Δ Ι Α Θ Ρ Η Σ Κ Ε Ι Α Κ Ε Σ   Σ Υ Ν Α Ν Τ Η Σ Ε Ι Σ

 

Άρνησις του Ευαγγελίου και προσβολή των Αγίων Μαρτύρων

 

 

Του Πρωτοπρεσβυτέρου π. Θεοδώρου Ζήση, Καθηγητού της Θεολογικής Σχολής Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης

 

 

 

 

1.      Από το φως της Βηθλεέμ και του Ιορδάνη στο σκότος της Ασίζης

 

Δεν ήταν εκκλησιαστική η σύναξη της Ασίζης, που συνεκάλεσε ο πάπας στις 24.1.2002. Αν διαβάσει κανείς το Ευαγγέ­λιο και ερευνήσει την Ιστορία της Εκκλησί­ας δεν θα συναντήσει πουθενά τέτοια συνάντηση, τέτοιο κακό συναπάντημα. Η Εκκλησία επί δύο χιλιάδες χρόνια λει­τουργεί ως σύναξη και κοινωνία των πιστών και ορθοδόξων Χριστιανών, οι οποίοι ενωμένοι με το ένα Βάπτισμα και την μία Ευχαριστία, ομολογούν την μία πίστη εις Πατέρα, εις Υιόν και εις Άγιον Πνεύμα, εις Τριάδα ομοούσιον και αχώριστον. Όλες οι χριστιανικές συνάξεις αρχίζουν με την δοξολόγηση της βασιλείας του Πατρός και του Υιού και του Αγίου Πνεύματος ή επικα­λούνται το όνομα του Πατρός και του Υιού και του Αγίου Πνεύματος. Μετά την εναν­θρώπηση του Υιού και Λόγου του Θεού ο κόσμος φωτίσθηκε με την αληθινή θεογνω­σία του Τριαδικού Θεού, με το φως της Αγίας Τριάδος. Η Γέννηση του Χριστού «ανέτειλε τω κοσμώ το φως το της γνώσεως». Εγκαταλείπονται όλες οι άλλες ψεύτι­κες θρησκείες· στα πρόσωπα των τριών μά­γων, που προσκύνησαν τον Χριστό εκ­προσωπείται όλη η προ Χριστού θρησκεύουσα ανθρωπότης, η οποία διδάσκεται πλέ­ον να προσκυνεί τον Ήλιο της Δικαιο­σύνης, την εξ ύψους Ανατολή, το φως εκ φωτός, που έλαμψεν στον κόσμο. Στον Ιορ­δάνη ποταμό κατά την βάπτιση του Χριστού «η της Τριάδος εφανερώθη προσκύνησις».

