνώτατο ἄρχοντα τῆς «Ἑνωμένης Εὐρώπης» θὰ μποροῦσε ἴσως νὰ συγκληθεῖ ἀπὸ τὸν Οἰκουμενικὸ Πατριάρχη  μὲ εὐρύτατη συμμετοχή, εἰ δυνατόν, ὅλων τῶν Ὀρθόδοξων Ἐπισκό­πων τῆς οἰκουμένης.  Τὸ θέμα  δὲν εἶναι παρονυχίδα, ἀλλὰ θέμα ποὺ ἀπασχολεῖ τὴν ἁπανταχοῦ Χριστιανοσύνη.  Ἑπομένως πρῶτα ἐνδο­ἐκκλησιαστικά, πρῶτα ἐντὸς τῶν κόλπων τῆς Μίας, Ἁγίας, Καθολι­κῆς καὶ Ἀποστολικῆς Ἐκκλησίας, πρέπει νὰ τεθεῖ τὸ θέμα τοῦ Διαλόγου, καὶ ἔπειτα ἐκτὸς τῶν ὁρίων της.

 

4) Οἱ συζητήσεις θὰ πρέπει νὰ ἀφοροῦν στὸ συγκεκριμένο θέμα τῆς σχέσεως μὲ τοὺς παπικοὺς καὶ ἀσφαλῶς ἡ mentalite, ἡ νοοτροπία τῶν συζητήσεων θὰ πρέπει νὰ εἶναι ἐντοπισμένη στὸ κλῖμα, καὶ στὴ μέχρι τώρα πολὺ πλούσια Συνοδικὴ ἁγιογραφική καὶ ἁγιοπατερική παράδοση τῆς Ἁγίας Ὀρθοδοξίας μας.

 

5) Σύμφωνα μὲ τὴ συστατικὴ προϋπόθεση κάθε Οἰκουμενι­κῆς Συνόδου, ἤ παραπλήσιας, ποὺ θὰ συζητήσει τὸ θέμα τῆς σχέσεώς μας μὲ τοὺς παπικοὺς, δὲν μπορεῖ νὰ ἀμφισβητήσει τὴν ἐμπειρία τῶν πρὸ ἡμῶν ἁγίων πατέρων Γρηγορίου τοῦ Παλαμᾶ, Μάρκου τοῦ Εὐγενικοῦ, Μελετίου Πηγᾶ, Νικοδήμου Ἁγιορείτου, Ἁγίου Νεκταρίου Πενταπόλεως, Δοσιθέου Ἱεροσολύμων καθὼς καὶ προγενέστερες ἀποφάσεις Συνοδικὲς τῶν ἐτῶν 1848, 1868, 1895.

 

Ἐξ ἄλλου δὲν εἶναι δυνατὸν νὰ ἀποσιωπᾶται ἔνοχα, διαρκῶς ἐκ μέρους μας ἡ ἰταμὴ δραστηριότητα τῆς οὐνίας, τόσο στὴν Ἑλλάδα ὅσο καὶ στὶς περιοχὲς τῶν ἄλλων ὀρθοδόξων λαῶν.  Εἶναι, δόξα τῷ Θεῷ, θαυμαστὴ ἡ ἀντίδραση καὶ ἡ ὁμολογία τοῦ Σεβασμιωτάτου Μητροπολίτου Πειραιῶς κ. Σεραφεὶμ καὶ τοῦ πανοσιολογιωτάτου Ἀρχιμανδρίτη π. Γεωργίου Καψάνη, γιὰ τὸ διορισμὸ τοῦ νέου Ἀρχι­επίσκο­που Οὐνιτῶν στὴν Ἑλλάδα κ. Δημητρίου Σαλάχα.

 

Γράφει ὁ Σεβασμιώτατος Πειραιῶς Σεραφείμ τό Μάϊο τοῦ 2008:

 

«Ἡ ἐνθρόνησις δέ ἐν μέσαις Ἀθήναις τήν 24ην λήγοντος μηνός Μαΐου ἐ.ἔ. τοῦ κ. Δημητρίου Σαλάχα ὡς Ἐπισκόπου τῶν ἐν Ἑλλάδι ἀνυπάρκτων οὐνιτῶν ἀποβάλλει τό προσωπεῖον τῆς δῆθεν ἀγαπητικῆς σχέσεως καί τῆς θεωρίας τῶν «ἀδελφῶν Ἐκκλησιῶν» καί ἀποκαλύπτει τό ἀληθές δυσειδέστατον πρόσωπον τοῦ Παπι­σμοῦ, τοῦ πλήξαντος καιρίως τήν ἀλήθειαν τῆς πίστεως καί ἐμ­μέ­νοντος σατανικῶς ἐν τῇ ἀφορήτῳ αὐτοῦ κακίᾳ».

