Νι­κο­λά­ου Ντα­νυ­λέ­βυτ­ς

(Φοι­τη­τοῦ τῆς Θε­ο­λο­γι­κῆς Ἀ­κα­δη­μί­ας τῆς Μό­σχας)

 

 

ΤΟ  ΠΝΕΥ­ΜΑ­ΤΙ­ΚΟ ΚΙ­ΝΗ­ΜΑ ΤΩΝ  ΚΟΛ­ΛΥ­ΒΑ­ΔΩΝ

 

 

Ὁ μο­να­χι­σμὸς ὑ­πῆρ­χε πά­ντο­τε ὁ σθε­να­ρὸς πρό­μα­χος τῆς ὀρ­θο­δό­ξου πί­στε­ως καὶ ὁ θε­μα­το­φύ­λα­κας τῶν ἱ­ε­ρῶν πα­ρα­δό­σε­ων τῆς Ἐκ­κ­λη­σί­ας. Πο­λὺ συ­χνὰ ὅ­μως οἱ μο­να­χοὶ ἐ­δι­ώ­χθη­καν καὶ βα­σα­νί­στη­καν ἐξ αἰ­τί­ας τῶν ἀ­κλο­νή­των θρη­σκευ­τι­κῶν πε­ποι­θή­σε­ών τους καὶ τοῦ ἀ­γῶ­να τους ὑ­πὲρ τῆς Ὀρ­θο­δο­ξί­ας. Ἔ­τσι εἶ­ναι γνω­στοὶ οἱ ἀ­γῶ­νες τῶν μο­να­χῶν ὑ­πὲρ τῶν ἱ­ε­ρῶν Εἰ­κό­νων, κα­τὰ τὴν δι­άρ­κει­α τῆς Εἰ­κο­νο­μα­χί­ας τὸν Ηʹ καὶ Θʹ αἰ. Μὲ αὐ­τὴ τὴν στά­ση ὁ μο­να­χι­σμὸς πολ­λὲς φο­ρὲς δι­α­τη­ροῦ­σε ὄ­χι μό­νον τὴν κα­θα­ρό­τη­τα τῆς πί­στε­ως τῆς Ἐκ­κ­λη­σί­ας, ἀλ­λὰ καὶ ἐ­νί­σχυ­ε τὴν πνευ­μα­τι­κὴ ζω­ὴ τοῦ ὀρ­θο­δό­ξου λα­οῦ καὶ τὸν βο­η­θοῦ­σε νὰ ἐ­πι­ζή­σει, "νὰ δι­α­σώ­σει τὴν αὐ­το­συ­νει­δη­σί­α του καὶ τὴν ἱ­ε­ρὴ ἀ­νά­μνη­ση ὅ­τι ἀ­πο­τε­λεῖ ἕ­να πε­ρι­ού­σι­ο λα­ὸ τοῦ Θε­οῦ" (1).

Τὸν ΙΔʹ αἰ­ῶ­να, στὰ χρό­νι­α τῆς πα­ρα­κμῆς τῆς Βυ­ζα­ντι­νῆς Αὐ­το­κρα­το­ρί­ας, μέ­σα στὶς ἐ­σω­τε­ρι­κὲς καὶ ἐ­ξω­τε­ρι­κὲς ἀ­κα­τα­στα­σί­ες, ποὺ εἶ­χαν ἤ­δη προ­κα­λέ­σει ὄ­χι μό­νο μί­α κρί­ση κοι­νω­νι­κῶν δο­μῶν, ἀλ­λὰ καὶ μί­α βα­θύ­τε­ρη πνευ­μα­τι­κὴ κρί­ση, ἐμ­φα­νί­σθη­κε ὁ Ἡ­συ­χα­σμός. Αὐ­τὸ τὸ φαι­νό­με­νο, ποὺ ἦ­ταν γνή­σι­α ἔκ­φρα­ση τῆς Ὀρ­θο­δο­ξί­ας, ἡ πε­μπτου­σί­α της, θὰ λέ­γα­με, δὲν ἦ­ταν μό­νον μί­α ὀρ­θό­δο­ξη θε­ω­ρη­τι­κὴ ἀ­πά­ντη­ση στὰ σύγ­χρο­νά του φι­λο­σο­φι­κὰ καὶ θε­ο­λο­γι­κὰ προ­βλή­μα­τα, ἀλ­λὰ καὶ τὸ ὑ­πό­βα­θρο τῆς ἐ­πι­βι­ώ­σε­ως τῶν ὀρ­θο­δό­ξων λα­ῶν καὶ τῆς κα­θο­λι­κῆς αὐ­το­συ­νει­δη­σί­ας τῆς Ἐκ­κ­λη­σί­ας στὰ ἐ­περ­χό­με­να χρό­νι­α τῶν δει­νῶν τῆς Τουρ­κο­κρα­τί­ας (2). Τὸ κί­νη­μα τοῦ Ἡ­συ­χα­σμοῦ ξε­κί­νη­σε ἀ­πὸ τὴν "Ἀ­κρό­πο­λη τῆς Ὀρ­θο­δο­ξί­ας", τὸ Ἅ­γι­ον Ὄ­ρος. Ὁ ἐ­ξο­χώ­τε­ρος ἐκ­πρό­σω­πός του ἀ­νε­δεί­χθη ὁ Ἅ­γι­ος Γρη­γό­ρι­ος ὁ Πα­λα­μᾶς, ἀρ­χι­κὰ ἁ­γι­ο­ρεί­της μο­να­χὸς καὶ με­τέ­πει­τα Ἀρ­χι­ε­πί­σκο­πος Θεσ­σα­λο­νί­κης (+1359).

Γε­νι­κὰ στὴν ἱ­στο­ρί­α τοῦ Ἁ­γί­ου Ὄ­ρους ἀ­να­φέ­ρο­νται πολ­λὲς προ­σπά­θει­ες τῶν μο­να­χῶν του νὰ ἐμ­βα­θύ­νουν στὸ πνεῦ­μα τῆς Ὀρ­θο­δο­ξί­ας, καὶ μί­α ἀ­πὸ αὐ­τὲς, ὅ­πως ἀ­να­φέ­ρα­με, ἦ­ταν ἡ δι­δα­σκα­λί­α τοῦ Ἡ­συ­χα­σμοῦ. Ἀλ­λὰ σι­γὰ-σι­γὰ αὐ­τὴ ἡ δι­δα­σκα­λί­α τῆς ἡ­συ­χα­στι­κῆς πα­ρα­δό­σε­ως φαί­νε­ται νὰ λη­σμο­νή­θη­κε. Ἀ­πὸ τὴν πο­λύ­χρο­νη ἀ­φά­νει­ά της, ὅ­μως, τὴν ἔ­βγα­λε καὶ τὴν ξα­να­ζω­ντά­νευ­σε ἕ­να ἄλ­λο μο­να­χι­κὸ κί­νη­μα, λι­γό­τε­ρο γνω­στὸ, ἀλ­λὰ ἐξ ἴ­σου σπου­δαῖ­ο, σύμ­φω­να μὲ τὰ ἀ­πο­τε­λέ­σμα­τά του, τὸ κί­νη­μα τῶν Κολ­λυ­βά­δων. Τὸ ἀ­ντι­κεί­με­νο τοῦ ἀ­γῶ­να τους ἦ­ταν ἡ ἀ­να­γέν­νη­ση τῆς λει­τουρ­γι­κῆς καὶ πνευ­μα­τι­κῆς ζω­ῆς τῆς Ἐκ­κ­λη­σί­ας καὶ τοῦ ὀρ­θο­δό­ξου λα­οῦ κα­τὰ τὸν Ι­Ηʹ αἰ­ῶ­να. Τὸ κί­νη­μα τῶν Κολ­λυ­βά­δων, ἢ ὅ­πως τὸ ὀ­νο­μά­ζει ὁ Σέρ­βος ἀρ­χιμ. Ἀμ­φι­λό­χι­ος Ρά­ντο­βιτς, (νῦν Μη­τρο­πο­λί­της Μαυ­ρο­βου­νί­ου), ἡ "Φι­λο­κα­λι­κὴ ἀ­να­γέν­νη­σις" (3), ἔ­δω­σε τὴν ὀρ­θό­δο­ξη ἀ­πά­ν­τη­ση στὶς ἀ­παι­τή­σεις καὶ τὸ πνεῦ­μα τῆς ἐ­πο­χῆς: στὸν Δι­α­φω­τι­σμὸ καὶ τὸν δυ­τι­κὸ ὀρ­θο­­λο­γι­σμὸ, δι­και­ώ­νο­ντας τὴν γε­νι­κὴ προσ­δο­κί­α τῆς ἀ­να­γεν­νή­σε­ως τῆς ζω­ῆς τῆς Ἐκ­­­κλη­σί­ας.

 

1.  Η  Ε­ΠΟ­ΧΗ

 

Γι­ὰ νὰ κα­τα­λά­βο­με κα­λύ­τε­ρα τὸν χα­ρα­κτῆ­ρα τοῦ ἀ­φυ­πνι­στι­κοῦ αὐ­τοῦ κι­νή­μα­τος πρέ­πει νὰ ποῦ­με λί­γα λό­γι­α γι­ὰ τὴν πνευ­μα­τι­κὴ ζω­ὴ τῆς Ἑλ­λά­δος κα­τὰ τὸν Ι­Ηʹ αἰ­ῶ­να.

Με­τὰ τὴν Ἅ­λω­ση τῆς Κων­στα­ντι­νου­πό­λε­ως (1453) πολ­λοὶ Ἕλ­λη­νες λό­γι­οι ἄρ­χι­σαν νὰ φεύ­γουν στὴν Δύ­ση. Ἔ­φευ­γε ἐ­κεῖ καὶ ἡ νε­ο­λαί­α μὲ σκο­πὸ νὰ ἀ­πο­κτή­σει τὶς γνώ­σεις, ἀ­φοῦ δὲν εἶ­χε τὴν δυ­να­τό­τη­τα νὰ κά­νει αὐ­τὸ στὴν πα­τρί­δα της, ποὺ πα­ρέ­με­νε στὸ σκο­τά­δι τῆς ἀ­μα­θεί­ας. Πολ­λοὶ, ὅ­μως, ἀ­πὸ αὐ­τοὺς ἐ­πέ­στρε­φαν πά­λι μὲ εὐ­γε­νεῖς σκο­ποὺς νὰ ἐ­ξα­λεί­ψουν τὸ σκο­τά­δι αὐ­τό, νὰ βο­η­θή­σουν τὸ γέ­νος τους. Τὸ φαι­νό­με­νο αὐ­τὸ δι­ευ­ρύν­θη­κε πε­ρισ­σό­τε­ρο κα­τὰ τὸν Ι­Ηʹ αἰ­ῶ­να. Ἦ­ταν μί­α πε­ρί­ο­δος κα­τὰ τὴν ὁ­ποί­α ὅ­λοι ἀ­να­ζη­τοῦ­σαν τὴν ἀ­να­γέν­νη­ση τῆς πνευ­μα­τι­κῆς ζω­ῆς τοῦ ὑ­πό­δου­λου ὀρ­θο­δό­ξου γέ­νους. Ἡ ἀ­ντί­λη­ψη, ὅ­μως, πε­ρὶ τῆς ἀ­να­γεν­νή­σε­ως δι­ε­χώ­ρι­σε τοὺς ὀ­πα­δοὺς αὐ­τῆς τῆς προ­σπα­θεί­ας σὲ δύ­ο ὁ­μά­δες: σὲ Φι­λε­λευ­θέ­ρους καὶ σὲ Πα­ρα­δο­σι­α­κούς.

 Οἱ πρῶ­τοι στη­ρί­ζο­νταν στὴν πο­λι­τι­στι­κὰ πι­ὸ ἀ­να­πτυ­γμέ­νη Δύ­ση, προ­βάλ­λο­ντας τὶς δυ­τι­κὲς ἀρ­χὲς τῆς φι­λο­σο­φί­ας, παι­δεί­ας καὶ ἐ­πι­στή­μης. Οἱ δεύ­τε­ροι δέ­χο­νταν κυ­ρί­ως τὴν ἐκ­κ­λη­σι­α­στι­κὴ παι­δεί­α καὶ στη­ρί­ζο­νταν στὴν πα­τρο­πα­ρά­δο­τη κλη­ρο­νο­μι­ά. Ἡ ἀ­λή­θει­α εἶ­ναι ὅ­τι οἱ πρῶ­τοι εἶ­χαν πε­ρισ­σό­τε­ρους ὀ­πα­δούς, οἱ ὁ­ποῖ­οι γο­η­τεύ­θη­καν ἀ­πὸ τὴν Δύ­ση, ἀ­πὸ τὸ πρα­κτι­κὸ πνεῦ­μα της, ἀ­πὸ τὴν πει­στι­κό­τη­τα τῆς λο­γι­κῆς της καὶ ἀ­πὸ τὴν ἐ­πι­στη­μο­νι­κή της πρό­ο­δο. Σὲ με­γά­λο βα­θμὸ οἱ Φι­λε­λεύ­θε­ροι κέρ­δι­σαν λό­γῳ τῆς ἀ­δυ­να­μί­ας τῶν Πα­ρα­δο­σι­α­κῶν νὰ δι­και­ο­λο­γή­σουν θε­ω­ρη­τι­κὰ καὶ λο­γι­κὰ τὴν στά­ση τους καὶ νὰ ὑ­πε­ρα­σπι­σθοῦν τὴν πα­ρά­δο­ση καὶ τὸν ἐκ­κ­λη­σι­α­στι­κὸ τρό­πο ζω­ῆς, ἔ­να­ντι τοῦ δυ­τι­κοῦ Δι­α­φω­τι­σμοῦ.

Σὲ αὐ­τὴν τὴν ἱ­στο­ρι­κὴ στι­γμὴ ἐμ­φα­νί­σθη­κε τὸ κί­νη­μα τῶν Κολ­λυ­βά­δων, ποὺ ἦλ­θε γι­ὰ νὰ δώ­σει ἀ­πά­ντη­ση σὲ αὐ­τὰ τὰ ἐ­ρω­τή­μα­τα καὶ πα­ρου­σι­ά­σθη­κε ὡς ἰ­σχυ­ρὸ ἀ­ντί­βα­ρο στὸν ὀρ­θο­λο­γι­σμὸ τῶν "νέ­ων φι­λο­σό­φων" (4). Ἔ­τσι ὄ­χι μό­νο προ­σέ­φε­ρε στὶς χο­ρεῖ­ες τῶν Ἁ­γί­ων νέ­α ὀ­νό­μα­τα, ὅ­πως: τοῦ Ἁ­γί­ου Νι­κο­δή­μου τοῦ Ἁ­γι­ο­ρεί­του, τοῦ Ἁ­γί­ου Μα­κα­ρί­ου τοῦ Νο­τα­ρᾶ καὶ τοῦ Ἁ­γί­ου Ἀ­θα­να­σί­ου τοῦ Πα­ρί­ου, ἀλ­λὰ καὶ ἄ­σκη­σε βα­θει­ὰ ἐ­πί­δρα­σι στὴν κοι­νω­νι­κὴ καὶ πνευ­μα­τι­κὴ ζω­ὴ τῆς Ἑλ­λά­δος. Ἐ­πη­ρέ­α­σε λ.χ. σὲ με­γά­λο βα­θμὸ τοὺς δύ­ο με­γά­λους λο­γο­τέ­χνες, τοὺς δύ­ο Ἀ­λε­ξάν­δρους τῆς Σκι­ά­θου, τὸν Πα­πα­δι­α­μά­ντη καὶ τὸν Μω­ραϊ­τί­δη.  Ἀλ­λὰ πρὶν νὰ βγά­λο­με συ­μπε­ρά­σμα­τα γι­ὰ τὸ τί προ­σέ­φε­ρε αὐ­τὸ τὸ κί­νη­μα, πρέ­πει νὰ δοῦ­με ἐν συ­ντο­μί­ᾳ τὴν ἱ­στο­ρί­α του.

 

 

2.  Η  Α­ΦΟΡ­ΜΗ

 

Τὸ ἀ­να­μορ­φω­τι­κὸ κί­νη­μα τῶν Κολ­λυ­βά­δων ξε­κί­νη­σε ἀ­πὸ τὸ Ἅ­γι­ον Ὄ­ρος. " Ἡ ἀρ­χὴ του θὰ μπο­ροῦ­σε ἴ­σως νὰ ξα­φνι­ά­σει κά­ποι­ον ἢ νὰ τὸν ἐ­ξα­πα­τή­σει μὲ τὴν ἐ­ντύ­πω­ση ὅ­τι ἐ­πρό­κει­το γι­ὰ μι­ὰ ρη­χὴ, ἐ­πι­φα­νει­α­κὴ κί­νη­σι, γε­νο­μέ­νη ἀ­πὸ ἀν­θρώ­πους μὲ στε­νὲς ἀ­ντι­λή­ψεις. Ἀλ­λ᾿ εἴ­πα­με ὅ­τι αὐ­τὸ θὰ ἦ­ταν μι­ά ἀ­πά­τη, γι­α­τὶ ἡ συ­νέ­χει­α ἀ­πο­κα­λύ­πτει ἀ­προσ­δό­κη­τες πτυ­χὲς καὶ ἡ ἔ­ρευ­να φέρ­νει στὸ φῶς λα­μπρὲς σε­λί­δες καὶ με­γά­λες μορ­φές" (5).