Δεν υπάρχουν πλέον άλλα φώτα, άλλες πί­στες, άλλοι δρόμοι σωτηρίας. Ο Χριστός είναι η μοναδική οδός σωτηρίας. Ο ίδιος δια­κηρύσσει ότι «εγώ ειμί το φως του κόσμου» (Ιω. 8,12). Όποιος δεν βαδίζει μέσα στο δικό του φως βρίσκεται στο σκοτάδι και δεν ξέρει που πηγαίνει. Υιοί φωτός είναι μόνον όσοι ακολουθούν τον Χριστό και την διδασκαλία Του. Κατά τον Ευαγγελιστή Ιωάννη ο Χρι­στός είναι «το φως το αληθινόν, ο φωτίζει πάντα άνθρωπον ερχόμενον εις τον κόσμον» (Ιω. 1, 9). Από της εποχής του Αγίου Ιωάν­νου, του Βαπτιστού και Προδρόμου, του προ των Αποστόλων Αποστόλου, η Εκκλησία δια των Αγίων Αποστόλων, των Αγίων Πατέρων και των διαδόχων τους έχει μία και μοναδική αποστολή, να μαρτυρεί περί του φωτός, να αποκαλύπτει και να φανερώνει αυτό το φως στους «εν σκότει και σκιά θανάτου» καθήμε­νους και να τους οδηγεί στο δρόμο της σω­τηρίας. Στο αποστολικό και αγιοπατερικό αυτό έργο ουδέποτε υπήρξαν επιφυλάξεις και συμψηφισμοί, κοσμικές ευγένειες και εξισώσεις, συγκρητισμοί και αναμείξεις, υποχωρήσεις σε άρχοντες για λατρεία άλλων θεών ή αναγνώριση των άλλων θεών και των άλλων θρησκειών. Είτε επρόκειτο για Ιουδαίους άρχοντες, είτε για ειδωλολάτρες, είτε για Μουσουλμάνους, πού ζητούσαν αναγνώριση των δικών τους θεών και σεβασμάτων, η στάση των Χριστιανών δεν ήταν συμβιβαστική και εξισωτική, όπως συμβαίνει σήμερα με πολλούς θεολόγους και κλη­ρικούς των διαθρησκειακών συναντήσεων και διαλόγων, αλλά απόλυτη και σαφής· πουθενά αλλού, σε κανένα άλλο Θεό ή σέβασμα, δεν υπάρχει δυνατότης σωτηρίας. Ενώπιον των Εβραίων αρχόντων oδηγηθέντες οι Απόστολοι Πέτρος και Ιωάννης — αυτές είναι οι αληθινές διαθρησκειακές συναντήσεις, οι γνήσιοι διαθρησκειακοί διάλογοι — δεν τους είπαν ότι έχομε την ίδια πίστη με σας, πιστεύομε στον ίδιο Θεό, αλλά με παρρησία τους επέκριναν για την άρνηση και την σταύρωση του Χρι­στού, ο οποίος αποτελεί την μοναδική οδό και ελπίδα σωτηρίας: «Και ουκ εστίν εν άλλω ουδενί η σωτηρία· ουδέ γαρ όνομα εστίν έτερον υπό τον ουρανόν το δεδομένον εν ανθρώποις εν ω δει σωθήναι ημάς» (Πράξ.4,12).

Κατά τη διάρκεια των δύο χιλιάδων ετών επιφανείας και επιλάμψεως του θε­ϊκού Φωτός, έθνη, λαοί και άτομα φωτί­σθηκαν και εσώθηκαν ενσωματωθέντα στο σώμα του Χριστού, στη Μία, Αγία, Καθολική και Αποστολική Εκκλησία. Συναντώνται εκατομμύρια πιστών στην ευχαριστιακή συνάντηση και κοινωνία, διαρκώς και αδιαλείπτως, κάθε ημέρα σχεδόν, και όχι μόνον εύχονται «υπέρ της ειρήνης του σύμπαντος κόσμου», εις τρόπον ώστε να καθιστούν περιττή την συνάντηση της Ασίζης, αλλά και διακη­ρύσσουν ότι «είδομεν το Φως το αληθινόν, ελάβομεν πνεύμα επουράνιον, εύρομεν πίστιν αληθή αδιαίρετον Τριά­δα προσκυνούντες», πράγμα που δεν έκανε ούτε μπορούσε να κάνει η Ασίζη, γιατί εκεί υπήρχαν πολλά έθνη και λαοί, πιστεύοντα εις άλλους θεούς και μη ευρόντα την αληθή πίστη.

Από της πλευράς αυτής η Ασίζη είναι οπισθοδρόμηση, μας πηγαίνει στην προ Χριστού εποχή, είναι η Γαλιλαία των εθνών, η γη Ζαβουλών και γη Νεφθαλείμ, όπου κατά το Ευαγγέλιο υπήρχαν και συνηντώντο πολλές θρησκείες και πολ­λοί πολιτισμοί, ένα πανθρησκειακό και πολυπολιτισμικό μοντέλο, σαν αυτά που οικοδομούν σήμερα οι ηγέτες της Νέας Εποχής με κινητήριο μοχλό το Βατικανό στο χώρο της θρησκείας, και με θρησκευτικό πλανητάρχη τον πάπα. Ενώ, όμως, σε εκείνη την Γαλιλαία των εθνών η εμφάνιση και η διδασκαλία του Χρι­στού συνετέλεσε ώστε «ο λαός ο καθή­μενος εν σκότει είδε φως μέγα, και τοις καθημένοις εν χώρα και σκιά θανάτου φώς ανέτειλεν αυτοίς» (Ματθ. 4,12-16), στην νέα Γαλιλαία των Εθνών, στην Ασί­ζη, το σκότος εξακολουθεί να παραμέ­νει, τα έθνη και οι λαοί που εκπροσωπή­θηκαν, προσευχήθηκαν στους δικούς τους θεούς, δεν ακούσθηκε το κήρυγμα του Προδρόμου και του Χριστού· «Μετα­νοείτε ήγγικε γαρ η βασιλεία των ουρανών» (Ματθ. 3. 2 και 4,17).