 

Γενικότερη ἐπίσης εἶναι ἡ ἀντίδραση τῶν ὀρθόδοξων διὰ τῆς διακοπῆς τοῦ διαλόγου λόγῳ τοῦ προβλήματος τῆς Οὐνίας.  Δὲν εἶναι συμπτωματικὸ καὶ τυχαῖο ποὺ τὸ 2000 στὴ Βαλτιμόρη ναυάγησε ὁ θεολογικὸς διάλογος.  Λίγο πιὸ πρὶν τὸ 1993 στὸ Balamand εἶχε ἐπικρατήσει μία συμφωνία ἀνάμεσα στοὺς παπικοὺς καὶ στοὺς ὀρθοδόξους ποὺ ἔδινε τὴν ἐντύπωση ὅτι ὑπῆρχαν καλὲς διαθέσεις καὶ ἀπὸ τὰ δυὸ μέρη γιὰ ἀλληλοκατανόηση, προσέγγιση καὶ προώθηση τοῦ διαλόγου.  Ὅμως τὸ ἀποτέλεσμα τῆς δράσεως τῆς οὐνίας στὰ ἀνατολικὰ κράτη ἦταν ἡ δικαιολογημένη ἑξαετὴς διακοπή τοῦ θεολογικοῦ διαλόγου.  Μετὰ τὴ Βαλτιμόρη ξανάρχισε τὸ Σεπτέμβριο τοῦ 2006 στὸ Βελιγράδι ὁ διάλογος, χωρὶς ὅμως καὶ νὰ ἐκλεί­ψουν ἢ νὰ διορθωθοῦν τὰ αἴτια  τῆς προηγηθείσης ἑξαετοῦς διακο­πῆς.  Ἡ Ραβέννα καταντάει συνέχεια αὐτῆς τῆς ἐπιθετικῆς νοοτροπίας τῆς Ρώμης καὶ τῆς ἡττοπάθειας ἀπὸ πλευρᾶς Ὀρθοδόξων Συνέδρων τῆς Μικτῆς Ἐπιτροπῆς τοῦ Διαλόγου.

 

Πάντοτε ἡ ὀρθόδοξη συνείδηση, πολὺ περισσότερο τῶν ὀρθοδόξων Ἐπισκόπων καὶ ποιμένων, θεωροῦσε τὴν οὐνία ὄχι μόνο ὡς τὸν ἀπαράδεκτο Δούρειο Ἵππο τοῦ παπισμοῦ ἐναντίον τῆς ὀρθοδοξίας, ἀλλὰ καὶ τὴν πιὸ ἀνέντιμη δραστηριότητα. Διότι:

 

1) Μὲ τὸ ὀρθόδοξο σχῆμα ποὺ φέρουν οἱ οὐνίτες κληρικοί, μὲ τὰ ὀρθόδοξα ἄμφια, μὲ τὸν ὀρθόδοξο ρυθμὸ τῶν ἱερῶν ναῶν καὶ τὴν ὀρθόδοξη λατρεία μπερδεύουν τοὺς πιστούς, ἀλλὰ καὶ πολὺ περισσότερο τούς μὴ πιστοὺς καὶ τοὺς ἐγκλωβίζουν στὴν παπικὴ πλάνη.

 

2) Ἐπειδὴ ἀκριβῶς ἡ οὐνία ἔχει ἱδρυθεῖ γι’ αὐτὸ τὸ δόλιο σκοπό, τὴν ἀπόσπαση ὀρθοδόξων ἀπὸ τὴν Μία, Ἁγία, Καθολικὴ καὶ Ἀποστολικὴ Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ, γι’αὐτὸ ὄχι μόνο παραπλανᾷ, ἀλλὰ καὶ μεταφέρει στοὺς «πιστούς» της – ἱδρυτὲς καὶ παραπλανημένους – τὸ μόλυσμα τῆς αἱρέσεως μαζὶ μὲ τὴν ἀνέντιμη δολιότητα.

 

3) Εἴτε συνειδητὰ καὶ ἐν ἐπιγνώσει, εἴτε ἀσυνείδητα οἱ δράστες, οἱ κληρικοὶ τῆς οὐνίας εὐτελίζουν τὸν ἁγιοπνευματικὸ χῶ­ρο τῆς Ἁγίας Ὀρθοδοξίας καὶ ἀναλαμβάνουν τὶς εὐθύνες τῶν ἐμπαι­κτῶν τῆς Ἁγίας τοῦ Χριστοῦ Ἐκκλησίας, «ἥν περιεποιήσατο τῷ ἰδίῳ Αὐτοῦ αἵματι». Τὶς αὐτοὺς ρύσεται ἐκ τούτου τοῦ κρίματος;

 