Τὸ Κί­νη­μα αὐ­τὸ ἐμ­φα­νί­σθη­κε ἀ­πὸ μί­α ἔ­ρι­δα. Ἡ πρώ­τη ἀ­φορ­μὴ γι­ὰ τὴν ἔ­ρι­δα αὐ­τὴ δό­θη­κε ἀ­πὸ τοὺς μο­να­χοὺς τῆς Σκή­της τῆς Ἁ­γί­ας Ἄν­νης, τοῦ Ἁ­γί­ου Ὄ­ρους. Οἱ μο­να­χοὶ αὐ­τοὶ ἄρ­χι­σαν τὸ 1750 νὰ κτί­ζουν τὸ και­νούρ­γι­ο Κυ­ρι­α­κό, (δη­λα­δὴ τὴν κε­ντρι­κὴ ἐκ­κ­λη­σί­α τῆς Σκή­τε­ώς τους), γι­ὰ τὶς θρη­σκευ­τι­κές τους ἀ­νά­γκες, ἀ­φοῦ αὐ­ξή­θη­κε ἡ ἀ­δελ­φό­τη­τά τους. Τό­τε ἐμ­φα­νί­σθη­καν πολ­λοὶ εὐ­ερ­γέ­τες, ποὺ ἔ­δω­σαν χρή­μα­τα γι­ὰ τὴν ἀ­νέ­γερ­ση τοῦ να­οῦ, ἀλ­λὰ ζη­τοῦ­σαν συγ­χρό­νως ἀ­πὸ τοὺς μο­να­χοὺς νὰ προ­σεύ­χο­νται γι­ὰ τοὺς κε­κοι­μη­μέ­νους συγ­γε­νεῖς τους. Κατ᾿ αὐ­τὸν τὸν τρό­πο μα­ζεύ­τη­καν πολ­λὰ ὀ­νό­μα­τα, ὥ­στε οἱ μο­να­χοὶ ἀ­να­γκά­σθη­καν νὰ τε­λοῦν πι­ὸ ἐ­κτε­νεῖς ἐ­πι­μνη­μό­συ­νες ἀ­κο­λου­θί­ες ἀ­πὸ τὶς συ­νη­θι­σμέ­νες.

 Κα­τὰ τὸ Τυ­πι­κό τῆς Ἐκ­κ­λη­σί­ας, ἀρ­χι­κὰ με­τὰ τὸν ἑ­σπε­ρι­νὸ τῆς Πα­ρα­σκευ­ῆς καὶ τε­λι­κὰ τὸ πρω­ΐ τοῦ Σαβ­βά­του με­τὰ τὴν Θ. Λει­τουρ­γί­α γί­νε­ται ἡ εὐ­λο­γί­α τῶν κολ­λύ­βων, (δη­λα­δὴ τοῦ βρα­σμέ­νου σι­τα­ρι­οῦ, ποὺ χρη­σι­μο­ποι­εῖ­ται κα­τὰ τὴν τέ­λε­ση τῶν μνη­μο­σύ­νων καὶ συμ­βο­λί­ζει τὰ σώ­μα­τα τῶν κε­κοι­μη­μέ­νων, σύμ­φω­να μὲ τὸ κα­τὰ Ἰ­ωάν­νην ιβ΄, 24-25: "Ἐ­ὰν μὴ ὁ κόκ­κος τοῦ σί­του πε­σὼν εἰς τὴν γῆν ἀ­πο­θά­νῃ, αὐ­τὸς μό­νος μέ­νει. Ἐ­ὰν δὲ ἀ­πο­θά­νῃ, πο­λὺν καρ­πὸν φέ­ρει). Μέ­χρι τό­τε, σὲ ὅ­λες τὶς ἱ­ε­ρὲς Μο­νὲς καὶ Σκῆ­τες τοῦ Ἁ­γί­ου Ὄ­ρους, ἔ­ψαλ­λαν τὶς ἐ­πι­μνη­μό­συ­νες ἀ­κο­λου­θί­ες στὰ πα­ρεκ­κ­λή­σι­α τῶν κοι­μη­τη­ρί­ων κά­θε Σάβ­βα­το. Οἱ Ἁ­γι­αν­να­νί­τες μο­να­χοί, ὅ­μως, λό­γῳ τῶν πολ­λῶν ὀ­νο­μά­των τῶν κε­κοι­μη­μέ­νων, κι ἐ­πει­δὴ κά­θε Σάβ­βα­το γι­νό­ταν ἐ­πί­σης ἡ κα­θι­ε­ρω­μέ­νη ἀ­γο­ρὰ στὶς Κα­ρυ­ὲς, τὸ δι­οι­κη­τι­κὸ κέ­ντρο τοῦ Ἁ­γί­ου Ὄ­ρους, ὅ­που αὐ­τοὶ που­λοῦ­σαν τὰ ἐρ­γό­χει­ρά τους, ἀ­πε­φά­σι­σαν νὰ με­τα­φέ­ρουν τὰ μνη­μό­συ­να ἀ­πὸ τὸ Σάβ­βα­το στὴν Κυ­ρι­α­κή.

Τὸ γε­γο­νὸς αὐ­τὸ σκαν­δά­λι­σε με­ρι­κοὺς μο­να­χοὺς, με­τα­ξὺ τῶν ὁ­ποί­ων τὸν Καυ­σο­κα­λυ­βί­τη δι­ά­κο­νο Νε­ό­φυ­το τὸν Πε­λο­πον­νή­σι­ο, ὁ ὁ­ποῖ­ος ἄρ­χι­σε ἐ­να­ντί­ον τῶν Ἁ­γι­αν­να­νι­τῶν "δο­γμα­τι­κὸν ἀ­γῶ­να". Μὲ τὴν πά­ρο­δο τοῦ χρό­νου ἡ ἔ­ρι­δα αὐ­τὴ χώ­ρι­σε ὅ­λη τὴν μο­να­χι­κὴ πο­λι­τεί­α σὲ δύ­ο ἀ­ντι­μα­χό­με­να στρα­τό­πε­δα καὶ τά­ρα­ξε κυ­ρι­ο­λε­κτι­κὰ τὴν Ἐκ­κ­λη­σί­α τῆς Κων­στα­ντι­νου­πό­λε­ως. Οἱ μο­να­χοί, ποὺ ὑ­πε­ρα­σπί­σθη­καν τὴν τέ­λε­ση τῶν μνη­μο­σύ­νων κα­τὰ τὸ Σάβ­βα­το μό­νον, κα­τὰ τὴν πα­λαι­ὰ πα­ρά­δο­ση τῆς Ἐκ­κ­λη­σί­ας, ὀ­νο­μά­σθη­καν πε­ρι­φρο­νη­τι­κὰ "Κολ­λυ­βά­δες".  Ὅ­μως, μὲ τὸ πέ­ρα­σμα τοῦ χρό­νου τὸ ὄ­νο­μα αὐ­τὸ ἔ­γι­νε σὰν ἐ­γκώ­μι­ο γι­ὰ ὅ­λους τοὺς πα­ρα­δο­σι­α­κοὺς μο­να­χούς. Μὲ αὐ­τὴ τὴν πλευ­ρὰ τά­χθη­καν, με­τὰ ἀ­πὸ τὸν Νε­ό­φυ­το (+1784), ὁ Ἅ­γι­ος Μα­κά­ρι­ος ὁ Νο­τα­ρᾶς, Μη­τρο­πο­λί­της πρώ­ην Κο­ρίν­θου (+1805), ὁ Ὅ­σι­ος Νι­κό­δη­μος ὁ Ἁ­γι­ο­ρεί­της (+1809), ὁ Ὅ­σι­ος Ἀ­θα­νά­σι­ος ὁ Πά­ρι­ος (+1813) καὶ πολ­λοὶ ἄλ­λοι. Ἀ­ντί­θε­τα, οἱ μο­να­χοὶ ποὺ ἀ­πο­δέ­χθη­καν τὴν τέ­λε­ση τῶν μνη­μο­σύ­νων καὶ κα­τὰ τὴν Κυ­ρι­α­κή, ὀ­νο­μά­στη­καν "Ἀ­ντι­κολ­λυ­βά­δες", γνω­στό­τε­ροι τῶν ὁ­ποί­ων εἶ­ναι ὁ Θε­ο­δώ­ρη­τος ὁ ἐξ Ἰ­ωαν­νί­νων καὶ ὁ Βησ­σα­ρί­ων ὁ ἐκ Ρα­ψά­νης τῆς Θεσ­σα­λί­ας.

Στὴν συ­νέ­χει­α οἱ Κολ­λυ­βά­δες ἐ­πα­νεμ­φα­νί­σθη­καν στὸν πνευ­μα­τι­κὸν ὁ­ρί­ζο­ντα τοῦ Ἁ­γί­ου Ὄ­ρους μὲ δη­μο­σί­ευ­ση τοῦ βι­βλί­ου "Πε­ρὶ τῆς Θεί­ας Με­τα­λή­ψε­ως" (1777). Αὐ­τὸ τὸ βι­βλί­ο ἐκ­δό­θη­κε ἀ­νώ­νυ­μα στὴν Βε­νε­τί­α, ἀλ­λὰ σί­γου­ρα προ­ῆλ­θε ἀ­πὸ τοὺς κολ­λυ­βα­δι­κοὺς κύ­κλους, ἀ­φοῦ τὸ πε­ρι­ε­χό­με­νό του ἀ­ντι­στοι­χεῖ στὶς ἀ­πό­ψεις τους.    Καὶ μά­λι­στα οἱ ἐ­ρευ­νη­τὲς λέ­νε πὼς τὸ ἔ­γρα­ψε ὁ Νε­ό­φυ­τος Καυ­σο­κα­λυ­βί­της καὶ ὅ­τι τὸ ἐ­πε­ξερ­γά­στη­καν ὁ Ἅ­γι­ος Μα­κά­ρι­ος καὶ ὁ Ὅ­σι­ος Νι­κό­δη­μος, ὁ ὁ­ποῖ­ος καὶ τὸ ἐ­μπλού­τι­σε μὲ πολ­λὰ πα­τε­ρι­κὰ κεί­με­να στὴν β΄ ἔκ­δο­ση (1783). Ὁ σκο­πὸς τοῦ βι­βλί­ου αὐ­τοῦ ἦ­ταν "νὰ ἀ­να­κα­λέ­σῃ τὴν χα­ρι­τω­μέ­νην συ­νή­θει­αν τῶν πα­λαι­ῶν Χρι­στι­α­νῶν, καὶ ἔρ­χε­ται νὰ ἀ­πο­δεί­ξῃ μὲ Γρα­φι­κὰς, Ἀ­πο­στο­λι­κὰς καὶ Πα­τε­ρι­κὰς μαρ­τυ­ρί­ας ὅ­τι εἶ­ναι ἀ­να­γκαῖ­ον καὶ ψυ­χο­σω­τή­ρι­ον νὰ με­τα­λαμ­βά­νῃ συ­χνὰ πᾶς ὀρ­θό­δο­ξος Χρι­στι­α­νὸς, ὅ­ταν δὲν ἔ­χῃ ἐ­μπό­δι­ον" (ἀ­πὸ τὸν πρό­λο­γο τῆς ἐκ­δ. τοῦ 1783). Ἡ αἰ­τί­α ποὺ προ­κά­λε­σε τὴν ἔκ­δο­ση αὐ­τοῦ τοῦ βι­βλί­ου ἦ­ταν, κα­τὰ τὸν Ὅ­σι­ο Νι­κό­δη­μο, ἡ με­γά­λη ἀ­μέ­λει­α καὶ κα­τα­φρό­νη­ση ἀ­πὸ τοὺς Χρι­στι­α­νοὺς γι­ὰ τὴν πνευ­μα­τι­κὴ καὶ οὐ­ρά­νι­α τρο­φὴ τῆς Θ. Με­τα­λή­ψε­ως, καὶ γι­' αὐ­τὸ "ἐ­ξέ­λι­πεν ἡ ἁ­γι­ό­της ἀ­πὸ ἡ­μᾶς, ὠ­λι­γό­στευ­σεν ἡ ἀ­ρε­τή, ηὔ­ξη­σεν ἡ κα­κί­α".  Τὸ βι­βλί­ο ἀρ­χι­κὰ κα­τα­δι­κά­σθη­κε ἀ­πὸ τὸ Οἰ­κου­με­νι­κὸ Πα­τρι­αρ­χεῖ­ο τῆς Κων/πό­λε­ως τὸ 1785, γι­α­τὶ δῆ­θεν δη­μι­ουρ­γοῦ­σε σκάν­δα­λα καὶ δι­χό­νοι­ες. Ἀρ­γό­τε­ρα ὅ­μως τὸ ἴ­δι­ο τὸ Οἰ­κου­με­νι­κὸ Πα­τρι­αρ­χεῖ­ο, στὸ πρό­σω­πο τοῦ Πα­τρι­άρ­χου Νε­ο­φύ­του Ζʹ (1799-1801), ἀ­κύ­ρω­σε τὴν κα­τα­δί­κη (6).

Ἐ­κτὸς ἀ­πὸ τὸ ζή­τη­μα τῆς συ­χνῆς Θεί­ας Με­τα­λή­ψε­ως δη­μι­ουρ­γή­θη­καν καὶ ἄλ­λα ζη­τή­μα­τα, ὅ­πως τὸ ζή­τη­μα τοῦ κα­θα­γι­α­σμοῦ τῶν Εἰ­κό­νων, τοῦ ἀ­φο­ρι­σμοῦ, τοῦ Με­γά­λου καὶ τοῦ μι­κροῦ Ἁ­γι­α­σμοῦ, τῆς σχέ­σε­ως τῶν Τι­μί­ων Δώ­ρων καὶ τοῦ Ἀ­ντι­δώ­ρου, τῆς γο­νυ­κλι­σί­ας κα­τὰ τὶς Κυ­ρι­α­κές, κ.τ.λ. (7). Ἀλ­λὰ δὲν θὰ ἐ­ξε­τά­σο­με ἐ­δῶ αὐ­τὰ τὰ θέ­μα­τα, λό­γῳ τῆς μι­κρῆς δι­α­στά­σε­ως τῆς ἐρ­γα­σί­ας μας, καὶ θὰ στρα­φοῦ­με πρὸς ἄλ­λα πι­ὸ ση­μα­ντι­κὰ καὶ χα­ρα­κτη­ρι­στι­κὰ ζη­τή­μα­τα τοῦ κι­νή­μα­τος αὐ­τοῦ.

Ὅ­πως ἤ­δη ἔ­χο­μεν ἀ­να­φέ­ρει, ἡ ἔ­ρι­δα αὐ­τὴ τά­ρα­ξε ὅ­λο τὸ Ἅ­γι­ον Ὄ­ρος καὶ τὴν Ἐκ­κ­λη­σί­α τῆς Κ/πό­λε­ως στὴν ὁ­ποί­α καὶ ὑ­πά­γε­ται ἡ μο­να­χι­κὴ χερ­σό­νη­σος. Βλέ­πο­ντας πὼς ἐ­ξε­λίσ­σο­νται τὰ γε­γο­νό­τα στὸ Ἅ­γι­ον Ὄ­ρος, ἡ Με­γά­λη Ἐκ­κ­λη­σί­α, ἀ­νη­σύ­χη­σε καὶ θέ­λη­σε νὰ ἐ­πα­να­φέ­ρει τὴν τά­ξη στὴν μο­να­χι­κὴ πο­λι­τεί­α. Καὶ κα­τὰ συ­νέ­πει­α βγῆ­κε τὸ 1772 ἡ ἐ­πι­στο­λὴ ἀ­πὸ τὸν Πα­τρι­άρ­χη Θε­ο­δό­σι­ο Βʹ (1769-73) ἡ ὁ­ποί­α ἀ­φή­νει τὶς δύ­ο με­ρί­δες τῶν ἀ­ντι­μα­χο­μέ­νων νὰ εἶ­ναι ἐ­λεύ­θε­ρες στὴν ἐ­κλο­γὴ τῆς ἡ­μέ­ρας τῆς τε­λέ­σε­ως τῶν μνη­μο­σύ­νων καὶ στὸ ζή­τη­μα τῆς Θ. Με­τα­λή­ψε­ως δὲν κα­θο­ρί­ζει τὸ χρο­νι­κὸ δι­ά­στη­μα, δηλ. κα­τὰ πό­σο συ­χνὰ μπο­ρεῖ νὰ κοι­νω­νά­ει κα­νεὶς, ἀλ­λὰ σὰν ἀ­πα­ραί­τη­τη προϋ­πό­θε­ση εἶ­ναι ἡ προ­ε­τοι­μα­σί­α πρὸ τῆς Θ. Με­τα­λή­ψε­ως.

Εἶ­ναι φα­νε­ρὸ πὼς μὲ αὐ­τὴ τὴν ἐ­πι­στο­λὴ τὸ Οἰκ. Πα­τρι­αρ­χεῖ­ο προ­σπά­θη­σε νὰ ἐ­πα­να­φέ­ρει τὴν γα­λή­νη στὸ Ἅ­γι­ον Ὄ­ρος. Ὅ­μως ἡ γα­λή­νη δὲν ἦλ­θε. Καὶ «οἱ μὲν πα­ρα­δο­σι­α­κοὶ κα­τη­γο­ροῦ­σαν τοὺς φι­λε­λευ­θέ­ρους ὡς "κα­τα­πα­τοῦ­ντας καὶ μὴ τη­ροῦ­ντας τὸ Τυ­πι­κὸν τῆς Ἐκ­κ­λη­σί­ας". Ἐ­κεῖ­νοι δὲ τοὺς πα­ρα­δο­σι­α­κοὺς ὡς "Κολ­λυ­βά­δες, Σαβ­βα­τί­νους, αἱ­ρε­τι­κοὺς, κα­κο­δό­ξους", ἀ­κό­μη δὲ καὶ "Φρα­γμα­σό­νους"» (8).