4) Ἴσως οἱ κληρικοὶ αὐτοὶ τῆς οὐνίας νὰ μὴν ἔχουν ξεκαθαρισμένα κριτήρια χριστιανικῆς πίστεως, μᾶλλον οὔτε συνειδητοὶ παπικοὶ θὰ εἶναι, ἀφοῦ παίζουν αὐτὸν τὸν περίεργο διπλὸ ρόλο, παπικοὶ δηλαδὴ στὴν πράξη, ὀρθόδοξοι ὅμως στὴν προσωπίδα.  Διχασμένες θρησκευτικὲς προσωπικότητες, ποὺ διαθέτουν ζῆλον παπικὸν καθ’ ὑπερβολήν, διῶκτες ὅμως τελικῶς ἀποδεικνύονται τῆς Ἐκκλησίας τοῦ Χριστοῦ.  Ἐντιμότεροι καὶ εὐπιστότεροι δὲ θὰ ἦσαν, ἂν διέθεταν τὸ ἕνα καθαρὸ παπικὸ πρόσωπο καὶ μὲ τὴν ὅση χριστιανικὴ πίστη εἶχαν, πάσχιζαν ἱεραποστολικῶς γιὰ τὴ σωτηρία τῶν ἀνθρώπων;

 

Καὶ φθάσαμε στὴν Ἐλούντα τῆς Κρήτης.  Ἕνα χρόνο μετὰ τὴ Ραβέννα ξανασυνεδρίασε ἡ Συντονιστικὴ Ἐπιτροπὴ τοῦ Διαλόγου μεταξὺ Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας καὶ Ρωμαιοκαθολικῆς.  Τὰ μέλη τῆς ἐπιτροπῆς φιλοξένησε ἡ Ἱερὰ Μητρόπολη Πέτρας καὶ Χερσονήσου ἀπὸ 17 Σεπτεμβρίου ἕως 4 Ὀκτωβρίου 2008.

Τὰ μέλη τῆς ἐπιτροπῆς συνεργάσθησαν ὑπὸ τὴ συμπροεδρία τοῦ καρδιναλίου Βάλτερ Κάσπερ καὶ τοῦ ἐπίσης συμπροέδρου Μητροπολίτου Περγάμου κ. Ἰωάννου.  Προετοίμασαν, ὅπως φαίνεται, ἕνα κοινὸ κείμενο σχετικὰ μὲ τὸ ρόλο τοῦ «Ἐπισκόπου» Ρώμης στήν κοινωνία τῶν Ἐκκλησιῶν κατά τήν πρώτη χιλιετία.

Κάποια μέλη τῆς ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας ζήτησαν νὰ παρακολουθήσουν τὶς συνεδριάσεις τῆς Μικτῆς Ἐπιτροπῆς. Δὲν ἐπετράπη ὅμως ἡ εἴσοδός τους, γιατί ἡ ἐπιτροπὴ συνεδρίαζε κεκλεισμένων τῶν θυρῶν.

Φαίνεται ὅτι μετὰ ἀπὸ ἔντονη καὶ τεκμηριωμένη κριτικὴ ποὺ ἔγινε στὸ «ντοκουμέντο» τῆς Ραβέννας, ἡ ἐπιτροπὴ τῆς Ἐλούντας ἀπέφυγε τὶς πολλὲς δημοσιότητες, γιατί ἐλπίζει πὼς τὸ 2009 ἡ Κύπρος θὰ εἶναι δεκτικότερη τῶν παπικῶν πιέσεων.  Εὐελπιστοῦν ὅτι ἡ κυπριακὴ κοινωνία δὲν εἶναι τόσο ἐσωστρεφὴς ὅσο τῆς μητέρας Ἑλλάδος, ἔχουν ἄλλωστε τὸν καιρό, καὶ ἴσως εὐνοηθοῦν καὶ ἀπὸ τὶς κυπριακὲς περιστάσεις γιὰ νὰ ἐπιβάλουν τὴν οὐνιτοποίηση στὴν ὀρθόδοξη Ἐκκλησία τῆς Κύπρου καὶ μέσῳ αὐτῆς σ’ ὁλόκληρη τὴν Ὀρθοδοξία.

Ἀπὸ τὴν Ἐλούντα ἔφυγαν ἐνθουσιασμένοι οἱ σύνεδροι τῆς Μικτῆς Ἐπιτροπῆς λόγῳ τῆς ἀρχοντικῆς Κρητικῆς φιλοξενίας καὶ τῶν ἐνθουσιωδῶν λόγων τῶν θρησκευτικῶν ἀρχόντων ποὺ τοὺς κατευόδωσαν.

Δυστυχῶς ὁ οἰκουμενιστικός βηματισμός συνεχίζεται καί μετά τήν Ἐλούντα.  Σύμφωνα μέ ἀνακοινωθέν τῆς ἐπίσημης ἱστοσελίδος τοῦ Βατικανοῦ, ὁ Οἰκουμενικός Πατριάρχης συμμετέσχε στή Σύνοδο τῶν ἐπισκόπων τοῦ Βατικανοῦ ὁμιλώντας ἐνώπιον τοῦ Πάπα καί τῶν παπικῶν ἐπισκόπων τήν 18η Ὀκτωβρίου.  Ἀπευθύνθηκε στήν «Ἁγιότητά του» καί τούς «Συνοδικούς Πατέρες» εὐχαριστώ­ντας γιά τήν «ἐμπνευσμένη πρόσκληση» τοῦ Πάπα, πού τήν χαρακτήρισε ὡς «ἕνα ἱστορικό γεγονός»,  ἀφοῦ τοῦ ἔδωσε τή δυνατότητα νά «γίνει μέρος τῆς ζωῆς τῆς ἀδελφῆς Ἐκκλησίας»καί χαρακτηρίζοντας τή  Σύνοδο «ἐλπιδοφόρο».  «Θεωροῦμε αὐτό», εἶπε, δηλαδή τήν πρόσκληση « ὡς φανέρωση τοῦ ἔργου τοῦ Ἁγίου Πνεύματος πού ὁδηγεῖ τίς Ἐκκλησίες μας σέ μιά στενότερη καί βαθύτερη σχέση μεταξύ τους καί ἕνα σπουδαῖο βῆμα πρός τήν ἀποκατάσταση τῆς πλήρους μεταξύ μας κοινωνίας».  Καί συνέχισε μέ τά ἑξῆς: «Μαζί μέ τό πρωτεῖο ἡ συνοδικότητα συνιστᾷ τή ραχοκοκαλιά τῆς διοικήσεως καί τῆς ὁργανώσεως τῆς Ἐκκλησίας…  Ἔχοντας τό προνόμιο νά ἀπευθύνομαι σέ σᾶς αὐξάνονται οἱ ἐλπίδες μας ὅτι θά ἔλθει ἡ ἡμέρα κατά τήν ὁποία οἱ Ἐκκλησίες μας θά συγκλίνουν πλήρως στό ρόλο τοῦ Πρωτείου καί τῆς συνοδικότητος στή ζωή τῆς Ἐκκλησίας.  Καί σ’ αὐτό ἔχει ἀφιερώσει τή μελέτη της ἡ κοινή μας θεολογική ἐπιτροπή αὐτό τόν καιρό».  Ἀκολουθοῦν στήν ὁμιλία τοῦ Οἰκουμ. Πατριάρχου, οἱ συνήθεις «ἀνησυχίες» γιά τήν ἐξάλειψη τῆς φτώχειας, τοῦ ρατσισμοῦ καί βεβαίως τοῦ φονταμενταλισμοῦ καί πολύ ὡραῖες θεολογικές ἀναλύσεις περί τῶν εἰκόνων καί τῶν Ἁγίων.  Δυστυχῶς ἡ ὁμιλία του καταλήγει μέ τήν ἐπίκληση τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, καθώς ἀπαγγέλλει ὁλόκληρο τό «Βασιλεῦ Οὐράνιε» ἐν μέσῳ τῆς παπικῆς παρασυναγωγῆς.   Νομίζουμε ὅτι ὄχι μόνο θεο­λο­γικῶς καί ἐκκλησιολογικῶς ἦταν ἀπαράδεκτη ἡ ὁμιλία καί ἡ παρουσία τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριάρχου στήν παπική Σύνοδο, ἀλλά θεωροῦμε καί ὑποτιμητικό τῆς θέσεώς του, νά καταδεχθεῖ νά εἶναι ἕνας ἐκ τῆς πλειάδος τῶν παπικῶν εἰσηγητῶν.     Φαίνεται τέλος ἀπό τό ἀνακοινωθέν τῆς 18ης Ὀκτωβρίου ὅτι ὁ Πατριάρχης παρίστατο καί στόν παπικό Ἑσπερινό τοῦ Σαββάτου πού ἐτελέσθη ὑπό τήν χοροστασία τοῦ Πάπα καί τήν παρουσία μελῶν τοῦ προεδρείου, 60 καρδιναλίων, 170 παπικῶν ἀρχιεπισκόπων καί ἐπισκόπων, 200 ἱερέων καί πολλῶν λαϊκῶν.