Μὲ αὐ­τὴν τὴν ἐ­πι­στο­λὴ δὲν ἔ­πα­ψαν οἱ προ­σπά­θει­ες τοῦ Οἰ­κου­με­νι­κοῦ Θρό­νου νὰ εἰ­ρη­νεύ­σει τὸ Ἅ­γι­ον Ὄ­ρος. Ἀ­κο­λού­θη­σαν καὶ ἄλ­λες ἐ­πι­στο­λὲς στὶς ὁ­ποῖ­ες δι­α­τάσ­σο­νταν νὰ ἀ­κο­λου­θοῦν οἱ Σκῆ­τες στὸ ζή­τη­μα τῶν Μνη­μο­σύ­νων τὴν πρα­κτι­κὴ τῶν Μο­να­στη­ρί­ων στὰ ὁ­ποῖ­α ὑ­πά­γο­νταν. Ἀλ­λὰ χω­ρὶς ἀ­πο­τέ­λε­σμα. Οἱ Ἁ­γι­αν­να­νί­τες δὲν ὑ­πά­κου­σαν καὶ πῆ­γαν στὴν Κ/Πο­λη νὰ πα­ρου­σι­ά­σουν ἐ­κεῖ τὰ ἐ­πι­χει­ρή­μα­τά τους. Πῆ­γαν ἐ­κεῖ καὶ οἱ κολ­λυ­βά­δες, ὅ­μως ἄ­νευ ἐ­πι­τυ­χί­ας. Τε­λι­κὰ τὸ 1774 σὲ ἕ­να ἀ­πὸ τὰ μο­να­στή­ρι­α τοῦ Ἁ­γί­ου Ὄ­ρους στὴν Ἱ. Μ. Κουτ­λου­μου­σί­ου συ­γκλή­θη­κε Σύ­νο­δος γι­ὰ νὰ ἐ­ρευ­νή­σει αὐ­τὸ τὸ θέ­μα. Ἡ Σύ­νο­δος προ­σκά­λε­σε τοὺς Κολ­λυ­βά­δες, ἀλ­λὰ αὐ­τοὶ δὲν ἦρ­θαν, ἀ­φοῦ εἶ­δαν πὼς κα­τὰ τὸ πλεῖ­στον ἡ Σύ­νο­δος ἀ­πο­τε­λεῖ­ται ἀ­πὸ τοὺς τε­λοῦ­ντες τὰ μνη­μό­συ­να κα­τὰ τὶς Κυ­ρι­α­κές, δηλ. Ἀ­ντι­κολ­λυ­βά­δες. Τὸ­τε ἡ Σύ­νο­δος δι­α­μαρ­τυ­ρή­θη­κε κα­τὰ τῶν Κολ­λυ­βά­δων στὸ Οἰ­κου­με­νι­κὸ Πα­τρι­αρ­χεῖ­ο. Ἔ­στει­λαν τὸν γνω­στὸ ἀ­ντί­πα­λο τῶν Κολ­λυ­βά­δων, τὸν μο­να­χὸ Βησ­σα­ρί­ω­να τὸν ἐκ Ρα­ψά­νης, ἀ­ντι­πρό­σω­πο τῆς συ­νό­δου στὴν Κ/Πο­λη, ἔ­χο­ντάς τον ἐ­φο­δι­ά­σει μὲ ἐ­πι­στο­λὲς, (ποὺ εἶ­χαν νο­θεύ­σει τὸ πε­ρι­ε­χό­με­νο), τῶν Ἀ­θα­να­σί­ου Πα­ρί­ου καὶ Νι­κο­δή­μου τοῦ Ἁ­γι­ο­ρεί­του (9).

Στὴν Κ/Πο­λη οἱ προ­σπά­θει­ες τοῦ Βησ­σα­ρί­ω­νος εἶ­χαν ὡς ἀ­πο­τέ­λε­σμα τὴν σύ­γκλη­ση τῆς Συ­νό­δου τοῦ Οἰ­κου­με­νι­κοῦ Πα­τρι­αρ­χεί­ου τὸ 1776 καὶ τὴν κα­τα­δί­κη τῶν Κολ­λυ­βά­δων. Ἔ­χο­ντας αὐ­τὴ τὴν ἀ­πό­φα­ση τοῦ Πα­τρι­αρ­χεί­ου οἱ ἀ­ντί­πα­λοι τῶν Κολ­λυ­βά­δων τοὺς ἔ­δι­ω­ξαν ἀ­πὸ τὸ Ἅ­γι­ον Ὄ­ρος.  Ἀλ­λὰ ἡ κα­κὴ αὐ­τὴ ἀ­ντι­με­τώ­πι­ση τοῦ προ­βλή­μα­τος ἐκ μέ­ρους τῶν Ἀ­ντι­κολ­λυ­βά­δων, συ­νέ­βα­λε στὴν δι­ά­δο­ση τοῦ κι­νή­μα­τος σὲ ὅ­λη τὴν Ἑλ­λά­δα καὶ μά­λι­στα ἔ­ξω ἀ­πὸ τὰ ὅ­ρι­ά της. Ἀρ­γό­τε­ρα, ὅ­μως, οἱ Κολ­λυ­βά­ δες δι­και­ώ­θη­καν ἐ­πὶ Πα­τρι­άρ­χου Γα­βρι­ὴλ Δ΄, τὸ 1807,  καὶ ἡ τε­λι­κή τους δι­καί­ω­ση ἔ­γι­νε τό 1819 ἐ­πὶ Πα­τρι­άρ­χου ἁ­γί­ου Γρη­γο­ρί­ου Ε΄, τοῦ ἐ­θνο­μάρ­τυ­ρος.

 

 

3.  ΟΙ  ΕΚ­ΠΡΟ­ΣΩ­ΠΟΙ

 

α΄. Τῶν Κολ­λυ­βά­δων.

 

Δὲν ξέ­ρο­με δυ­στυ­χῶς πό­σοι μο­να­χοὶ κρα­τοῦ­σαν τὴν πα­ρα­δο­σι­α­κὴ γραμ­μή. Εἶ­ναι δύ­σκο­λο νὰ πα­ρου­σι­ά­σου­με τὸν ἀ­ρι­θμὸ. Σί­γου­ρο εἶ­ναι πώς ἦ­ταν πολ­λοὶ. Ἐ­μεῖς θὰ ἀ­να­φερ­θοῦ­με στὰ κυ­ρι­ώ­τε­ρα πρό­σω­πα ἀ­πὸ τοὺς ἀρ­χη­γέ­τες τους.

 

 

1. Ὁ Νε­ό­φυ­τος ὁ Καυ­σο­κα­λυ­βί­της.

 

Ὅ­πως ἤ­δη εἴ­πα­με, ὁ πρῶ­τος χρο­νι­κὰ Κολ­λυ­βᾶς ἦ­ταν ὁ Νε­ό­φυ­τος ὁ Καυ­σο­κα­λυ­βί­της. Ἦ­ταν λό­γι­ος ἁ­γι­ο­ρεί­της, ποὺ κα­τα­γό­ταν ἀ­πὸ τὴν Πε­λο­πόν­νη­σο.  Γεν­νή­θη­κε στὴν Πά­τρα πε­ρὶ­που τὸ 1713 καὶ σπού­δα­σε στὴν Κ/Πο­λη, στὴν Πά­τμο καὶ στὰ Ἰ­ωάν­νι­να. Ἔ­λα­βε τὸ μο­να­χι­κὸ σχῆ­μα στὴν Σκή­τη τῶν Καυ­σο­κα­λυ­βί­ων καὶ δί­δα­ξε στὴν Ἀ­θω­νι­ά­δα Σχο­λὴ, δη­λα­δὴ τὸ σχο­λεῖ­ο τοῦ Ἁ­γί­ου Ὄ­ρους γι­ὰ τοὺς νέ­ους μο­να­χούς. Τὸ 1749 ἀ­νέ­λα­βε τὴν σχο­λαρ­χί­α τῆς Ἀ­θω­νι­ά­δος. Ἡ συ­ντη­ρη­τι­κό­τη­τά του προ­κά­λε­σε ἰ­σχυ­ρὰ ἀ­ντί­δρα­ση ἀ­πὸ τοὺς μα­θη­τὲς καὶ ὁ Νε­ό­φυ­τος ἐ­γκα­τέ­λει­ψε τὴν θέ­ση του. Ἐξ αἰ­τί­ας τῆς συμ­με­το­χῆς του στὸ κί­νη­μα τῶν Κολ­λυ­βά­δων, ἐ­δι­ώ­χθη­κε ἀ­πὸ τὸ Ἅ­γι­ον Ὄ­ρος. Με­τὰ ἀ­πὸ τὴν ἐ­ξο­ρί­α του παύ­ει νὰ ἀ­να­μι­γνύ­ε­ται στὸ κί­νη­μα τῶν Κολ­λυ­βά­δων καὶ τὸν συ­να­ντοῦ­με σχο­λάρ­χη στὴν Χί­ο (1760), στὴν Ἀ­δρι­α­νού­πο­λη (1767) καί, μά­λι­στα ἔ­ξω ἀ­πὸ τὰ ὅ­ρι­α τῆς Ἑλ­λά­δος, στὴν Ρου­μα­νί­α, στὸ Βου­κου­ρέ­στι, ὅ­που καὶ πε­θαί­νει τὸ 1784. Τὸ γε­γο­νὸς ὅ­τι κα­τα­γό­ταν, ἐκ μέ­ρους τοῦ πα­τέ­ρα του, ἀ­πὸ τοὺς Ἑ­βραί­ους τὸ ἐ­κμε­ταλ­λεύ­τη­καν οἱ ἀ­ντί­πα­λοί του λέ­γο­ντας πώς ὁ Νε­ό­φυ­τος ὑ­πε­ρα­σπι­ζό­ταν τὴν τέ­λε­ση τῶν μνη­μο­σύ­νων κα­τὰ τὰ Σάβ­βα­τα, γι­α­τὶ δῆ­θεν νο­σταλ­γοῦ­σε τὴν ἰ­ου­δαϊ­κὴ ἀρ­γί­α τοῦ Σαβ­βά­του καὶ μά­λι­στα κα­τη­γό­ρη­σαν ὅ­λο τὸ κί­νη­μα ὅ­τι ἦ­ταν ἰ­ου­δαϊ­κῆς προ­ε­λεύ­σε­ως. Σὲ ἀ­πά­ντη­ση αὐ­τῶν τῶν κα­τη­γο­ρι­ῶν ὁ Νε­ό­φυ­τος ἔ­γρα­ψε τὸ ἔρ­γο: "Ἀ­να­τρο­πὴ τῆς θρη­σκεί­ας τῶν Ἑ­βραί­ων" (10). Ἦ­ταν "φι­λο­πο­νώ­τα­τος, πο­λυ­μα­θέ­στα­τος καὶ προ­κομ­μέ­νος", κα­τὰ τὴν μαρ­τυ­ρί­α τοῦ συγ­χρό­νου του λο­γί­ου μο­να­χοῦ Και­σα­ρί­ου Δα­πό­ντε (11).

 

2. Ὁ Ἅ­γι­ος Μα­κά­ρι­ος (Νο­τα­ρᾶς).

 

Ὁ Ἅ­γι­ος Μα­κά­ρι­ος ὁ Νο­τα­ρᾶς κρα­τοῦ­σε τὴν φλέ­βα του ἀ­πὸ τὴν με­γά­λη καὶ ἱ­στο­ρι­κὴ οἰ­κο­γέ­νει­α τῶν Νο­τα­ρά­δων, ποὺ εἶ­ναι γνω­στὴ ἀ­κό­μη ἀ­πὸ τὰ Βυ­ζα­ντι­νὰ χρό­νι­α. Πι­ὸ συ­γκε­κρι­μέ­να ὁ Μα­κά­ρι­ος ἕλ­κει τὴν κα­τα­γω­γή του ἀ­πὸ τὸν Ἀγ­γε­λῆ Νο­τα­ρᾶ, ἀ­δελ­φὸ τοῦ Λου­κᾶ Νο­τα­ρᾶ, με­γά­λου Δού­κα (πρω­θυ­πουρ­γοῦ) τοῦ Αὐ­το­κρά­το­ρος Κων­στα­ντί­νου Πα­λαι­ο­λό­γου τοῦ Ἐ­θνο­μάρ­τυ­ρος, μὲ δι­α­τα­γὴ τοῦ Πορ­θη­τοῦ Σουλ­τά­νου. Με­τὰ τὴν Ἅ­λω­ση τῆς Κ/Πό­λε­ως ὁ Ἀγ­γε­λὴς Νο­τα­ρᾶς μὲ ἄλ­λους ἐ­γκα­τα­στά­θη­καν στὴν πε­ρι­ο­χὴ με­τα­ξὺ Ἰ­σθμοῦ τῆς Κο­ρίν­θου καὶ Κα­λα­βρύ­των, στὰ Τρί­κα­λα τῆς ὀ­ρει­νῆς Κο­ριν­θί­ας, ὅ­που τὸ 1731 καὶ γεν­νή­θη­κε ὁ Μι­χα­ὴλ (ἔ­πει­τα Μα­κά­ρι­ος) Νο­τα­ρᾶς, ἀ­πὸ τὸν Γε­ώρ­γι­ο καὶ τὴν Ἀ­να­στα­σί­α. Με­τα­ξὺ τῶν δι­α­σή­μων συγ­γε­νῶν τοῦ Ἁγ. Μα­κα­ρί­ου πρέ­πει νὰ μνη­μο­νεύ­σου­με ἐ­πί­σης τὸν Ἅ­γι­ο Γε­ρά­σι­μο τὸν πο­λι­οῦ­χο τῆς Κε­φαλ­λη­νί­ας, τοὺς δύ­ο Πα­τρι­άρ­χες Ἱ­ε­ρο­σο­λύ­μων Δο­σί­θε­ο καὶ Χρύ­σαν­θο καὶ τὸν λό­γι­ο Θε­ο­φά­νη Ἐ­λε­α­βοῦλ­κο Νο­τα­ρᾶ. Μὲ μι­ὰ λέ­ξη ἡ οἰ­κο­γέ­νει­α τῶν Νο­τα­ρά­δων στὴν ἱ­στο­ρι­κὴ πο­ρεί­α της ἔ­δω­σε στὴν Ἐκ­κ­λη­σί­α καὶ στὴν πο­λι­τεί­α πολ­λοὺς ἐ­πι­φα­νεῖς ἄν­δρες, ἕ­νας ἀ­πὸ τοὺς ὁ­ποί­ους ἀ­να­δεί­χθη­κε καὶ ὁ Ἅγ. Μα­κά­ρι­ος.

Στὰ νε­α­νι­κὰ του χρό­νι­α σπού­δα­σε στὴν Κε­φαλ­λη­νί­α. Ἔ­χο­ντας κλί­ση στὴν μο­να­χι­κὴ ζω­ὴ με­τέ­βη­κε στὴν μο­νὴ τοῦ Με­γά­λου Σπη­λαί­ου, ἀλ­λὰ ἐ­κεῖ δὲν ἔ­γι­νε δε­κτὸς γι­α­τὶ δὲν εἶ­χε τὴν συ­γκα­τά­θε­ση τῶν γο­νέ­ων του. Ἀ­να­γκά­στη­κε νὰ ἐ­πα­νέλ­θει στὸ σπί­τι τοῦ πα­τέ­ρα του στὴν Κό­ριν­θο ὅ­που καὶ ἔ­γι­νε δι­δά­σκα­λος στὸ σχο­λεῖ­ο. Τὸ 1765 στὴν ἠ­λι­κί­α τῶν 34 χρό­νων χει­ρο­το­νή­θη­κε Μη­τρο­πο­λί­της Κο­ρίν­θου με­τὰ ἀ­πὸ ἀ­παί­τη­ση κλή­ρου καὶ λα­οῦ. Ἀλ­λὰ ἡ ποι­μα­ντο­ρί­α του στὴν Κό­ριν­θο ἦ­ταν σύ­ντο­μη. Τὰ γε­γο­νό­τα τῆς ἐ­ξέ­γερ­σης στὴν Πε­λο­πόν­νη­σο τὸ 1769, τὰ λε­γό­με­να Ὀρ­λω­φι­κὰ, τὸν στε­ροῦν τῆς κα­θέ­δρας. Με­τὰ ἀ­πὸ αὐ­τὰ τὰ γε­γο­νό­τα ὁ Οἰ­κου­με­νι­κὸς Πα­τρι­άρ­χης ἔ­λα­βε τὴν ἐ­ντο­λὴ ἀ­πὸ τὴν Ὑ­ψη­λὴ Πύ­λη νὰ ἀ­πο­στεί­λει νέ­ους ἀρ­χι­ε­ρεῖς στὴν Πε­λο­πόν­νη­σο. Καὶ ἀ­πὸ τό­τε ὁ Ἁ­γι­ος Μα­κά­ρι­ος ἀ­φο­σι­ώ­θη­κε στὴν ἀ­σκη­τι­κὴ ζω­ή. Πῆ­γε στὸ Ἅ­γι­ον Ὄ­ρος ὅ­ταν ἡ ἔ­ρι­δα τῶν μνη­μο­σύ­νων βρι­σκό­ταν σὲ ἔ­ξαρ­ση καὶ ἀ­μέ­σως συ­ντά­χθη­κε μὲ τὴν με­ρί­δα τῶν Κολ­λυ­βά­δων. Ἀλ­λὰ ἡ κυ­ρί­α προ­σφο­ρά του ὄ­χι μό­νον στὸ κί­νη­μα τῶν Κολ­λυ­βά­δων, ἀλ­λὰ καὶ σ' ὅ­λον τὸν ὀρ­θό­δο­ξο κό­σμο ἦ­ταν ἠ συλ­λο­γὴ τῶν ἁ­γι­ο­πα­τε­ρι­κῶν κει­μέ­νων καὶ ἡ ἔκ­δο­ση τῆς λε­γο­μέ­νης "Φι­λο­κα­λί­ας". Ὁ Ἅ­γι­ος Μα­κά­ρι­ος ἐ­πι­σκέ­φθη­κε πολ­λὲς μο­να­στη­ρι­α­κὲς βι­βλι­ο­θῆ­κες μα­ζεύ­ο­ντας τὰ ξε­χα­σμέ­να κεί­με­να τῶν Ἁ­γί­ων Πα­τέ­ρων καὶ δί­νο­ντάς τα γι­ὰ ἐ­πε­ξερ­γα­σί­α στὸν Ἅ­γι­ο Νι­κό­δη­μο. Ὁ καρ­πὸς τῆς ἐρ­γα­σί­ας τους εἶ­ναι ἡ συλ­λο­γὴ τῆς "Φι­λο­κα­λί­ας" καὶ τοῦ "Εὐ­ερ­γε­τι­νοῦ" καὶ πολ­λῶν ἄλ­λων βι­βλί­ων.