Ἡ παπικὴ ἀπολυταρχικὴ νοοτροπία ἔχει κατά καιροὺς ἐπηρεάσει καὶ τὴ δική μας Ὀρθόδοξη ἀντίληψη, περὶ Ἐκκλησίας.  Σὲ διάφορες πνευματικὲς ἐκκλησιαστικὲς εὐκαιρίες, ἑορτές, πανηγύρεις, ἐπισκοπικὰ συλλείτουργα, ἀκούγονται κάποιες ἀπόψεις τοῦ τύπου ὅτι ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία μας εἶναι ἐπισκο­πο­κεντρική. Ἐκφωνοῦνται παραπλήσιες ἐκφράσεις καὶ θέσεις ποὺ μειώνουν τὴ Συνοδικὴ μακρὰ ἐμπειρία καὶ ζωὴ τῆς Ἐκκλησίας μας. Δυστυχῶς γράφτηκε κάποια στιγμὴ καί στὸ ἐπίσημο περιοδικὸ τῆς Ἐκκλησίας μας ποὺ ὀνομάζεται «Ἐκκλησία», πρὸ πενταετίας περίπου, ὅτι ἡ Ἱερὰ Σύνοδος τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος εἶναι ἀλάνθαστη.  Δὲν υἱοθετοῦμε ἔτσι παπικὲς τακτικές;

Ὅμως, δόξα τῷ ἐν Τριάδι Θεῷ ὑπάρχουν πολλὲς ἀσφαλι­στικὲς δικλεῖδες στὴν ἁγία Ὀρθοδοξία μας ποὺ διορθώνουν τὶς ἐγωιστικές μας ἀτέλειες καὶ ἐπαναφέρουν τὸ λόγο, τὴν πίστη καὶ τὴ ζωή μας στὴν ἀληθινὴ Συνοδικότητα, ποὺ βασίζεται ἀρχετυπικὰ στὴν ἄκρως ἁπλῆ καὶ ταπεινὴ ζωὴ τοῦ Κυρίου μας, στὴ μαρτυρικὴ ζωὴ τῶν Ἁγίων Ἀποστόλων καὶ στὴν ὁμολογιακὴ καὶ ἀσκητικὴ ζωὴ τοῦ χριστεπωνύμου πληρώματος τῆς Ὀρθοδοξίας μας, ποὺ ἁγιάζε­ται μέσα στὶς ὀρθόδοξες ἐνορίες καὶ στὶς ἱερὲς μονές μας.

 

Γράφει ὁ π. Γεώργιος Καψάνης:

«Ἔπειτα ἡ ἕνωσις ποὺ ἐπιχειρεῖται, ἔστω καὶ ἐάν καλῶς προετοιμάζεται ἐδῶ καὶ ἀρκετές δεκαετίες ἀπὸ τὸ Βατικανὸ, δὲν θὰ γίνει ἀποδεκτὴ ἀπό πολλούς Ὀρθοδόξους καὶ θὰ συντελέσει στὴν διάσπαση τῆς Ὀρθοδοξίας, ἐπειδὴ θὰ γίνει χωρὶς νὰ ἐπιλυθοῦν οὐσιαστικὰ οἱ δογματικές διαφορὲς, χωρὶς οἱ Ρωμαιοκαθολικοὶ νὰ ἀπαρνηθοῦν τὰ αἱρετικὰ δόγματα (filioque, Πρωτεῖον, Κτιστή Χάρις κ.λ.π.), ἀλλὰ μὲ ἐπανερμηνεία των κατὰ τρόπο ἀνώδυνο γιὰ τὸ Βατικανὸ καὶ ἀποδεκτὸ ἀπὸ τοὺς Ὀρθοδόξους.

Βέβαια ἡ ἐκκοσμικευμένη κοινωνία μας, ποὺ γαλουχεῖται μὲ τὰ συνθήματα τῆς Παγκοσμιοποιήσεως καὶ τῆς Νέας Ἐποχῆς δὲν ἔχει τὴν δογματική εὐαισθησία τῶν Ὀρθοδόξων ποὺ κάποτε ἀπεδοκίμασαν τὶς ἀποφάσεις τῆς «ἑνωτικῆς» Συνόδου Φεράρας-Φλωρεντίας.  Ὑπάρχει ἐν τούτοις καὶ σήμερα λαὸς τοῦ Θεοῦ, τὸ προφητικόν λεῖμμα συνειδητῶν Ὀρθοδόξων, οἱ ὁποῖοι θά ἀντιστα­θοῦν σέ κάθε μορφή ἑνώσεως, ἡ ὁποία δέν θά γίνει ἐν τῇ ἀληθείᾳ τῆς Ὀρθοδόξου Πίστεως.  Ἡ ἀνησυχία πολλῶν Ὀρθοδόξων γιά ὅσα συνέβησαν τελευταῖα, ἀποδεικνύει ὅτι ἡ Ὀρθόδοξος συνείδησις λειτουργεῖ».