Ὁ ἅ­γι­ος Μα­κά­ρι­ος ἦ­ταν ὑ­πό­δει­γμα ἱ­ε­ράρ­χου. Συν­δύ­α­ζε τὴν πνευ­μα­τι­κὴ καὶ δι­δα­σκα­λι­κὴ ἰ­κα­νό­τη­τα. Μο­λο­νό­τι ζοῦ­σε πτω­χι­κὰ ὁ ἴ­δι­ος ἔ­γι­νε γνω­στὸς γι­ὰ τὴν φι­λαν­θρω­πί­α του, βο­η­θῶ­ντας πε­ρισ­σό­τε­ρο τοὺς σπου­δα­στὲς στὴν ἀ­πο­πε­ρά­τω­ση τῶν σπου­δῶν τους. Ὅ­σον ἀ­φο­ρᾶ τὴν θέ­ση του στὸ κί­νη­μα ἦ­ταν ὁ ἐμ­ψυ­χω­τὴς καὶ γε­νάρ­χης του.Πέ­θα­νε στὶς 16 Ἀ­πρι­λί­ου τοῦ 1805 στὴν Χί­ο καὶ ἀ­μέ­σως ἡ ἁ­γι­ό­της του ἀ­να­γνω­ρί­σθη­κε δι­ὰ μέ­σου πολ­λῶν θαυ­μά­των.

 

 

3. Ὁ Ἅ­γι­ος Νι­κό­δη­μος ὁ Ἁ­γι­ο­ρεί­της.

 

Ὁ τρί­τος ἐκ­πρό­σω­πος τῆς πα­ρα­δο­σι­α­κῆς γραμ­μῆς ἦ­ταν ὁ ὅ­σι­ος Νι­κό­δη­μος ὁ Ἁ­γι­ο­ρεί­της (κα­τὰ κό­σμον Νι­κό­λα­ος Καλ­λι­βούρ­τσης). Γεν­νή­θη­κε στὴν Νά­ξο τὸ 1749 ὅ­που καὶ ἔ­μα­θε τὰ πρῶ­τα γράμ­μα­τα. Με­τὰ σπού­δα­σε στὴν Σμύρ­νη. Λί­γο ἀρ­γό­τε­ρα στὸ νη­σὶ Ὕ­δρα γνω­ρί­στη­κε μὲ τὸν Ἅ­γι­ο Μα­κά­ρι­ο Νο­τα­ρᾶ μὲ τὸν ὁ­ποῖ­ο ἀ­νέ­πτυ­ξε στε­νὲς καὶ ἰ­σό­βι­ες πνευ­μα­τι­κὲς σχέ­σεις αἰ­σθά­νο­ντας πρὸς αὐ­τὸν ἀ­γά­πη καὶ βα­θει­ὰ ἐ­κτί­μη­ση (12). Τὸ 1775 κου­ρεύ­τη­κε μο­να­χὸς στὴν Ἱ­ε­ρὰ Μο­νὴ τοῦ Ἁγ. Δι­ο­νυ­σί­ου τοῦ Ἁ­γί­ου Ὄ­ρους. Ἦ­ταν κα­τὰ κά­ποι­ον τρό­πον ὁ θε­ο­λο­γι­κὸς νοῦς τοῦ κι­νή­μα­τος τῶν κολ­λυ­βά­δων. Ὅ­ταν κα­τη­γο­ρή­θη­κε ἀ­πὸ τοὺς ἀ­ντι­πά­λους του γι­ὰ αἵ­ρε­ση καὶ κα­κο­δο­ξί­α ἐξ αἰ­τί­ας τῆς συμ­με­το­χῆς του στὸ κί­νη­μα, τό­τε ἔ­γρα­ψε τὴν "Ὁ­μο­λο­γί­α πί­στε­ως" (1807) -ἔρ­γο ποὺ μπο­ροῦ­με νὰ θε­ω­ρη­θῆ σὰν ἀ­πο­λο­γί­α ὁ­λο­κλή­ρου τοῦ κι­νή­μα­τος. Ἦ­ταν ἐ­ξαι­ρε­τι­κὸς ἄν­θρω­πος, με­γά­λη προ­σω­πι­κό­τη­τα. Δι­α­κρι­νό­ταν γι­ὰ τὶς γνώ­σεις του, τὴν ἀ­πέ­ρα­ντη μνή­μη του καὶ τὸ ἀ­κέ­ραι­ον τοῦ χα­ρα­κτῆ­ρα του. Ἔ­γρα­ψε καὶ ἐ­πε­ξερ­γά­στη­κε πολ­λὰ βι­βλί­α, με­τα­ξὺ τῶν ὀ­ποί­ων τὴν "Φι­λο­κα­λί­α" σὲ συ­νερ­γα­σί­α μὲ τὸν Ἅ­γι­ο Μα­κά­ρι­ο. Με­τέ­φρα­σε καὶ δυ­τι­κὰ βι­βλί­α τὰ ὁ­ποῖ­α κα­θά­ρι­σε ἀ­πὸ τὸ ἀ­ντι­πα­τε­ρι­κὸ στοι­χεῖ­ο καὶ βά­πτι­σε στὴν ὀρ­θό­δο­ξη πα­ρά­δο­ση. Ἐξ αἰ­τί­ας τῶν ἔρ­γων του ὀ­νο­μά­στη­κε "πο­λυ­γρα­φό­τα­τος" ἀ­πὸ τοὺς βι­ο­γρά­φους του. Ὁ Ἅ­γι­ος Νι­κό­δη­μος ἔ­γι­νε ἓ­νας ἀ­πὸ τοὺς πρώ­τους ἐ­ρευ­νη­τὲς τῶν χει­ρο­γρά­φων με­τὰ τὴν Ἅ­λω­σι τῆς Κ/Πό­λε­ως.

Με­τὰ τὴν κα­τα­δί­κη τοῦ κι­νή­μα­τος καὶ τὴν ἐ­ξο­ρί­α καὶ αὐ­το­ε­ξο­ρί­α τῶν Κολ­λυ­βά­δων ἀ­πὸ τὸ Ἅ­γι­ον Ὄ­ρος, ὁ Ἅ­γι­ος Νι­κό­δη­μος δὲν ἔ­φυ­γε, ἀ­φοῦ δὲν κα­τα­δι­κά­σθη­κε, ἀλ­λὰ συ­νέ­χι­σε στὴν ἡ­συ­χί­α τοῦ κελ­λι­οῦ του τὸ συγ­γ­ρα­φι­κὸ του ἔρ­γο. Τὸ σύ­νο­λο τῶν ἔρ­γων του, ἐκ­δο­θέ­ντων καὶ ἀ­νεκ­δό­των, ἀ­νέρ­χε­ται στὸν ἀ­ρι­θμὸ πε­ρί­που τῶν 112 τό­μων, ὅ­που βρί­σκει κα­νεὶς ἐ­κεῖ συ­γκε­ντρω­μέ­νη καὶ κα­τα­σταλ­λα­γμέ­νη ὁ­λό­κλη­ρη τὴν πα­τε­ρι­κὴ σο­φί­α. "Χά­ρις στὰ ἔρ­γα τοῦ Νι­κο­δή­μου καὶ τὴν ἐ­πι­στρο­φὴ στὶς σω­στὲς ἀρ­χὲς τοῦ ἡ­συ­χα­στι­κοῦ ἀ­σκη­τι­σμοῦ τὸ κί­νη­μα τῶν Κολ­λυ­βά­δων παίρ­νει μί­α πνευ­μα­τι­κὴ εὐ­ρύ­τη­τα ποὺ ξε­περ­νᾶ κα­τὰ πο­λὺ τὴν ἔ­ρι­δα γι­ὰ τὰ μνη­μό­συ­να" (13). Ὅ­λοι οἱ σύγ­χρο­νοί του τὸν τι­μοῦ­σαν πο­λὺ καὶ τὸν θε­ω­ροῦ­σαν ὡς Ἅ­γι­ο. Πέ­θα­νε τὸ 1809 καὶ ἀ­νε­γνω­ρί­σθη­κε σὰν Ἅ­γι­ος τὸ 1955.

 

4. Ὁ Ἅ­γι­ος Ἀ­θα­νά­σι­ος ὁ Πά­ρι­ος.

 

Ἀ­πὸ τοὺς σπου­δαι­ο­τέ­ρους πρω­τα­γω­νι­στὲς τοῦ κι­νή­μα­τος ἦ­ταν ὁ Ἅ­γι­ος Ἀ­θα­νά­σι­ος ὁ Πά­ρι­ος, κα­τὰ κό­σμον Ἀ­θα­νά­σι­ος Τού­λι­ος. Γεν­νή­θη­κε στὸ χω­ρι­ὸ Κό­στος τοῦ νη­σι­οῦ Πά­ρος τὸ 1725. Ἀρ­γό­τε­ρα ἐ­γκα­τα­λεί­πει τὸ οἰ­κο­γε­νει­α­κὸ ὄ­νο­μα "Τού­λι­ος" καὶ ὑ­πο­γρά­φε­ται ὡς "Πά­ρι­ος". Τὰ πρῶ­τα του γράμ­μα­τα ἔ­μα­θε στὸ πα­τρι­κὸ νη­σὶ καὶ κα­τό­πιν με­τέ­βη­κε γι­ὰ σπου­δὲς στὴν Σμύρ­νη καὶ ἀ­πὸ ἐ­κεῖ στὸ Ἅ­γι­ον Ὄ­ρος. Ἐ­κεῖ ἐ­πὶ τέσ­σε­ρα χρό­νι­α ἦ­ταν ἀ­κρο­α­τὴς τῆς δι­δα­σκα­λί­ας τοῦ Νε­ο­φύ­του Καυ­σο­κα­λυ­βί­του καὶ Εὐ­γε­νί­ου τοῦ Βουλ­γά­ρε­ως στὴν Ἀ­θω­νι­ά­δα Ἀ­κα­δη­μί­α(1752-56). Πε­ρὶ τὰ τέ­λη τοῦ 1758 ἀ­να­χώ­ρη­σε στὴν Θεσ­σα­λο­νί­κη ὅ­που ἀ­νέ­λα­βε τὴν δι­εύ­θυν­ση μι­ᾶς ἐκ τῶν δύ­ο σχο­λῶν της. Ἐξ αἰ­τί­ας τῆς πα­νώ­λης ποὺ ξέ­σπα­σε ἐ­κεῖ δι­έ­κο­ψε τὰ μα­θή­μα­τα καὶ πῆ­γε πρῶ­τα στὴν Κέρ­κυ­ρα καὶ με­τὰ ἀ­φοῦ προ­σκλή­θη­κε ἀ­πὸ τὸν δι­δά­σκα­λο Πα­να­γι­ώ­τη Πα­λα­μᾶ, με­τέ­βη­κε στὸ Με­σο­λόγ­γι ὡς δι­δά­σκα­λος τῆς σχο­λῆς καὶ ἱ­ε­ρο­κή­ρυ­κας τοῦ θεί­ου λό­γου. Τὸ 1771 μὲ πα­τρι­αρ­χι­κὴ ἀ­πό­φα­ση ἀ­να­λαμ­βά­νει τὴν σχο­λαρ­χί­α τῆς Ἀ­θω­νι­ά­δας σχο­λῆς. Ἀλ­λὰ τὴν ἴ­δι­α ἐ­πο­χὴ ἐξ αἰ­τί­ας τῆς ἐ­νερ­γη­τι­κῆς συμ­με­το­χῆς του στὸ κί­νη­μα τῶν Κολ­λυ­βά­δων, συ­κο­φα­ντή­θη­κε, κα­τη­γο­ρή­θη­κε γι­ὰ αἵ­ρε­ση καὶ κα­θαι­ρέ­θη­κε ἀ­πὸ τὸ Οἰ­κου­με­νι­κὸ Πα­τρι­αρ­χεῖ­ο.

Με­τὰ ἀ­πὸ αὐ­τὰ τὰ γε­γο­νό­τα ὁ Ἅ­γι­ος Ἀ­θα­νά­σι­ος φεύ­γει γι­ὰ τὸ νη­σὶ τῆς Χί­ου ὅ­που ἀ­να­λαμ­βά­νει τὴν σχο­λαρ­χί­α τῆς σχο­λῆς. Ἐ­κεῖ καὶ πα­ρα­μέ­νει μέ­χρι τὸν θά­να­τόν του τὸ 1813. Ὅ­πως βλέ­που­με ἀ­πὸ τὶς ε­ξω­τε­ρι­κὲς πε­ρι­στά­σεις τῆς ζω­ῆς του ὁ Ἅ­γι­ος Ἀ­θα­νά­σι­ος πά­ντο­τε βρι­σκό­ταν σὲ δρά­ση. Αὐ­τὸς ὑ­πῆρ­ξε ὁ μα­χη­τι­κὸς τοῦ κι­νή­μα­τος τῶν Κολ­λυ­βά­δων. Ἀ­γω­νί­στη­κε γι­ὰ τὴν ἀ­νύ­ψω­ση τοῦ πνευ­μα­τι­κοῦ ἐ­πι­πέ­δου τῶν συ­μπα­τρι­ω­τῶν του. Μὲ ζῆ­λο πο­λέ­μη­σε τὸν βολ­ται­ρι­σμό, ἀ­θεϊ­σμὸ καὶ εὐ­ρω­παϊ­κὴ παι­δεί­α καὶ ὑ­πε­ρά­σπι­σε τὴν ἐκ­κ­λη­σι­α­στι­κὴ παι­δεί­α καὶ φι­λο­σο­φί­α λέ­γο­ντας ὅ­τι οἱ πα­τέ­ρες τῆς Ἐκ­κ­λη­σί­ας μᾶς δί­νουν λύ­σεις σὲ ὅ­λα τὰ φι­λο­σο­φι­κὰ θέ­μα­τα. Ἐξ αἰ­τί­ας αὐ­τῆς τῆς ἀ­κλό­νη­της στά­σης ἦρ­θε σὲ σύ­γκρου­ση μὲ τὸν ἐ­πι­φα­νέ­στε­ρο ἀλ­λὰ δυ­τι­κί­ζο­ντα λό­γι­ο τῆς ἐ­πο­χῆς, τὸν Ἀ­δα­μά­ντι­ο Κο­ρα­ῆ.

Ἔ­γρα­ψε πολ­λὰ ἔρ­γα ἀ­πο­λο­γη­τι­κοῦ, λει­τουρ­γι­κοῦ καὶ παι­δα­γω­γι­κοῦ πε­ρι­ε­χο­μέ­νου. Κα­τὰ τὸν ρω­μαι­ο­κα­θο­λι­κὸ ἐ­πί­σκο­πο L. Petit, ὁ Πά­ρι­ος ὑ­πῆρ­ξε "ὁ  πλέ­ον δι­ά­ση­μος ἕλ­λη­νας τοῦ 18ου αἰ­ῶ­νος με­τὰ τὸν Εὐ­γέ­νι­ο Βούλ­γα­ρη" (14). Ἡ Ὀρ­θό­δο­ξη Ἐκ­κ­λη­σί­α, ἐ­κτι­μῶ­ντας τὸ ἔρ­γο καὶ τὴν ἁ­γι­ό­τη­τα τοῦ βί­ου του, τὸν συ­γκα­τέ­λε­ξε στὴν χο­ρεί­α τῶν Ἁ­γί­ων τὸ ἔτος 1995.

 

5. Με­τα­ξὺ τῶν γνω­στῶν ὁ­πα­δῶν τοῦ κολ­λυ­βα­δι­κοῦ κι­νή­μα­τος συ­γκα­τα­λέ­γο­νται ἐ­πί­σης ὁ ὁ­σί­ας μνή­μης κα­θη­γού­με­νος τῆς Μο­νῆς Εὐ­αγ­γε­λι­σμοῦ Σκι­ά­θου ἱ­ε­ρο­μό­να­χος Νή­φων ὁ Κοι­νο­βι­άρ­χης, ὁ Γέ­ρων Ἱ­ε­ρό­θε­ος κα­θη­γού­με­νος τῆς Μο­νῆς Προ­φή­του Ἠ­λι­οὺ Ὕ­δρας, ὁ Ἰ­ά­κω­βος ὁ Πε­λο­πον­νή­σι­ος, ὁ Ἀ­γά­πι­ος ὁ Κύ­πρι­ος, ὁ Χρι­στό­φο­ρος Προ­δρο­μί­της καὶ ὁ Ὅ­σι­ος Ἀρ­σέ­νι­ος τῆς Πά­ρου.

 

 

β΄.  Τῶν Ἀ­ντι­κολ­λυ­βά­δων.

 

Ἀ­πὸ τὶς πη­γὲς φαί­νε­ται ὅ­τι οἱ ἀ­ντι­κολ­λυ­βά­δες ἦ­ταν πο­λυ­α­ρι­θμό­τε­ροι τῶν Κολ­λυ­βά­δων. Οἱ κυ­ρι­ώ­τε­ροι ἀ­πὸ τοὺς ἀρ­χη­γοὺς τους ἦ­ταν ὁ Θε­ο­δώ­ρη­τος ἀ­πὸ τὰ Ἰ­ωάν­νι­να καὶ ὁ Βησ­σα­ρί­ων ἀ­πὸ τὴν Ρα­ψά­νη τῆς Θεσ­σα­λί­ας.

 

 

1. Ὁ Θε­ο­δώ­ρη­τος ὁ ἐξ Ἰ­ωαν­νί­νων.

 

Λό­γι­ος καὶ αὐ­τὸς ἁ­γι­ο­ρεί­της τοῦ Ι­Η΄ αἰ­ῶ­να, γνω­στὸς γι­ὰ τὸν φι­λε­λευ­θε­ρι­σμό του. Μο­να­χὸς τῆς Σκή­τε­ως τῆς Ἁ­γί­ας Ἄν­νης καὶ γι­ὰ ἕ­να ὁ­ρι­σμέ­νο χρο­νι­κὸ δι­ά­στη­μα ἡ­γού­με­νος τῆς Ἱ. Μο­νῆς Ἐ­σφι­γμέ­νου.

Ὁ Θε­ο­δώ­ρη­τος ἦ­ταν γι­ὰ τοὺς Ἀ­ντι­κολ­λυ­βά­δες ὅ,τι καὶ ὁ Ἅ­γι­ος Ἀ­θα­νά­σι­ος ὁ Πά­ρι­ος γι­ὰ τοὺς Κολ­λυ­βά­δες, ὁ μα­χη­τι­κὸς τῆς ὁ­μά­δας (15). Ἦ­ταν ὁ πρω­τερ­γά­της τῆς ἔ­ρι­δας, τη­ρῶ­ντας στά­ση ἀ­ντι­κολ­λυ­βα­δι­κή. Θε­ω­ρεῖ­ται ἕ­νας ἀ­πὸ τοὺς πρώ­τους ἐ­ρευ­νη­τὲς τῶν βι­βλι­ο­θη­κῶν τοῦ Ἁ­γί­ου Ὄ­ρους τοῦ ὁ­ποί­ου τὴν ἱ­στο­ρί­α συ­νέ­γρα­ψε. Τὸ 1799 ἐκ­δό­θη­κε στὴν Λει­ψί­α ἀ­νώ­νυ­μος ἑρ­μη­νεί­α του στὴν Ἀ­πο­κά­λυ­ψη, ἡ ὁ­ποί­α κα­τα­δι­κά­στη­κε γι­ὰ δο­γμα­τι­κὰ σφάλ­μα­τα καὶ ἀ­πα­γο­ρεύ­τη­κε ἡ κυ­κλο­φο­ρί­α της ἀ­πὸ τὸ Οἰ­κου­με­νι­κὸ Πα­τρι­αρ­χεῖ­ο. Ὁ Θε­ο­δώ­ρη­τος ἐ­νήρ­γη­σε καὶ στὴν τύ­πω­ση τοῦ "Πη­δα­λί­ου" τοῦ Ἁ­γί­ου Νι­κο­δή­μου, ἀλ­λὰ πα­ρε­νέ­βη­κε γρά­φο­ντας ση­μει­ώ­σεις φι­λε­λευ­θέ­ρου πνεύ­μα­τος, πρᾶ­γμα ποὺ κα­τε­λύ­πη­σε τὸν Ἅ­γι­ον, ὁ ὁ­ποῖ­ος ἀ­πε­κά­λε­σε τὸν Θε­ο­δώ­ρη­το "ψευ­δά­δελ­φο". Ἀλ­λὰ καὶ ἀρ­γό­τε­ρα ἀ­πο­σφρά­γι­σε καὶ νό­θευ­σε ἐ­πι­στο­λὲς τοῦ Ἁ­γί­ου κα­τη­γο­ρῶ­ντας τον μπρο­στὰ στὴν Σύ­νο­δο τοῦ Οἰ­κου­με­νι­κοῦ Πα­τρι­αρ­χεί­ου γι­νό­με­νος κα­τ'αὐ­τὸν τὸν τρό­πο ὁ κύ­ρι­ος κα­τή­γο­ρος τῶν Κολ­λυ­βά­δων ἐ­νώ­πι­ον τῆς Με­γά­λης Ἐκ­κ­λη­σί­ας.

 

2. Ὁ Βησ­σα­ρί­ων ὁ ἐκ Ρα­ψά­νης.

 

Ἐ­λά­χι­στες πλη­ρο­φο­ρί­ες δι­α­σώ­θη­καν δυ­στυ­χῶς γι­ὰ τὸν Βησ­σα­ρί­ω­να. Γεν­νή­θη­κε στὴν κω­μό­πο­λη Ρα­ψά­νη τῆς Θεσ­σα­λί­ας πε­ρί­που τὸ 1738. Σπού­δα­σε στὰ Ἰ­ωάν­νι­να καὶ στὴν Ἀ­θω­νι­ά­δα ὡς μα­θη­τὴς τοῦ Εὐ­γε­νί­ου Βουλ­γά­ρε­ως καὶ κα­τό­πιν στὴν Κ/Πο­λη. Ἐ­κεῖ ἦ­ταν γι­ὰ ἕ­να χρο­νι­κὸ δι­ά­στη­μα δι­δά­σκα­λος τῶν παι­δι­ῶν τοῦ Με­γά­λου Λο­γο­θέ­τη, Ἀ­λε­ξάν­δρου Μαυ­ρο­κορ­δά­του. Ἀρ­γό­τε­ρα ἔ­λα­βε τὸ μο­να­χι­κὸ σχῆ­μα στὸ Ἅ­γι­ον Ὄ­ρος με­το­νο­μα­ζό­με­νος ἀ­πὸ Βα­σί­λει­ος σὲ Βησ­σα­ρί­ω­να καὶ ἔ­ζη­σε στὴν Νέ­α Σκή­τη. Εἶ­χε φή­μη πε­παι­δευ­μέ­νου καὶ ἐ­να­ρέ­του μο­να­χοῦ τοῦ Ι­Η΄ αἰ­ῶ­νος καὶ ἀ­πε­λάμ­βα­νε με­γά­λης ἐ­κτι­μή­σε­ως τό­σο στὸν Ἄ­θω­να ὅ­σο καὶ στὴν Κ/Πο­λη. Ὁ ρό­λος τοῦ Βησ­σα­ρί­ω­να στὴν χο­ρεί­α τῶν Ἀ­ντι­κολ­λυ­βά­δων δὲν ἦ­ταν καὶ τό­σο κα­λός. Με­τέ­βη­κε στὴν Κ/Πο­λη ὅ­που συ­κο­φά­ντι­σε στοὺς τα­γοὺς τοῦ Οἰ­κου­με­νι­κοῦ Πα­τρι­αρ­χεί­ου τὴν θε­ώ­ρη­σι τῶν Ἱ­ε­ρῶν Μνη­μο­σύ­νων καὶ τῆς συ­νε­χοῦς Θεί­ας Με­τα­λή­ψε­ως τῶν Κολ­λυ­βά­δων μο­να­χῶν, οἱ ὁ­ποῖ­οι δι­καί­ως καὶ ἀ­πέ­δω­σαν τὴν κα­τα­δί­κη τους ἀ­πὸ τὴν Με­γά­λη Ἐκ­κ­λη­σί­α σὲ αὐ­τὲς τὶς ἐ­νέρ­γει­ες τοῦ Βησ­σα­ρί­ω­να.

 

 

4.  ΟΙ  ΘΕ­Ο­ΛΟ­ΓΙ­ΚΕΣ Α­ΠΟ­ΨΕΙΣ ΤΩΝ  ΚΟΛ­ΛΥ­ΒΑ­ΔΩΝ.

 

Ἐ­ξε­τά­ζο­ντας, λοι­πόν, τὴν ἔ­ρι­δα αὐ­τὴ μέ­σα στὰ γε­νι­κὰ πλαί­σι­α τῆς ἐ­πο­χῆς καὶ τῶν πνευ­μα­τι­κῶν τά­σε­ών της ἀ­να­κα­λύ­πτο­με τὰ ἐ­σω­τε­ρι­κὰ αἴ­τι­α καὶ τὶς προϋ­πο­θέ­σεις, ποὺ τὴν δη­μι­ούρ­γη­σαν. Κατ᾿ ἀρ­χὴν πρέ­πει νὰ ποῦ­με ὅ­τι τὸ κί­νη­μα τῶν Κολ­λυ­βά­δων, μο­λο­νό­τι ξε­κί­νη­σε ἀ­πὸ μί­α φαι­νο­με­νι­κά μι­κρὴ ἀ­φορ­μή, πο­λὺ γρή­γο­ρα παίρ­νει μί­α πνευ­μα­τι­κὴ εὐ­ρύ­τη­τα, ποὺ ξε­περ­νᾶ κα­τὰ πο­λὺ τὴν ἔ­ρι­δα τῶν μνη­μο­σύ­νων. Εἶ­ναι ἕ­να κί­νη­μα ἐμ­μο­νῆς στὶς σω­στὲς βά­σεις τῆς Ὀρ­θο­δο­ξί­ας, στήν πε­μπτου­σί­α της, στὸ βα­σι­κό της θε­μέ­λι­ο, ποὺ δὲν εἶ­ναι ἄλ­λο ἀ­πὸ τὴν λα­τρεί­α της. Γι᾿ αὐ­τὸ γί­νε­ται σα­φὲς ὅ­τι ἡ ἔ­ρι­δα ἔ­θε­σε οὐ­σι­α­στι­κὰ τὸ πρό­βλη­μα τοῦ θε­ο­λο­γι­κοῦ νο­ή­μα­τος τῆς λει­τουρ­γι­κῆς πα­ρα­δό­σε­ως τῆς Ἐκ­κ­λη­σί­ας. Τὸ ἐ­ρώ­τη­μα ποὺ πρέ­πει νά λύ­σο­με εἶ­ναι τὸ ἑ­ξῆς: Ὑ­πάρ­χει ἄ­ρα­γε κά­ποι­α σχέ­σι ἢ κά­ποι­α μυ­στι­κὴ ἑ­νό­τη­τα με­τα­ξὺ τοῦ συμ­βό­λου καὶ τῆς πρα­γμα­τι­κό­τη­τος, ποὺ αὐ­τὸ ἐκ­φρά­ζει, με­τα­ξὺ τοῦ πα­ρελ­θό­ντος καὶ τοῦ πα­ρό­ντος, δη­λα­δὴ με­τα­ξὺ τῆς καθ᾿ αὑ­τὸ πα­ρα­δό­σε­ως τῆς Ἐκ­κ­λη­σί­ας καὶ τῶν ἱ­στο­ρι­κῶν "ἐν­σαρ­κώ­σε­ων" καὶ μορ­φῶν της; Καὶ ἐ­ὰν ὑ­πάρ­χει, τό­τε ποι­ά;

"Ναί, ὑ­πάρ­χει", ἀ­πή­ντη­σαν οἱ φι­λο­κα­λι­κοὶ Κολ­λυ­βά­δες, γι­α­τὶ στὴν Ὀρ­θο­δο­ξί­α αὐ­τὲς οἱ δύ­ο πλευ­ρὲς τῆς πνευ­μα­τι­κῆς ζω­ῆς εἶ­ναι ἀ­χώ­ρι­στες. Ὁ "κα­νό­νας τῆς λα­τρεί­ας" τῆς προ­σευ­χῆς καὶ τὸ Τυ­πι­κὸ πρέ­πει ὀρ­γα­νι­κὰ νὰ πη­γά­ζουν ἀ­πὸ τὸν "κα­νό­να τῆς πί­στε­ως". Μὲ ἄλ­λα λό­γι­α ἡ θε­ο­λο­γί­α, σὰν θε­ω­ρί­α, εἶ­ναι στε­νὰ συν­δε­δε­μέ­νη μὲ τὴν λα­τρεί­α καὶ τὴν πνευ­μα­τι­κὴ ζω­ὴ τῆς Ἐκ­κ­λη­σί­ας. Γι᾿ αὐ­τό, ἐ­ὰν θὰ ἀλ­λά­ξω­με τὶς θε­ο­λο­γι­κὲς ἀ­πό­ψεις μας, ἀλ­λά­ζει καὶ ἡ πνευ­μα­τι­κὴ ζω­ή μας. Ἀ­κρι­βῶς γι᾿ αὐ­τὸ τὸν λό­γο οἱ ἅ­γι­οι Πα­τέ­ρες ἀ­γω­νί­ζο­νταν γι­ὰ τὴν ἀ­κε­ραι­ό­τη­τα τῆς πί­στε­ως ἔ­να­ντι τῶν αἱ­ρε­τι­κῶν. Ἀ­ντι­θέ­τως, ἐ­ὰν θὰ ἀλ­λά­ξω­με κά­τι στὴν λα­τρεί­α μας, τό­τε δι­α­σα­λεύ­ε­ται ἡ θε­ο­λο­γί­α καὶ ἡ δι­δα­σκα­λί­α τῆς Ἐκ­κ­λη­σί­ας. Κα­τὰ τοὺς ἁ­γί­ους Πα­τέ­ρες ὑ­πάρ­χει κά­ποι­α μυ­στι­κὴ με­το­χὴ καὶ κοι­νω­νί­α με­τα­ξὺ τοῦ συμ­βό­λου καὶ τῆς πρα­γμα­τι­κό­τη­τος, ποὺ αὐ­τὸ ἐκ­φρά­ζει· γι᾿ αὐ­τὸ καὶ εἶ­ναι ἀ­χώ­ρι­στα με­τα­ξύ τους. Αὐ­τὴ ἡ ἀ­ντί­λη­ψη ὑ­πο­γραμ­μί­ζε­ται ἰ­δι­αί­τε­ρα στὰ συγ­γ­ράμ­μα­τα τοῦ ἁ­γί­ου Δι­ο­νυ­σί­ου τοῦ Ἀ­ρε­ο­πα­γί­του, τοῦ ἁ­γί­ου Μα­ξί­μου τοῦ Ὁ­μο­λο­γη­τοῦ, στοὺς εἰ­κο­νο­φί­λους Πα­τέ­ρες τῆς Ζ΄ Οἰ­κου­με­νι­κῆς Συ­νό­δου καὶ ἄλ­λους Πα­τέ­ρες τῆς Ἀ­να­το­λῆς. Γι᾿ αὐ­τὸ ἐ­ὰν θέ­λω­με νά ἀλ­λά­ξω­με κά­τι στὴν ζω­ὴ τῆς Ἐκ­κ­λη­σί­ας, πρέ­πει νά εἴ­μα­στε πο­λὺ προ­σε­κτι­κοὶ γι­ὰ νὰ μήν ἐγ­γί­σω­με τὰ οὐ­σι­ώ­δη στοι­χεῖ­α καὶ νὰ μὴν ἀ­να­τρέ­ψω­με, ἐξ αἰ­τί­ας τῆς ἀ­ναι­σθη­σί­ας μας, τὸ οἰ­κο­δό­μη­μα τῆς Ἐκ­κ­λη­σί­ας.

Ἐ­πά­νω σὲ αὐ­τὸ ἀ­κρι­βῶς οἱ ἀ­ντί­πα­λοι τῶν Κολ­λυ­βά­δων δὲν ἔ­χουν καμ­μί­α αἴ­σθη­ση, εἴ­τε λό­γῳ ἀ­γνοί­ας εἴ­τε πά­λι λό­γῳ φι­λο­σο­φι­κῶν καὶ θε­ο­λο­γι­κῶν ἐ­πι­δρά­σε­ων τῆς Δύ­σε­ως. Ὁ Ρω­μαι­ο­κα­θο­λι­κι­σμὸς στὸ πρό­σω­πο τῆς σχο­λα­στι­κῆς θε­ο­λο­γί­ας, καὶ πε­ρι­σό­τε­ρο ὁ Προ­τε­στα­ντι­σμός, εἶ­χαν κη­ρύ­ξει τὸν χω­ρι­σμὸ καὶ τὴν ἀ­νε­ξαρ­τη­σί­α τῆς λα­τρεί­ας ἀ­πὸ τὸ δό­γμα τῆς πί­στε­ως. Οἱ Ἀ­ντι­κολ­λυ­βά­δες, λοι­πόν, ἔ­χο­ντας τέ­τοι­α ἐ­σφαλ­μέ­νη θε­ο­λο­γι­κὴ βά­ση πο­λὺ εὔ­κο­λα, καὶ χω­ρὶς ἐμ­βά­θυν­ση στὸ νό­η­μα τοῦ ἐκ­κ­λη­σι­α­στι­κοῦ Τυ­πι­κοῦ καὶ τῆς λα­τρεί­ας, προ­σάρ­μο­ζαν τὴν ζω­ὴ τῆς Ἐκ­κ­λη­σί­ας στὶς ἱ­στο­ρι­κὲς συν­θῆ­κες καὶ τὶς κα­θη­με­ρι­νὲς ἀ­νά­γκες τους. Αὐ­τοὶ δὲν εἶ­χαν συ­ναί­σθη­ση ὅ­τι οἱ ἀλ­λα­γὲς πρέ­πει νὰ γί­νω­νται πά­ντο­τε ἀ­νά­λο­γα μὲ τὸ πε­ρι­ε­χό­με­νο τῆς πί­στε­ως, καὶ ὄ­χι ἀ­νά­λο­γα μὲ τὶς ἀ­παι­τή­σεις τοῦ κό­σμου, γι­α­τὶ ἔ­τσι "ὁ χρό­νος καὶ οἱ ἀ­νά­γκες τῆς ζω­ῆς γί­νο­νται κρι­τή­ρι­ο τῶν λει­τουρ­γι­κῶν πρά­ξε­ων καὶ συμ­βό­λων. Δη­λα­δὴ μὲ ἕ­να ἐ­ξω­τε­ρι­κὸ τρό­πο καὶ χω­ρὶς βά­θος ἀ­ντι­με­τω­πί­ζε­ται ἡ ζω­ὴ τῆς Ἐκ­κ­λη­σί­ας" (16).