 

Σέ συνέντευξη πού ἔδωσε στήν ἐφημερίδα «Σημερινή» τῆς Κύπρου στίς 20 Ὀκτωβρίου 2008 ὁ Μητροπολίτης Λεμεσοῦ Ἀθανάσιος ὁμολογεῖ: «ὅτι τὸ Βατικανόν μετέτρεψε τὴν Ἐκκλησίαν εἰς κράτος κι’ αὐτὸ εἶναι μία τεραστία πλάνη τῶν Παπικῶν. Ἀκολούθως ἐπι­σημαίνει ὅτι εἰς τοὺς Διαλόγους μὲ ἀλλοθρήσκους καὶ ἑτεροδόξους ὑπάρχουν καὶ τὰ ὅρια, τὰ ὁποῖα θέτουν οἱ Ἱεροί Κανόνες. Δὲν ἐπιτρέπεται νὰ δίνουμε στὸν κόσμο τὴν ἐντύπωση ὅτι ἄλλες ὁμολογίες, τὰ ἄλλα Δόγματα καὶ οἱ ἄλλες θρησκεῖες εἶναι ἕνας ἄλλος δρόμος ποὺ καταλήγει στὸ ἴδιο ἀποτέλεσμα, δηλαδή στὸν ἴδιο Θεό. Αὐτὸ φέρνει σύγχυση καὶ δὲν ἀνταποκρίνεται εἰς τὴν ἀλήθειαν. Ἡ Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ εἶναι ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία».

 

Ὅσον ἀφορᾷ στὸ κείμενο τῆς Ραβένας διαφωνεῖ ὁ ἅγιος Λεμεσοῦ.  Χαρακτηριστικά λέγει: «Οὐδόλως ἀποποιεῖται ἡ Ρωμαιοκαθολική «Ἐκκλησία», τὸ πρωτεῖο, ἀλλά κατά τὴ δική μου ἄποψη, ὅπως καὶ πολλῶν ποὺ τὸ μετησαν, μ’ ἕνα πολὺ λεπτὸ καὶ εὔφημο τρόπο, μᾶς ὁδηγεῖ πρὸς τὴν ἀναγνώριση τοῦ πρωτείου. Προσωπικὰ εὔχομαι καὶ προσεύχομαι κάποια μέρα ὅλοι οἱ ἄνθρωποι νὰ ἑνωθοῦν μὲ τὴν ἁγία Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ μας καὶ νὰ γίνουν μέλη τῆς Ἐκκλησίας. Αὐτὸ εἶναι εὐχή ὅλης τῆς Ἐκκλησίας. Δὲν θεωρῶ ὅτι ὑπάρχουν πολλές Ἐκκλησίες. Γιὰ μένα, ὅπως καθημερινά λέμε στὴ Θεία Λειτουργία καὶ στὸ Βάπτισμά μας, ἡ Ἐκκλησία εἶναι Μία, Ἁγία, Καθολική, Ἀποστολικὴ Ἐκκλησία. Καὶ αὐτή ἡ Ἐκκλησία εἶναι ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία». 

 

Διαχρονική παραμένει ἡ ρήση τοῦ μακαριστοῦ ἁγίου Γέροντας π. Ἰουστίνου Πόποβιτς, τεραστίας μορφώσεως καὶ ἐν Χριστῷ διακρίσεως, πού ἔλεγε ὅτι τρεῖς εἶναι οἱ μεγάλες πτώσεις  στὴν ἱστο­ρία τοῦ ἀνθρωπίνου γένους: Τοῦ Ἀδὰμ, τοῦ Ἰούδα καὶ τοῦ Πάπα.

 

 

Συμπεράσματα:

 

1) Ἀπὸ τὴν προηγηθεῖσα ἔρευνα φαίνεται καθαρὰ ἡ παπικὴ προέλευση τοῦ «ντοκουμέντου» τῆς Ραβέννας.

 

2) Ἀπὸ τὸ περιεχόμενο τοῦ «ντοκουμέντου» ἀποδεικνύεται ἡ παπικὴ μεροληψία. Ἔντεχνα, παπικῷ τῷ τρόπῳ, καταβάλλεται ἡ προσπάθεια νὰ φανεῖ ἡ ὁμοιότητα τῆς διοίκησης καὶ στὴν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία καὶ στὴν Παπικὴ κατὰ τὴν πρώτη χιλιετία.

 

3) Πρέπει νὰ γίνει σὲ ὅλους μας κατανοητὴ ἡ βεβαιότητα ποὺ ἱστορικά, ἐπιστημονικὰ ἔχει ἀποδείξει ὁ ἅγιος Νεκτάριος καὶ ὄχι μόνο, ὅτι οὐδέποτε πῆγε στὴ Ρώμη ὁ Ἀπόστολος Πέτρος.

 

4) Ποτὲ ἡ ἑνωμένη Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ τῆς πρώτης χιλιετίας, οὔτε μεταγενέστερα ἡ Ἀνατολική Ἐκκλησία, δὲν πίστεψε ὅτι διοικεῖ τὴν Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ ἕνας πρῶτος στὴν κορυφὴ κάποιας πυραμίδας.