Ἀ­ντί­θε­τα, οἱ Κολ­λυ­βά­δες δὲν ἤ­θε­λαν νὰ ἐ­ξυ­πη­ρε­τοῦν τὶς θρη­σκευ­τι­κὲς ἀ­νά­γκες τῶν ἀν­θρώ­πων, ἀλ­λ᾿ ἤ­θε­λαν νὰ λα­τρεύ­ουν τὸν Θε­ό. Ἡ λα­τρεί­α, κα­τὰ τοὺς Κολ­λυ­βά­δες, πρέ­πει νὰ εἶ­ναι μί­α προ­σφο­ρά, ἕ­να δῶ­ρο ἀ­γά­πης τοῦ ἀν­θρώ­που πρὸς τὸν Θε­ό, καὶ ὄ­χι ἕ­να ἁ­πλὸ σύ­στη­μα ἐ­ξυ­πη­ρε­τή­σε­ως τῶν θρη­σκευ­τι­κῶν ἀ­να­γκῶν τοῦ ἀν­θρώ­που. Εἶ­χαν τὴν ἄ­πο­ψη ὅ­τι πρέ­πει νὰ ἀ­νε­βαί­νω­με ἐ­μεῖς πρὸς τοὺς οὐ­ρα­νούς, καὶ ὄ­χι νὰ τρα­βοῦ­με τὸν οὐ­ρα­νὸ πρὸς τὴν γῆ. Μπο­ροῦ­με νὰ ποῦ­με ὅ­τι οἱ θε­ο­λο­γι­κὲς ἀ­πό­ψεις τῶν Κολ­λυ­βά­δων εἶ­ναι θε­ο­κε­ντρι­κές, στραμ­μέ­νες πρὸς τὸν Θε­ό, ἐ­νῶ τῶν Ἀ­ντι­κολ­λυ­βά­δων εἶ­ναι οὐ­μα­νι­στι­κές, στραμ­μέ­νες πρὸς τὸν κό­σμο.

Ἀ­πὸ αὐ­τὰ ποὺ εἰ­πώ­θη­καν γί­νε­ται σα­φὲς ὅ­τι ἡ ἔ­ρι­δα τῶν μνη­μο­σύ­νων ἦ­ταν ἀ­ντι­κα­το­πτρι­σμὸς αὐ­τῶν τῶν δύ­ο θε­ο­λο­γι­κῶν στά­σε­ων καὶ ὄ­χι μί­α ἀ­σή­μα­ντη δι­α­μά­χη κά­ποι­ων ἀρ­γό­σχο­λων μο­να­χῶν. Ἂς δοῦ­με, λοι­πόν, ποι­ά ἐ­πι­χει­ρή­μα­τα πα­ρέ­χουν οἱ Κολ­λυ­βά­δες ὑ­πο­στη­ρί­ζο­ντας τὶς θέ­σεις τους.

Κα­τὰ τὸν ἅ­γι­ο Ἀ­θα­νά­σι­ο τὸν Πά­ρι­ο, ἡ τέ­λε­ση τῶν μνη­μο­σύ­νων κα­τὰ τὴν Κυ­ρι­α­κὴ εἶ­ναι "ἀ­νοί­κει­ον", δη­λα­δὴ ἀ­πα­ρά­δε­κτο, καὶ "ἁ­μαρ­τι­ῶ­δες" γε­γο­νός. Ἀ­νοί­κει­ον, γι­α­τὶ δὲν πρέ­πει νὰ ψάλ­λω­νται νε­κρώ­σι­μες καὶ θρη­νώ­δεις Ἀ­κο­λου­θί­ες, κα­τὰ τὴν χαρ­μό­συ­νη αὐ­τὴν ἡ­μέ­ρα. Ἁ­μαρ­τι­ῶ­δες, γι­α­τὶ πα­ρα­βαί­νο­νται οἱ Ἀ­πο­στο­λι­κὲς Δι­α­τα­γές, οἱ ὁ­ποῖ­ες ἀ­να­φέ­ρουν: "Ἔ­νο­χος ἔ­σται ὁ κα­τη­φῶν ἡ­μέ­ραν ἑ­ορ­τῆς Κυ­ρί­ου" (17).

Ὁ ὅ­σι­ος Νι­κό­δη­μος ὁ Ἁ­γι­ο­ρεί­της στὴν "Ὁ­μο­λο­γί­α πί­στε­ώς" του πα­ρου­σι­ά­ζει πε­ρισ­σό­τε­ρα ἐ­πι­χει­ρή­μα­τα ἀ­πὸ τὸν ἅ­γι­ο Ἀ­θα­νά­σι­ο τὸν Πά­ρι­ο γι­ὰ τὴν ἀ­πα­γό­ρευ­ση τῆς τε­λέ­σε­ως τῶν μνη­μο­σύ­νων κα­τὰ τὴν Κυ­ρι­α­κή. Πρῶ­τα ἀ­πὸ ὅ­λα ἐ­ξη­γεῖ ὅ­τι ὑ­παρ­χουν δύ­ο εἴ­δη μνη­μο­σύ­νων: α΄). Ὅ­ταν ὁ ἱ­ε­ρέ­ας μνη­μο­νεύ­ει τὰ ὀ­νό­μα­τα τῶν κε­κοι­μη­μέ­νων στὴν Προ­σκο­μι­δὴ, κα­τὰ τὴν Θ. Λει­τουρ­γί­α, καὶ σ᾿ αὐ­τὴν τὴν πε­ρί­πτω­ση τὸ μνη­μό­συ­νο, ἢ μᾶλ­λον ἡ μνη­μό­νευ­ση, γί­νε­ται χω­ρὶς κα­νέ­να πέν­θος ἢ θρῆ­νο, καὶ β΄). Ὅ­ταν τὰ μνη­μό­συ­να τε­λοῦ­νται "με­τὰ κολ­λύ­βων", καὶ τό­τε πέν­θος ὑ­πάρ­χει καὶ "θρῆ­νος εἰ­σά­γε­ται". Δη­λα­δή, κα­τὰ τὸν ὅ­σι­ο Νι­κό­δη­μο, ἀ­πα­γο­ρεύ­ε­ται τὴν Κυ­ρι­α­κὴ τὸ δεύ­τε­ρο εἶ­δος τῶν μνη­μο­σύ­νων, ποὺ προ­κα­λεῖ θρῆ­νο, ἐ­νῶ δὲν ἀ­πα­γο­ρεύ­ε­ται τὸ πρῶ­το εἶ­δος, δη­λα­δὴ ἡ ἁ­πλὴ μνεί­α τῶν ὀ­νο­μά­των καὶ οἱ εὐ­χές ὑ­πὲρ τῶν κε­κοι­μη­μέ­νων στὴν Προ­σκο­μι­δή, ἔ­στω καὶ ἂν εἶ­ναι Κυ­ρι­α­κή, ἀ­φοῦ δὲν προ­κα­λεῖ πέν­θος, ποὺ δὲν ται­ρι­ά­ζει στὴν ἀ­να­στά­σι­μη αὐ­τήν ἡ­μέ­ρα. Ἐξ ἄλ­λου ἀ­πα­γο­ρεύ­ο­νται τὰ μνη­μό­συ­να κα­τὰ τὶς Κυ­ρι­α­κὲς σύμ­φω­να καὶ μὲ τὶς Ἀ­πο­στο­λι­κές Δι­α­τα­γές, ποὺ ἀ­να­φέ­ρουν ὅ­τι: "Οὐ χρὴ πεν­θεῖν ἐν ἡ­μέ­ρᾳ ἑ­ορ­τῆς".

Ὅ­πως βλέ­πο­με, γι­ὰ τοὺς Κολ­λυ­βά­δες τὰ μνη­μό­συ­να καὶ τὰ κόλ­λυ­βα δὲν εἶ­ναι μό­νο προ­σευ­χὴ γι­ὰ τοὺς νε­κρούς, ἀλ­λ᾿ εἶ­ναι "ταυ­τό­χρο­να καὶ λει­τουρ­γι­κὴ μαρ­τυ­ρί­α καὶ κή­ρυ­γμα τοῦ σαβ­βα­τι­σμοῦ τοῦ Θε­οῦ με­τὰ τὴν πρώ­τη δη­μι­ουρ­γί­α τοῦ κό­σμου· ἀλ­λὰ καὶ ἡ μαρ­τυ­ρί­α τοῦ θα­νά­του καὶ τῆς κα­θό­δου τοῦ Κυ­ρί­ου στὸν Ἅ­δη, τὴν ἡ­μέ­ρα τοῦ Με­γά­λου Σαβ­βά­του, γι­ὰ τὴν λύ­τρω­σι τῶν κε­κοι­μη­μέ­νων. Τὰ κόλ­λυ­βα συμ­βο­λί­ζουν τὸ νε­κρὸ ἄν­θρώ­πι­νο σῶ­μα, ποὺ πε­ρι­μέ­νει τὴν Ἀ­νά­στα­σι" (18). Τὸ Σάβ­βα­το, λοι­πόν, εἶ­ναι ἡ ἡ­μέ­ρα τῆς λύ­πης καὶ τοῦ θρή­νου γι­ὰ τοὺς νε­κρούς, ἐ­νῶ ἡ Κυ­ρι­α­κὴ εἶ­ναι ἡ ἡ­μέ­ρα τῆς χα­ρᾶς καὶ τῆς εὐ­φρο­σύ­νης γι­ὰ τὴν ἀ­να­με­νό­με­νη κοι­νὴ Ἀ­νά­στα­ση τῶν νε­κρῶν. Ἀ­φοῦ ἡ Κυ­ρι­α­κὴ ἔ­χει τέ­τοι­ο συμ­βο­λι­σμό, αὐ­τὸ πρέ­πει νὰ μαρ­τυ­ρεῖ­ται καὶ νὰ δι­α­κη­ρύσ­σε­ται, "καὶ τί­πο­τε δὲν πρέ­πει νά ἀ­μαυ­ρώ­ση ἢ νὰ σκε­πά­ση ἢ νά κρύ­ψη αὐ­τὸ τὸ με­γά­λο μυ­στή­ρι­ο τῆς ἡ­μέ­ρας τοῦ Κυ­ρί­ου, μὲ τὴν ὁ­ποί­α ὅ­λες οἱ ἡ­μέ­ρες, ἑ­πο­μέ­νως καὶ τὸ Σάβ­βα­το, ἀ­πο­κτοῦν τὸ πρα­γμα­τι­κὸ καὶ αἰ­ώ­νι­ο νό­η­μά τους" (19).

Τὸ κά­θε σύμ­βο­λο ἀ­ντι­στοι­χεῖ σὲ μί­α ὁ­ρι­σμέ­νη πρα­γμα­τι­κό­τη­τα καὶ, ὅ­πως λέ­γει ὁ ἅ­γι­ος Νι­κό­δη­μος, δὲν πρέ­πει νὰ ἀ­μι­γνύ­ω­νται τὰ δι­ά­φο­ρα σύμ­βο­λα, οὔ­τε οἱ δι­ά­φο­ρες, με­τα­ξύ τους. Ἀλ­λὰ, θὰ μπο­ροῦ­σε νά ρω­τή­σει κα­νείς, τί ση­μα­σί­α ἔ­χουν τὰ σύμ­βο­λα γι­ὰ τὴν ζω­ή μας; Τί μπο­ροῦν νὰ μᾶς προ­σφέ­ρουν; Ὅ­σο πε­ρισ­σό­τε­ρο συ­ναρ­μό­ζε­ται καὶ ταυ­τί­ζε­ται ὁ φυ­σι­κὸς ρυ­θμὸς τῆς ζω­ῆς τοῦ ἀν­θρώ­που μὲ τὴν Θε­αν­θρώ­πι­νη οἰ­κο­νο­μί­α, τὰ ἱ­στο­ρι­κὰ γε­γο­νό­τα μὲ τὴν λει­τουρ­γι­κὴ ἀ­νά­μνη­ση καὶ συμ­βο­λι­σμὸ τῆς ἑ­ορ­τῆς, τό­σο πε­ρισ­σό­τε­ρο ρι­ζώ­νει ὁ ἄν­θρω­πος μέ­σα στό μυ­στή­ρι­ο τῆς Θεί­ας ζω­ῆς, καὶ ἤ­δη ἐ­δῶ στὴν γῆ ἀρ­χί­ζει νά συ­νη­θί­ζει πρὸς τὴν αἰ­ώ­νι­α ζω­ή, ἀρ­χί­ζει νά ζῆ σὲ ἄλ­λες δι­α­στά­σεις. Ἔ­τσι ὁ χρό­νος μέ­σα στὸν ὁ­ποῖ­ο μέ­νο­με τώ­ρα, ἑ­νώ­νε­ται μὲ τ­γην αἰ­ω­ νι­ό­τη­τα, μέ­σα στὴν ὁ­ποῖ­α θά ζή­σο­με στὸ μέλ­λον. Ὁ κό­σμος με­τα­μορ­φώ­νε­ται καὶ ὁ ἄν­θρω­πος θε­οῦ­ται καὶ ἠ ἀ­πο­στο­λὴ τῆς Ἐκ­κ­λη­σί­ας εἶ­ναι νά προ­ε­τοι­μά­σει ἤ­δη ἐ­δῶ στὴν γῆ τὰ τέ­κνα της γι­ὰ τὴν ἄλ­λη, αἰ­ώ­νι­α ζω­ή.

Τὸ βα­σι­κώ­τε­ρο μέ­σο προ­ε­τοι­μα­σί­ας γι­ὰ τὴν μέλ­λου­σα ζω­ὴ εἶ­ναι ἡ Θ. Με­τά­λη­ψη, μέ­σῳ τῆς ὁ­ποί­ας ἐ­μεῖς, ποὺ ζοῦ­με ἐ­πὶ τῆς γῆς, ἑ­νω­νώ­μα­στε κα­τὰ χά­ριν μὲ τὸν Χρι­στὸ καὶ προ­γευ­ό­μα­στε τὴν αἰ­ώ­νι­α ζω­ή. Ἐ­δῶ πρέ­πει νὰ ὑ­πο­γραμ­μί­σω­με ὅ­τι ἡ ἐ­πι­στρο­φὴ τῶν Κολ­λυ­βά­δων πρὸς τὴν ἀρ­χαί­α ἐκ­κ­λη­σι­α­στι­κὴ τά­ξη τῆς συ­χνῆς θεί­ας Με­τα­λή­ψε­ως δὲν εἶ­ναι ἁ­πλὴ ἀ­πο­κα­τά­στα­ση τῆς πα­λαι­ᾶς πα­ρα­δό­σε­ως, ἀλ­λ᾿ ὑ­παρ­ξι­α­κὴ ἀ­νά­γκη. Προ­κει­μέ­νου νὰ ζοῦν πνευ­μα­τι­κά, νὰ προ­ση­λώ­νο­νται πρὸς τὸν Θε­ό, πρέ­πει νὰ ἔ­χουν καὶ τὴν ἀ­ντί­στοι­χη πνευ­μα­τι­κὴ ἐ­νί­σχυ­ση, τὴν θεί­α τρο­φή, τὸν "οὐ­ρά­νι­ο Ἄρ­το".

Ἐ­κεί­νη τὴν ἐ­πο­χὴ εἶ­χε ἐ­πι­κρα­τή­σει ἡ συ­νή­θει­α με­τα­ξύ τῶν χρι­στι­α­νῶν νὰ με­τα­λαμ­βά­νουν μόνο δύ­ο ἢ τρεῖς φο­ρὲς τὸν χρό­νο, γι­ὰ νὰ μὴν ὐ­πο­τι­μοῦν δῆ­θεν τὸ ἱ­ε­ρὸ μυ­στή­ρι­ο τῆς Θ. Κοι­νω­νί­ας. Αὐ­τὴ τὴν στά­ση, δη­λα­δὴ τὴν ἀ­ραι­ὰ Θ. Κοι­νω­νί­α, ὑ­πε­ρα­σπί­σθη­καν οἱ Ἀ­ντι­κολ­λυ­βά­δες, μο­λο­νό­τι αὐ­τὴ δὲν ἦ­ταν πο­τὲ κα­νό­νας τῆς Ἐκ­κ­λη­σί­ας, ἀλ­λ᾿ ἀ­ντί­θε­τα ἕ­να πα­ρο­δι­κὸ γέν­νη­μα κά­ποι­ων ἱ­στο­ρι­κῶν συν­θη­κῶν. Οἱ Κολ­λυ­βά­δες, ὅ­μως, εἶ­χαν "τὴν πε­ποί­θη­σι ὅ­τι ἡ Θ. Με­τά­λη­ψις δὲν εἶ­ναι ἐ­πι­βρά­βευ­σις τῶν τε­λεί­ων, ἀλ­λ᾿ ἐ­νί­σχυ­σις τῶν ἀ­τε­λῶν εἰς τὸν πνευ­μα­τι­κό τους ἀγῶνα", καὶ ἐπιμελοῦντο καὶ συνιστοῦσαν τὴν συχνὴ προσέλευση στὸ "ποτήριο τῆς ζωῆς" (20).

Ἀπὸ ὅλα αὐτὰ βλέπομε τοὺς ἱεροπρεπεῖς Κολλυβάδες νὰ ἐνδιαφέρονται πρωτίστως γιὰ τὸ βαθύτερο νόημα τῆς λειτουργικῆς ζωῆς, νὰ ψάχνουν γιὰ τὴν οὐσιαστικὴ ἀλήθεια τῆς Ἐκκλησίας, ποὺ θὰ μπορέσει νὰ ἀναγεννήσει τὶς ψυχὲς τῶν ἀνθρώπων καὶ νὰ τοὺς προετοιμάσει γιὰ τὴν χριστοειδῆ ἐν Ἁγίῳ Πνεύματι ζωή. Γι᾿ αὐτὸ δὲν εἶναι τυχαῖο πὼς οἱ Κολλυβάδες ἔστρεψαν τὰ βλέμματά τους πρός τοὺς Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας, ἀντλώντας μέσα ἀπὸ τὰ συγγράμματά τους τὴν ἀληθινὴ φιλοσοφία.

 

 

5.  Η  ΦΙΛΟΚΑΛΙΚΗ  ΑΝΑΓΕΝΝΗΣΗ

 

α΄.  Στὴν Ἑλλάδα.

 

Μία ἀπὸ τὶς πιὸ σημαντικὲς προσφορὲς τῶν Κολλυβάδων εἶναι καὶ ἡ ἔκδοση τῆς "Φιλοκαλίας". Ὅπως ἔχομε ἀναφέρει ἡ περισσότερη τιμὴ γιὰ τὴν συλλογή της ἀνήκει στὸν ἅγιο Μακάριο, ἀλλὰ πρέπει νὰ προσθέσωμε ἐδῶ καὶ τὸ ὄνομα τοῦ ἀόκνου "θεολόγου τοῦ κινήματος", τοῦ ὁσίου Νικοδήμου, ὁ ὁποῖος ἐπεξεργάσθηκε  ὅλα τὰ πατερικὰ κείμενα ποὺ τοῦ προσέφερε ὁ ἅγιος Μακάριος.