Ποτέ ἡ ἔννοια τοῦ πρώτου, τοῦ Οἰκουμενικοῦ στὴν Ἀνατολὴ δὲν εἶχε τὴν ἴδια σημασία, ὅπως ἱστορικά, θεσμικὰ καὶ διοικητικά, διεκδικητικὰ ἡ μοναρχικὴ θέση τοῦ Πάπα στὴ Δύση.  Κλῆρος καὶ λαὸς πολὺ θὰ πρέπει νὰ προσέχουμε γιὰ νὰ μὴν ἐξισωθεῖ ἐκκο­σμι­κευτικὰ ὁ παναγιώτατος Οἰκουμενικὸς Πατριάρχης μας μὲ τὴν ἀντί­στοιχη θέση, στάση, νοοτροπία τοῦ Ρωμαίου Ποντίφηκα, ἀνὰ τὴν οἰκουμένη, μέσα στὴν ὁσημέραι παγκοσμιοποιούμενη νέα ἐποχή.

 

5) Καὶ στὶς τοπικὲς Συνόδους, ἀλλὰ κυρίως στὶς Οἰκουμενικὲς δὲν διακρίνονταν τὰ τρία ἐπίπεδα συνοδικότητας, τὸ τοπικό, τὸ ἐπαρχιακὸ καὶ τὸ παγκόσμιο.  Θεωροῦσαν, ὅπως φαίνεται ἀπαραίτητο ἤδη ἀπὸ τὴν 1η Οἰκουμενικὴ Σύνοδο, οἱ κατὰ τόπους ἐπίσκοποι νὰ ἔχουν μαζί τους καὶ πρεσβυτέρους καὶ διακόνους γιὰ νὰ  νομιμοποιεῖται καὶ νὰ φανερώνεται ὑπὸ τὴν εὐρύτερη ἔννοια ἡ καθολικὴ Ἐκκλησία καὶ νὰ ἔχει τὶς προϋποθέσεις, πολλῆς συζητήσεως γιγνομένης, ἐλευθέρως τοῦ φωτισμοῦ καὶ τῆς ἐπιπνοίας τοῦ Ἁγίου Πνεύματος.

Ἀντίθετα ὁ Παπισμὸς σκληρὰ καὶ συστηματικὰ ἐργά­στηκε γιὰ τὴν αὐστηρὴ ὀργάνωση τῶν τριῶν ἐπιπέδων διοίκησης τῆς ἐκκλησίας, τοῦ τοπικοῦ, τοῦ ἐπαρχιακοῦ καί τοῦ παγκόσμιου γιὰ νὰ δικαιολογεῖ στὴν κορυφή, τὴ συγκέντρωση τῆς ἐξουσίας στὸ πρόσωπο τοῦ Πάπα.  Αἰῶνες τώρα χαλκεύτηκε τὸ συγκεντρωτικὸ σύστημα διοίκησης.

 

6) Οἱ ὀρθόδοξες ἐνορίες καὶ τὰ ὀρθόδοξα μοναστήρια ποτὲ δὲν πολιτεύονταν καὶ δὲ ζοῦσαν κάτω ἀπὸ αὐστηρὴ διοικητικὴ ἐξουσία ἐπισκοπικὴ ἤ ἀρχιεπισκοπικὴ ἤ πατριαρχική. Τὸ ἴδιο καὶ οἱ ἱερὲς Μητροπόλεις μας.  Σεβόμαστε καὶ ὑπακούουμε τοὺς σεβασμιωτάτους ποιμενάρχες μας, χωρὶς νὰ αἰσθανόμαστε τὴν ἀσφυξία τῶν κοσμικῶν πιεστικῶν διοικητικῶν δομῶν.

 

7) Ἡ καθαρότητα καὶ ἡ ὀρθότητα τοῦ Τριαδικοῦ δόγματος στὴν Ἁγία Ὀρθοδοξία μας δημιούργησε τὴν ἀληθινὴ Συνοδικότητα, ποὺ δὲν ἔχει καμιὰ σχέση μὲ τὴν ὀνόματι μόνο παπικὴ Συνοδικότητα ποὺ εἶναι ἀποτέλεσμα τοῦ παπικοῦ δόγματος τοῦ filioque.  Τὸ πρόσωπο τοῦ Κυρίου μας Ἰησοῦ Χριστοῦ καὶ ὡς τελείου Θεοῦ καὶ ὡς τελείου ἀνθρώπου ποτὲ καὶ πουθενὰ δὲν ἐπέβαλε τὸ θέλημά Του.  Σταυρώθηκε, μὰ δὲ σταύρωσε κανένα. Μόνο ἡ Ἁγία Ὀρθοδο­ξία μας πολιτεύθηκε κατὰ τὸ ἅγιο θέλημά Του.