Ἀφοῦ στερήθηκε τήν Μητρόπολή του, ὁ ἅγιος Μακάριος, ἐλεύθερος ἀπὸ κάθε ὑλικὸ βάρος, πάμπτωχος, ἀνεχώρησε πρὸς τὸ Ἅγιον Ὄρος. Ἀλλὰ πρῶτα ἐπισκέφθηκε πολλὲς μοναστηριακὲς βιβλιοθῆκες τῆς ἠπειρωτικῆς Ἑλλάδος καὶ τῶν νησιῶν, ἐρευνώντας γιὰ τὰ νηπτικὰ, ἡσυχαστικὰ κείμενα τῶν Πατέρων. Ὅμως, τί παρεκίνησε τὸν Ἅγιο πρὸς αὐτὴ τὴν κατεύθυνση; Ὅπως εἴπαμε ἤδη, ὁ ἅγιος Μακάριος πρὶν νὰ γίνει Μητροπολίτης Κορίνθου ἦταν δάσκαλος καὶ γνώρισε ἐμπειρικὰ τὴν πνευματικὴ κατάσταση τοῦ Γένους. Ἀπό τότε ἤδη εἶχε ὀρθὰ διαβλέψει ὅτι ἡ ἐκκλησιαστικὴ ζωὴ δὲν μπορεῖ νὰ ἀποκτήσει φρόνημα γνήσια ὀρθόδοξο, χωρὶς θεολογικὸ ἦθος καὶ ὀρθοπραξία. Ἐξ ἴσου καὶ ὁ πνευματικὸς ἀγῶνας καὶ ὁ μοναχισμὸς δὲν μποροῦν νὰ προκόψουν καὶ νὰ ἔχουν καρποὺς χωρὶς θεολογικὴ θεμελίωσι καὶ πρακτικὸ ὁδηγό, γέροντα. Καὶ ὅλα αὐτὰ ὁ Ἅγιος Μακάριος τὰ εἶδε συγκεντρωμένα στὰ ἔργα τῶν Νηπτικῶν Πατέρων τῆς Ἐκκλησίας. Γι'αὐτὸ ὅλη τὴν ὑπόλοιπη ζωὴ του ἀφιέρωσε σὲ αὐτὸν τὸν σκοπό.

Ἔχοντας φθάσει λοιπὸν στὸ Ἅγιον Ὄρος ὁ Ἅγιος Μακάριος εἶχε ἤδη πολλὰ κείμενα τὰ ὁποῖα ἐμπλούτησε περισσότερο μετὰ ἀπὸ τὴν ἔρευνα στὶς ἐκεῖ βιβλιοθῆκες καὶ συγκεκριμένα στὴν Ἱ.Μονὴ Βατοπαιδίου ποὺ "ἀνεκάλυψε θησαυρὸν, ἤτοι βιβλίον περὶ ἑνώσεως τοῦ νοὸς μετὰ τοῦ Θεοῦ συλλεχθὲν εἰς ἀρχαίους χρόνους ἀπὸ μεγάλων ζηλωτῶν ἐκ πάντων τῶν Ἁγίων" (21). Μετὰ ἀπὸ αὐτὰ ἐγκαταστάθηκε στὴν Σκήτη τοῦ Ἁγίου Ἀνδρέου στὶς Καρυὲς καὶ ἀκριβῶς ἐκεῖ ἐκάλεσε τὸν νεαρὸ ἀκόμα μοναχὸ Νικόδημο, ποὺ εἶχε τότε ἡλικία εἰκοσιοκτὼ ἐτῶν, καὶ τὸν παρεκάλεσε νὰ θεωρήσει  τὴν Φιλοκαλία.

Τὴν ὀγκώδη συλλογὴ αὐτὴ ποὺ συμπεριέλαβε ὅλα τὰ κείμενα ἀσκητικῶν συγγραφέων ἀπὸ τὸν Δʹ μέχρι ΙΔʹ αἰῶνα, ὁ Ἅγιος Μακάριος ὀνόμασε "Φιλοκαλία". Τὴν ὀνομασία αὐτὴ ἐπῆρε ἀπὸ τὸν Ἅγιο Γρηγόριο τὸν Θεολόγο (+381), ὁ ὁποῖος πρῶτος ἔτσι ὀνόμασε τὴν ἐπιλογὴ τῶν τμημάτων ἀπὸ τὰ ἔργα τοῦ Ὡριγένη καὶ τὴν ὁποία παρουσίασε στὸν φίλο του Μέγα Βασίλειο. Ἡ λέξη Φιλοκαλία σημαίνει ἀγάπη πρὸς τὴν ὀμορφιά, πρὸς τὸ κάλλος.

Στὸν Ἅγιο Νικόδημο ἔμελλε νὰ θεωρήσει αὐτὸ τὸν τεράστιο ὄγκο χαρτιῶν ποὺ τοῦ παρουσίασε ὁ Ἅγιος Μακάριος. Ἔπρεπε νὰ διαβάσει, νὰ ἐπιλέξει καὶ νὰ ἐπεξεργαστεῖ αὐτὸν τὸν "θησαυρὸ", νὰ γράψει σύντομες βιογραφίες τῶν συγγραφέων τῆς συλλογῆς καὶ νὰ συντάξει τὸ προοίμιο. Ἡ δουλειὰ ἦταν μεγάλη ἀλλὰ εὐχάριστη, ἐπειδὴ συνέβαλε στὴν πνευματικὴ πρόοδο τοῦ ἰδίου τοῦ Νικοδήμου. Ἐπεξεργάζοντας τὰ κείμενα τῶν ἱερῶν Νηπτικῶν, ἂν μποροῦμε νὰ ἐκφραστοῦμε ἔτσι, κυριολεκτικὰ ἀφομοίωσε ὅλα ὅσα γράφτηκαν ἐκεῖ. Φυσικὰ αὐτὴ ἡ δουλεία ἐκτελέστηκε ὑπὸ τὴν καθοδήγησι τοῦ Ἁγίου Μακαρίου. Ἡ συνεργασία τῶν δύο Ἁγίων ἄρχισε τὸ 1777 καὶ τελείωσε σὲ πολὺ σύντομο χρονικὸ διάστημα. Ἤδη τὸ 1782 στὴν Βενετία ἐκδόθηκε ἡ "Φιλοκαλία τῶν Ἱερῶν Νηπτικῶν".

"Τὴν ἀξία τῶν προσπαθειῶν τους ἀποτιμᾶ κανεὶς βαθύτερα ἀναλογιζόμενος ὅτι τόσο εὐρὺ καὶ χρήσιμο ἔργο δὲν εἶχε μέχρι τότε ἀναληφθεῖ, ἀλλ' οὔτε μέχρι σήμερα νὰ ἔχει ὑποκατασταθεῖ ἀπὸ κάποιο καλύτερο" (22).

 

β΄.  Στὴν Ρουμανία, Ρωσσία, κτλ.

 

Ἀξιοσημείωτο εἶναι ὅτι τὸ φιλοκαλικὸ κίνημα ἐπηρέασε τὴν πνευματικὴ ζωὴ ὄχι μόνον τῆς Ἑλλάδος ἀλλὰ καὶ ἔμμεσα τῶν ὑπολοίπων Βαλκανικῶν λαῶν καὶ τῆς Ρωσίας. Ἡ ἀναγέννηση τῆς ἐκκλησιαστικῆς ζωῆς σὲ αὐτὲς τὶς χῶρες εἶναι δεμένη μὲ τὸ ὄνομα τοῦ οὐκρανικῆς καταγωγῆς μολδαβοῦ στάρετς (γέροντος) Ἁγίου Παϊσίου Βελιτσκόφσκι (1722-94), ὁ ὁποῖος μετέφρασε τὴν "Φιλοκαλία τῶν ἱερῶν Νηπτικῶν" στὴν ἐκκλησιαστικο-σλαβονικὴ γλῶσσα.

Λίγο πρὶν ξεσπάσει ἡ ἔριδα τῶν μνημοσύνων, τὸ 1746 ἦλθε στὸ Ἅγιον Ὄρος ὁ Ἅγιος Παΐσιος ζητῶντας πνευματικὸ ὁδηγὸ τὸν ὁποῖο δὲν μποροῦσε νὰ βρεῖ οὔτε στὴν Ρωσία οὔτε στὴν Μολδαβία. Δὲν πραγματοποιήθηκε ὅμως ἡ ἐπιθυμία του καὶ ἐκεῖ. Διψῶντας γιὰ πνευματικὲς ὁδηγίες ἔστρεψε τὸ βλέμμα του πρὸς τὰ ἔργα τῶν Ἁγίων Πατέρων, τὰ ὁποῖα τὴν ἐποχὴ ἐκείνη δὲν εἶχαν ἀπήχηση. Ἀκριβῶς αὐτὸ τὸ γεγονὸς τὸν παρεκίνησε νὰ μάθει τὴν ἑλληνικὴ γλῶσσα καὶ νὰ ψάχνει στὶς βιβλιοθῆκες τοῦ Ὄρους τὰ χειρόγραφα τῶν πατερικῶν κειμένων. Ἐγκαταστάθηκε στὴν Σκήτη τοῦ Προφήτου Ἠλιοὺ καὶ σιγὰ σιγὰ γύρω ἀπὸ αὐτὸν συναθροίστηκε ἡ ἀδελφότητα, ἡ ὁποία αὐξήθηκε σὲ τέτοιο βαθμὸ ποὺ ὁ Ἅγιος Παΐσιος ἀναγκάσθηκε νὰ ἐγκαταλείψει τὴν ἱερὰ χερσόνησο καὶ νὰ ἐπανέλθει στὴν Βλαχία, ἀφοῦ δὲν ὑπῆρχαν συνθῆκες γιὰ τὴν ἐπιβίωση τῆς ἀδελφότητος.

Φεύγοντας τὸ 1764 γιὰ τὴν Μολδαβία ἄφησε στὸ Ὄρος τὸν μαθητή του Γρηγόριο. Αὐτὸς προσκολήθηκε στὸν Ἅγιο Μακάριο τὸν ὁποῖο βοηθοῦσε στὴν ἀντιγραφὴ κωδίκων καὶ ταυτόχρονα ἐνημέρωνε σχετικὰ τὸν Ἅγιο Παΐσιο, τὸν ὁποῖο καὶ προμήθευε μὲ χειρόγραφα νηπτικοῦ περιεχομένου (23). Μόλις τὸ 1782 ἐκδόθηκε ἡ "Φιλοκαλία" ὁ Παΐσιος τὴν ἐπῆρε καὶ μετέφρασε στὴν σλαβονικὴ γλῶσσα.

Στὴν ρωσσικὴ Φιλοκαλία ὀφείλεται ἡ ἀναγέννηση τῆς ἐκκλησιαστικῆς ζωῆς τῆς Ρωσσίας τοῦ ΙΗʹ αἰῶνα, ἐξοχώτερος ἐκπρόσωπος τῆς ὁποίας ἦταν ἡ Μονὴ τῆς Ὄπτινα, ποὺ ἄσκησε ἀποφασιστικὴ ἐπίδραση καὶ στὴν ὁμάδα τῶν σλαβοφίλων στοχαστῶν, οἱ ὁποῖοι δὲν ἔχουν καμμία ἀπολύτως σχέση μὲ τοὺς πανσλαβιστές. Οἱ ἀπόψεις τῶν σλαβοφίλων συμπίπτουν μὲ τὶς ἀπόψεις τῶν παραδοσιακῶν τῆς Ἑλλάδος, ὥστε "ἡ χώρα ξαναβρίσκοντας τὶς λαϊκὲς, ὀρθόδοξες ρίζες της θὰ μποροῦσε νὰ προικισθεῖ μὲ μία παιδεία σύμφωνη μὲ τὸ αὐθεντικὸ πνεῦμα τοῦ Χριστιανισμοῦ" (24).

Αὐτὸ ἀκριβῶς τὸ γεγονὸς τῆς πνευματικῆς ἐπιδράσεως τῶν Κολλυβάδων ἔδωσε τὸ δικαίωμα στὸν Ἀρχιμ. Ἀμφιλόχιο Ράντοβιτς νὰ μιλάει γιὰ  "Φιλοκαλικὸ κίνημα" ἀντὶ γιὰ "κολλυβαδικὸ", λέγοντας ὅτι μία τέτοια ὀνομασία δὲν μπορεῖ "νὰ ἐκφράζει, οὔτε νὰ συμπεριλάβει ὅλες τὶς διαστάσεις αὐτοῦ τοῦ πολύπλευρου κινήματος" (25). Ὅμως σύμφωνα καί μὲ ὅσα ἔχουν ἀναφερθεῖ, ὁ ὅρος "κολλυβαδικό" κίνημα, δὲν ἀποκλείει καθόλου τὴν "φιλοκαλικὴ" ἔννοιά του.

 

6. Η ΕΠΙΔΡΑΣΗ ΤΩΝ ΚΟΛΛΥΒΑΔΩΝ ΣΤΗΝ ΠΝΕΥΜΑΤΙΚΗ ΖΩΗ ΤΗΣ ΝΕΩΤΕΡΑΣ ΕΛΛΑΔΟΣ

 

Μετὰ τὴν ἔριδα τῶν μνημοσύνων, οἱ περισσότεροι ἀπὸ τοὺς Κολλυβάδες τοῦ Ἄθω ἐξακολούθησαν νὰ ἀφήνουν τὸ Ἅγιον Ὄρος καὶ νὰ σκορπίζονται στὴν ὑπόλοιπη Ἑλλάδα, ἰδιαιτέρως στὰ νησιὰ τοῦ Αἰγαίου, ἱδρύοντας μοναστήρια ποὺ ἔγιναν οἱ ἑστίες τῆς διαδόσεως τῶν ἰδεῶν τοῦ ἀφυπνιστικοῦ αὐτοῦ κινήματος.

Μία σημαντικὴ ὄψη τοῦ ρόλου τους ὑπῆρξε τὸ λειτούργημα τοῦ πνευματικοῦ πατρός-γέροντος καὶ συμβούλου τοῦ ὑπόδουλου λαοῦ. Πολλὲς φορὲς στάθηκαν οἱ καθοδηγητὲς καὶ ἐμψυχωτὲς τῶν Νεομαρτύρων τῆς Ὀθωμανικῆς κυριαρχίας. Αὐτοὶ συνήθως ἦταν χριστιανοὶ ποὺ σὲ μία στιγμὴ ἀδυναμίας, ἐγκατέλειψαν τὴν πίστη τους καὶ ἀσπάστηκαν τὸν ἰσλαμισμὸ ἀπὸ φόβο ἢ συμφέρον. Κυριευμένοι ἀπὸ μετάνοια, ἔμπαιναν στὴν καθοδήγηση κάποιου ὀνομαστοῦ μοναχοῦ, περνοῦσαν μερικὰ χρόνια σὲ μία αὐστηρὴ ἄσκηση καὶ ἀκριβὴ τακτικὴ τῆς ἡσυχαστικῆς προσευχῆς, καὶ μετὰ πήγαιναν νὰ μαρτυρήσουν ἐπισήμως τὴν ἐπιστροφὴ τους ἐνώπιον τῶν Ὀθωμανῶν, ὅπου καὶ καταδικάζονταν σὲ θάνατο. Τὸ παράδειγμά τους ὑπῆρξε ἕνα ἀπὸ τὰ κύρια στηρίγματα τῆς πίστεως τοῦ ἑλληνικοῦ λαοῦ ὑπὸ τὴν κυριαρχία τῶν μουσουλμάνων (26).

Ἀλλὰ ἡ προσφορὰ τῶν ἁγίων Γερόντων Κολλυβάδων ἐπεκτάθηκε καὶ σὲ ἄλλους τομεῖς τῆς ἐθνικῆς ζωῆς, ὅπως τὴν ὑποστήριξη τῶν ἀγωνιστῶν γιὰ τὴν ἀπελευθέρωση τοῦ γένους ἀπὸ τὸν τουρκικὸ ζυγό. Χαρακτηριστικὸ τὸ παράδειγμα τῆς κολλυβαδικῆς Μονῆς Εὐαγγελισμοῦ στὴ νῆσο Σκιάθο. «Κάθε φορὰ ποὺ ἡ παραμονὴ τῶν ἁρματωλῶν τῆς Θεσσαλίας καὶ Μακεδονίας στὴν στεριὰ καταντοῦσε ἀδύνατη, εὕρισκαν καταφύγιο στὴν γειτονικὴ Σκιάθο, ὅπου οἱ φιλόξενοι μοναχοὶ τοῦ Εὐαγγελισμοῦ τοὺς προσέφεραν μὲ κάθε προθυμία ὅλη τὴν δυνατὴ περίθαλψη "ἄρτους, κρέατα, τυροὺς καὶ οἶνον"» (27). Ἐξ αἰτίας αὐτῆς τῆς ἐθνικῆς του προσφορᾶς τὸ μοναστῆρι ἐξαιρέθηκε ἀπὸ τὴν φορολογία μὲ ἀπόφαση τῆς τότε Κυβερνήσεως.

Ἀλλὰ δὲν περιορίστηκε μόνον σὲ αὐτὲς τὶς προσφορὲς καὶ ἐπιδράσεις ἡ Μονὴ Εὐαγγελισμοῦ Σκιάθου. Ἡ Μονὴ ἀνέπλασε πνευματικὰ, προετοίμασε ψυχικὰ καὶ χάρισε στὴν Ἑλλάδα τοὺς δύο μεγάλους χριστιανοὺς λογοτέχνες της, τοὺς δύο Σκιαθίτες Ἀλεξάνδρους, τὸν Παπαδιαμάντη καὶ τὸν Μωραϊτίδη, τῶν ὁποίων ἡ θρησκευτικότητα, ἢ πιὸ σωστὰ χριστιανικότητα, στάθηκε ἕνα φαινόμενο μοναδικὸ ὣς τώρα στὴν νεοελληνικὴ λογοτεχία (28).

Ἐδῶ δὲν θὰ μιλήσομε γιὰ τὴν βιογραφία τῶν δύο λογοτεχνῶν, ἀλλὰ θὰ στρέψομε τὴν προσοχή μας πρὸς τὶς ρίζες τῆς πνευματικότητάς τους. Μολονότι γεννήθηκαν ἕναν αἰῶνα ἀργότερα ἀπὸ τὴν περίοδο ἀκμῆς τοῦ κολλυβαδικοῦ κινήματος, ἐπηρεάστηκαν πολὺ ἀπὸ τὴν διαχρονικότητα τῆς φιλοκαλικῆς πνοῆς του, ποὺ ἁπλώθηκε στὴ ὄμορφη νῆσο Σκιάθο μὲ τὴν ἵδρυση τῆς Ἱερᾶς Μονῆς τοῦ Εὐαγγελισμοῦ, τὸ "νέο μοναστῆρι", ὅπως τὸ ἀποκαλοῦσαν οἱ ντόπιοι. Ἱδρυτὲς του τὸ 1794 οἱ ἐξορισμένοι ἁγιορεῖτες Κολλυβάδες, ὁ ἱερομόναχος Γρηγόριος Σκιαθίτης καὶ ὁ γέροντάς του ἱερομόναχος Νήφων ὁ Χίος, ὁ ὁποῖος στάθηκε καὶ ὁ πρῶτος ἡγούμενος ἐκεῖ, ἐπικληθεὶς ἀπὸ τοὺς συγχρόνους του "νέος κοινοβιάρχης", γνήσιος ἐνσαρκωτὴς τοῦ κολλυβαδικοῦ πνεύματος ποὺ τὸ μετέδωσε ἀνόθευτο στὸ κοινόβιό του. Τὸν διαδέχθηκε ὁ μαθητὴς του Γρηγόριος, τοῦ ὁποίου ἡ ἡγουμενία ἦταν πολὺ σύντομη, ἀφοῦ πέθανε μετὰ ἀπὸ δύο χρόνια.

Τὸν Γρηγόριο διαδέχθηκε ὁ Φλαβιανὸς, ὁ ὁποῖος ἀνεδείχθηκε ἕνας ἀπὸ τοὺς σπουδαιοτέρους στυλοβάτες τοῦ κοινοβίου αὐτοῦ. Αὐτὸν διαδέχθηκε ὁ Ἀλύπιος, ὁ ὁποῖος ἦταν ἀδελφὸς τοῦ λόγιου Ἐπιφανείου Δημητριάδη, "τοῦ Λογιωτάτου", ὅπως τὸν ἀποκαλοῦσαν τότε. Ὁ γιὸς τοῦ Δημητριάδη καὶ ἀνεψιὸς τοῦ Ἀλυπίου ἦταν ὁ περίφημος γέρων Διονύσιος. Αὐτὸς, παραφυάδα τῶν ἱεροπρεπῶν ἐκείνων Κολλυβάδων, ἦταν συγγενὴς ἐξ αἵματος μὲ τὸν παπα-Ἀδαμάντιο Μωραΐτη, τὸν πατέρα τοῦ Ἀλεξάνδρου Παπαδιαμάντη καὶ θεῖο τοῦ Ἀλεξάνδρου Μωραϊτίδη. Ὁ γέρων Διονύσιος ἐκτιμᾶτο τόσο πολὺ ἀπὸ τὰ πνευματικὰ του τέκνα, ὥστε νά γράψει γι᾿ αὐτὸν ὁ Παπαδιαμάντης: "Ἐὰν ἐγεννᾶτο πρὸ τοῦ Δ΄ αἰῶνος, θὰ ἦτο μάρτυς· ἐὰν μετὰ τὸν Δ΄ αἰῶνα, ὅσιος" (29). Ἀπὸ τέτοια περίφημη γενιὰ κρατοῦσαν τὴν φλέβα τους οἱ δύο αὐτοὶ ἐξάδελφοι. Νεκρολογῶντας τὸν ἱερέα πατέρα του ὁ Παπαδιαμάντης τὸ 1895 γράφει ὅτι αὐτὸς "ἐδιδάχθη τὴν τέλεσιν τῶν μνημοσύνων παρὰ τῶν ἱεροπρεπῶν Κολλυβάδων" (30).

Συνειδητοποιώντας οἱ δύο Ἀλέξανδροι αὐτὴν τὴν πνευματικὴ καὶ σαρκικὴ καταγωγὴ τους ἀπὸ τοὺς παλαιοὺς Κολλυβάδες, τοὺς σέβονται, τοὺς τιμοῦν, τοὺς ἀγαποῦν, ἀλλὰ καὶ ἐμβαπτίζουν τὴν πέννα τους στὸ κολλυβαδικὸ πνεῦμα τους. Ὁ Μωραϊτίδης πλέκει τὸ ἐγκώμιο τοῦ ἁγίου Νικοδήμου ὀνομάζοντάς τον "μέγαν Διδάσκαλον τοῦ αἰῶνος". Ἀλλὰ καὶ ὁ Παπαδιαμάντης στὸ διήγημά του "Τὸ Χατζόπουλο", μιλῶντας γιὰ τὸν π. Νήφωνα, τόν π. Γρηγόριο καὶ τοὺς ἄλλους συνασκητές τους, προσθέτει ἐπεξηγηματικά: "Οὗτοι...ἦσαν οἱ λεγόμενοι Κολλυβάδες ὑποστάντες διωγμὸν καὶ εἰς αὐτὸ τὸ Ἅγιον Ὄρος, διότι ἐπέμενον εἰς τὴν ἀκρίβειαν, καὶ δι᾿ ἄλλα πολλὰ πράγματα, καὶ ὅπως μὴ τὰ μνημόσυνα τῶν νεκρῶν τελῶνται τὰς Κυριακάς. Ψυχοσάββατον ὑπάρχει, ἀλλὰ ψυχοκυριακὴν ἠκούσατε ποτέ σας χριστιανοί;" (31). Ἡ σημασία, ποὺ δίνει ὁ Παπαδιαμάντης στὴν λειτουργικὴ καὶ λατρευτικὴ ζωὴ τῆς Ὀρθοδοξίας, μᾶς φανερώνει πάλι τοὺς πνευματικοὺς προγόνους του.

Τὰ παιδικὰ χρόνια γιὰ κάθε ἄνθρωπο εἶναι πολύτιμα, ἐπειδὴ προσφέρουν τὶς ἀνεξάλειπτες ἀναμνήσεις μιᾶς ἀμέριμνης καὶ εὐτυχισμένης ζωῆς. Ἀλλὰ περισσότερο αὐτὸ ἰσχύει γιὰ ἀνθρώπους μὲ καλλιεργημένη ψυχή, ὅπως τοὺς δύο Ἀλεξάνδρους, οἱ ὁποῖοι ἀναπολοῦν συχνὰ αὐτὰ τὰ θαυμάσια χρόνια, ὅταν μὲ μεγάλη χαρὰ ἔτρεχαν στὸ μοναστήρι τῆς Εὐαγγελιστρίας, στοὺς καλοὺς καὶ εὐλαβεῖς μοναχούς. Νοσταλγικὲς εἶναι οἱ ἀναμνήσεις γιὰ τὶς κατανυκτικὲς ψαλμωδίες τῶν νυκτερινῶν ἀγρυπνιῶν καὶ τὰ μελωδικὰ κελαηδήματα τῶν ἀηδονιῶν τῆς αὐγῆς.

Δὲν θὰ εἶχε ἡ Ἑλλάδα ἕναν Μωραϊτίδη ἐὰν δὲν τοῦ ἔλεγε ὁ γέρων Διονύσιος: "Πήγαινε νὰ μάθης γράμματα!", ὅταν ὁ ἔφηβος Ἀλέξανδρος ἐξέφρασε τὴν ἐπιθυμία νὰ γίνει μοναχός. Ἔτσι μὲ αὐτὴν τὴν προτρεπτικὴ συμβουλὴ τοῦ Γέροντος κέρδισε τὸν Μωραϊτίδη ἡ ἐπιστήμη καὶ ἡ λογοτεχνία (32). Ἀλλ᾿ αὐτός, μένοντας πιστὸς στὸν νεανικό του πόθο, ἔγινε μοναχὸς στὰ τέλη τὴς ζωῆς του μὲ τὸ ὄνομα Ἀνδρόνικος.

 

ΕΠΙΛΟΓΟΣ

 

Ἄραγε, μετὰ ἀπὸ ὅλα αὐτά, μποροῦμε νὰ μιλᾶμε γιὰ "σκοταδιστὲς καὶ στενόμυαλους" Κολλυβάδες, ἢ μήπως πρόκειται γιὰ τοὺς ἐκπροσώπους ἑνὸς ἀναγεννητικοῦ κινήματος στοὺς κόλπους τῆς Ὀρθοδοξίας, τὸ ὁποῖο ἔδωσε καινούρια πνοὴ στὴν πνευματικὴ ζωὴ τοῦ γένους; Ἡ ἀπάντηση εἶναι μᾶλλον αὐτονόητη... Τὸ κίνημα τῶν Κολλυβάδων ἀπασχόλησε ζωηρὰ κατὰ τὴν ἐποχὴ ἐκείνη σχεδὸν ὅλους. Πλῆθος κληρικῶν καὶ λαϊκῶν ἀσχολήθηκε μὲ τὸ πρόβλημα τῆς ἐποχῆς, γεγονὸς ποὺ μπορεῖ νὰ θεωρηθεῖ, κατὰ τὸν γερμανὸ θεολόγο N. Bonwetsch, "ὡς ἕνα ἀκόμη δεῖγμα τῆς ἀφυπνιζομένης πνευματικῆς ζωῆς τοῦ ἑλληνικοῦ ἔθνους κατὰ τὸν ΙΗ΄ αἰῶνα" (33).

Ἔτσι τελειώνοντας, καὶ ὡς ἀνακεφαλαίωση τῆς παρούσης ἐργασίας, νομίζω πὼς  δὲν θὰ μπορέσω νὰ προσθέσω τίποτε παραπάνω ἀπὸ ὅσα ἀναφέρει ἐπὶ τοῦ θέματος ὁ καθηγητὴς π. Γ. Μεταλληνός: " Ἡ ἐμφάνιση τῶν Κολλυβάδων τὸν ΙΗ΄ αἰῶνα στὸν Ἁγιορειτικό, καὶ εὐρύτερα στὸν ἑλλαδικὸ χῶρο, σημειώνει μία δυναμικὴ ἐπιστροφὴ στὶς ρίζες τῆς ὀρθοδόξου παραδόσεως, στὸ κέντρο τῆς ὀρθοδόξου πνευματικότητος. Τὸ "κίνημά" τους, ὅπως ὀνομάσθηκε, εἶναι ἀναγεννητικό, ὅσο καὶ παραδοσιακό· προοδευτικό, ὅσο καὶ πατερικό· μὲ μία λέξη: γνήσια ὀρθόδοξο. Δέχθηκε πολλὲς ἐπιθέσεις, παρεξηγήθηκε, διαβλήθηκε ἀπὸ ὅλους ἐκείνους, ποὺ θρεμμένοι μὲ τὸ σκοτάδι τοῦ δυτικοῦ, φραγκικοῦ σχολαστικισμοῦ καὶ ἀποκομμένοι ἀπὸ τὶς Πατερικὲς ρίζες, δὲν μποροῦσαν νὰ τὸ καταλάβουν, γιατὶ εἶχαν μάθει νὰ βλέπουν τὸ ξένο σὰν δικό τους καὶ τό δικό τους σὰν ξένο... Στὸν δύσκολο ἱστορικὰ ΙΗ΄ αἰῶνα θέλησαν οἱ Κολλυβάδες νὰ ἀντιτάξουν στὸ ρεῦμα τοῦ διαφωτισμοῦ, ποὺ μὲ τὸν ὑπερτροφικὸ λογικισμό του ἀπειλοῦσε τὴν πίστη καὶ τὴν ἐκκλησιαστική παράδοση τοῦ τόπου, τὴν μυστικὴ ἐμπειρία τῆς Ὀρθοδοξίας, ποὺ σώζει τὸν ἄνθρωπο θεώνοντάς τον. Μία ὁμάδα μοναχῶν, ποὺ ζῆ μέσα στὴν Ἀποστολικὴ καὶ Πατερικὴ παράδοση τῆς νοερᾶς προσευχῆς, παίρνει τὴν ἀφορμὴ ἀπὸ κάποιο συγκεκριμένο γεγονός, ὄχι δίχως θεολογικὲς προεκτάσεις, γιὰ νὰ φωτίσει τὴν σωστὴ πορεία τῆς Ἐκκλησίας" (34).

 

 

Ἰ­ού­νι­ος 2001.

 

 

--------------------------

 

ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ

 

·        Ἁγίου Ἀθανασίου Παρίου, "Δήλωσις τῆς ἐν Ἁγίῳ Ὄρει ταραχῶν ἀληθείας", Ἀθήνα 1988.

·        Ἀρχ. Ἀμφιλοχίου Ράντοβιτς, "Ἡ Φιλοκαλικὴ Ἀναγέννησι τοῦ XVIII καὶ XIX αἰ. καὶ οἱ πνευματικοὶ καρποί της", ἔκδ. "Ἱδρύματος Γουλανδρῆ-Χόρν", Ἀθήνα 1984.

·        Βερίτη Γ., "Τὸ ἀναμορφωτικὸ κίνημα τῶν Κολλυβάδων καὶ οἱ δύο Ἀλέξανδροι τῆς Σκιάθου", περιοδ. "Ἀκτῖνες", τ. 6, σ. 99-110, Ἀθήνα 1943.

·        "Βίος καὶ πολιτεία Ἱεροθέου τοῦ μακαρίου γέροντος", ἔκδ. "Τῆνος", Ἀθήνα 1994.

·        Ἐπιφανιάδη Π., " γέροντας Διονύσιος", Ἀθήνα 1983.

·        Θ.Η.Ε. (Θρησκευτικὴ κι Ἠθικὴ Ἐγκυκλοπαιδεία), Ἀθήνα 1965.

·        π. Γ. Μεταλληνοῦ, "Μικρὰ ἱστορικά", σελ. 27-30, ("Τὸ κίνημα τῶν Κολλυβάδων"), ἔκδ. Πολιτιστικοῦ Ὁμίλου "Οἱ Ρίζες", Λευκωσία 1988

·        Μπαστιᾶ Κ., "Παπαδιαμάντης", Ἀθήνα 1974.

·        Παπαδοπούλου Σ., "Ἅγιος Μακάριος Κορίνθου", ἔκδ. "Ἀκρίτας", Ἀθήνα 2000.

·        Παπουλίδη Κ., "Τὸ κίνημα τῶν Κολλυβάδων", ἔκδ. "Ἀποστολικῆς Διακονίας τῆς    Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος,  Ἀθήνα 1971.

·        ―, "Μακάριος Νοταρᾶς (1731-1805)", ἔκδ. "Ἀποστ. Διακ. Ἐκκλ. Ἑλλ.", Ἀθήνα 1974.

·        Πάσχου Π., "Ἐν ἀσκήσει καὶ μαρτυρίῳ", ἔκδ. "Ἁρμός", Ἀθήνα 1996.

·        Ἀρχιμ. Πλακίδα Deseille, "Φιλοκαλία", ἔκδ. "Ἀκρίτας", Ἀθήνα 1999.

·        Ταχιάου Α., " Παΐσιος Βελιτσκόφσκυ (1722-94) καὶ ἀσκητικοφιλολογικὴ σχολή του", ἔκδ. "Ἰνστιτούτου Βαλκανικῶν Σπουδῶν", Θεσσαλονίκη 1973.

·        Τζώγα Χ., " περὶ μνημοσύνων ἔρις ἐν Ἁγίῳ Ὄρει κατὰ τὸν ΙΗ΄ αἰ.", Θεσ/νίκη 1969.

 

 

ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ:

 

(1) Ἀμφιλοχίου, σελ. 11.

(2) Ἀμφιλοχίου, σελ. 12.

(3) Ἀμφιλοχίου, σελ. 8.

(4) Ἀμφιλοχίου, σελ. 16.

(5) Βερίτη, σελ. 100.

(6) Παπουλίδη, σελ. 28.

(7) Ἀμφιλοχίου, σελ. 23.

(8) Παπουλίδη, σελ. 52.

(9) Τζώγα, σελ. 59.

(10) Τζώγα, σελ. 28.

(11) "Βίος Ἱεροθέου...", σελ. 24.

(12) Τζώγα, σελ. 47.

(13) Μπαστιᾶ, σελ. 42.

(14) Βλ. Παπουλίδη, σελ. 39.

(15) Παπουλίδη, σελ. 41.

(16) Ἀμφιλοχίου, σελ. 25.

(17) Βλ. Παπουλίδη, σελ. 43.

(18) Ἀμφιλοχίου, σελ. 27.

(19) Ἀμφιλοχίου, σελ. 28.

(20) "Βίος Ἱεροθέου...", σελ. 12.

(21) Ταχιάου, σελ. 109-110.

(22) Βλ. Παπαδοπούλου, σελ. 51.

(23) Παπαδοπούλου, σελ. 46.

(24) Πλακίδα, σελ. 258.

(25) Ἀμφιλοχίου, σελ. 10.

(26) Πλακίδα, σελ. 249-250.

(27) Βερίτη, σελ. 104.

(28) Βερίτη, σελ. 99.

(29) Βερίτη, σελ. 108.

(30) Μπαστιᾶ, σελ. 37.

(31) Μπαστιᾶ, σελ. 38.

(32) Ἐπιφανιάδη, σελ. 134.

(33) Θ.Η.Ε., τόμ. 7, σελ. 742.

(34) Μεταλληνοῦ, σελ. 27.

 

 

 

 

 

 

 

 

 

«Η Άλλη Όψις»