 

8) Ἐπιτρέψτε μου νὰ κλείσω τὴν πενιχρὰ ὁμιλία μου ἐπιστρέφοντας καὶ πάλι στὸ μεστὸ καὶ διαυγέστατο κείμενο τοῦ ὁμολογητοῦ καθηγητοῦ κ. Ἰωάννου Κορναράκη. Διαβάζω τὴν πιὸ περιεκτικὴ παράγραφο τῆς κριτικῆς του γιὰ τὸ «ντοκουμέντο»: «Ἡ μετάδοση τῆς Θείας Χάριτος, σὲ κάθε περίπτωση στὴν Κ. Δ., δὲν νοεῖται ὡς ἐξουσία (ὑπογραμμισμένη), δηλαδὴ δυναμικὴ ἢ πιεστικὴ ἐπὶ τῆς ἐλευθερίας τοῦ πιστοῦ. Ἐξάλλου τὴν ἐξουσία, ὡς συμπεριφορὰ ὑπεροχῆς ἢ ἀναγκασμοῦ τὴν ἔχει ἤδη καταδικάσει ὁ Κύριος! Ὅταν κάποιος ἀπολυτοποιεῖ τὴν αὐθεντία ὡς ἐξουσία, ὅταν ἀξιώνει νὰ εἶναι ὁ μείζων, ὁ πρῶτος, ὁ μοναδικὸς ἢ ὁ παντοκράτωρ τῆς οἰκουμένης, εὑρίσκεται ἐκτὸς τῆς χάριτος τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, ἐπειδὴ ἡ χάρις τοῦ Ἁγίου Πνεύματος δὲν νοεῖται ὡς ἐξουσία, μὲ ἔμφαση στὴν ὑπεροχικὴ της δυναμική! Ποιὸς εἶναι ἀλήθεια ὁ μείζων; «Ὁ μείζων ἐν ὑμῖν γινέσθω ὡς νεώτερος καὶ ὁ ἡγούμενος ὡς ὁ διακονῶν… ἐγὼ δὲ εἰμὶ ἐν μέσῳ ἡμῶν ὡς ὁ διακονῶν» (Λουκ. 22, 24-27).  Καὶ ἀσφαλῶς ὁ Πέτρος, στὸ μάθημα αὐτὸ τοῦ Κυρίου γιὰ τὴ διακονία τῆς αὐθεντίας, θὰ ἐγκολπώθηκε τὸν λόγο αὐτὸ τοῦ Κυρίου καὶ ὁλοκλήρωσε τὴν διακονία αὐτὴ μὲ τὸ μαρτύριό του!… Καὶ ὄχι μὲ τὴν αἰώνια ἀπαίτηση γιὰ κανένα πρωτεῖο».

 

Δοξάζουμε τὸν Πατέρα καὶ τὸν Υἱὸ καὶ τὸ Πανάγιο Πνεῦμα γιατί ἔχει τοποθετήσει στὸ πηδάλιο τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος ἄνδρα μὲ μαρτυρικὸ βίο καὶ ὀρθόδοξη μαρτυρία καὶ κυρίως μὲ εὐαισθησία Συνοδικὴ καὶ στὴ θεωρία καὶ στὴν πράξη.

 

Ὁ Μακαριώτατος Ἀρχιεπίσκοπος Ἀθηνῶν καὶ πάσης Ἑλλάδος κ. Ἱερώνυμος διακρίνεται δόξα τῷ Θεῷ γιὰ τὴν ἐγνωσμένη καὶ σύμφυτη Συνοδική του νοοτροπία καθὼς καὶ οἱ Σεβασμιώτατοι Συνοδικοὶ Ἀρχιερεῖς.  Ἀναμένουμε υἱκῶς τὴ Συνοδικὴ Ὀρθόδοξη ἀντίδραση στὸ «ντοκουμέντο» τῆς Ραβέννας, τὸ ὁποῖο δὲν σχολίασε ἀρνητικὰ ἡ Συνάντηση τῆς Ἐλούντας.  Ἡ μικτὴ Ἐπιτροπὴ ἑτοιμάζεται δριμύτερη τὸ 2009 στὴν Κύπρο νὰ ἀναγνωρίσει ἐνδεχομένως τὸ Παπικὸ Πρωτεῖο ὡς Πρωτεῖο διακονίας ἤ κάτι παρεμφερές.  (Πρωτεῖο πάντως γιὰ ὅλη τὴν Ἐκκλησία).

 

Ἂς προσευχόμαστε νηφάλια καὶ θερμὰ νὰ δώσει ὁ Κύριος τὸν κατάλληλο φωτισμὸ σὲ ὅλους μας, κυρίως ὅμως στοὺς Ἁγίους Ποιμένες μας ὥστε τὸ παπικὸ «ντοκουμέντο» νὰ ἀποσυρθεῖ χωρὶς ἀπώλειες τῆς δικῆς μας ἐσωτερικῆς καὶ ἐξωτερικῆς ὀρθοδόξου ἑνότητος, μήπως καὶ κάποτε ὁ Θεὸς δώσει, νὰ μετακινηθεῖ καὶ ἡ Παπικὴ ἀδιαλλαξία.