 

 

2. Ο Χριστός είναι το πλήρωμα της αλήθειας και της ζωής. Δεν υπάρχουν κενά και χώρος για άλλες αλήθειες

 

Αντίθετα μάλιστα, αντί οι Χριστιανοί επίσκοποι, ως διάδοχοι των Αποστόλων και των Αγίων, να εφαρμόσουν το «πορευθέντες μαθητεύσατε πάντα τα έθνη βαπτίζοντες αυτούς εις το όνομα του Πα­τρός και του Υιού και του Αγίου Πνεύμα­τος» (Ματθ. 28,19) και να διακηρύξουν ότι μόνη οδός σωτηρίας, το μόνο Φως, είναι ο Χριστός, εδώ και μερικές δεκαετίες προ­ωθούν τον διαθρησκειακό συγκρητισμό. Εκτιμούν ότι θα επιτύχουν ό,τι επέτυχαν με τον διαχριστιανικό συγκρητισμό, με τον Οικουμενισμό, να αμβλύνουν δηλα­δή, τις μεταξύ των θρησκειών διαφορές και να προβάλουν τις δήθεν ομοιότητες, τα κοινά στοιχεία, εις τρόπον ώστε, και αυτό είναι τέχνασμα του Διαβόλου, να μη μείνουν περιθώρια στο Ευαγγέλιο να διεκδικεί την μοναδικότητα και την απο­κλειστικότητα της σωτηρίας, να μη μπο­ρέσουν οι άνθρωποι να στραφούν προς το Ευαγγέλιο και να σωθούν. Η νέα απά­τη του Διαβόλου με την πανθρησκεία και τις διαθρησκειακές συναντήσεις χρη­σιμοποιεί το ίδιο ψεύδος που χρησιμοποί­ησε ο Διάβολος στους πρωτοπλάστους· διέψευσε τότε όσα τους είπε ο Θεός και τους έδειξε το δικό του δρόμο, που δεν είναι πάντως δρόμος σωτηρίας αλλά πτώ­σεως και καταστροφής. Τώρα τους λέγει: Μη ακούτε τι λέγει το Ευαγγέλιο ότι μόνον ο Χριστός σώζει. Και άλλες θρη­σκείες σώζουν, γιατί και άλλες θρησκείες πιστεύουν στον ίδιο Θεό και άλλες θρη­σκείες διδάσκουν ηθικές αρχές και αξίες.

Και δυστυχώς αυτά τα υποψιθυρίζουν, γινόμενοι όργανα του Διαβόλου, «ορθό­δοξοι» πατριάρχες, αρχιεπίσκοποι, αρ­χιερείς και πανεπιστημιακοί θεολόγοι. Έχουν εντοπισθή και έχουν σχολιασθή πολλές τέτοιες ρήσεις, και θα ήταν πολύ χρήσιμο κάποιος επιμελής θεολόγος, κληρικός ή μοναχός, να τα συγκεντρώσει όλα, για να φανεί το μέγεθος της πτώσε­ως από την αλήθεια του Ευαγγελίου και την Παράδοση των Αγίων Πατέρων. Με­ρικές τέτοιες πλανεμένες γνώμες παρου­σίασε ενδεικτικά η Ιερά Μονή Οσίου Γρηγορίου του Αγίου Όρους σε ένα μικρό θαυμάσιο βιβλίο με τίτλο «Ορθοδοξία και Ισλάμ. Κριτική προσέγγισις του ακαδημαϊκού διαλόγου υπό το φως των Αγίων Πατέρων» (Εκδ. Ιεράς Μονής Οσίου Γρηγορίου, Άγιον Όρος 2000), που προλογίζει ο σοφός και ομολογητής Γέροντας ηγούμενος της Μονής π. Γεώρ­γιος Καψάνης. Καταχωρίζεται σ' αυτό γνώμη ορθοδόξου ιεράρχου σύμφωνα με την οποία «κατά βάθος, μία εκκλησία ή ένα τέμενος... αποβλέπουν στην ίδια πνευματική καταξίωση του ανθρώπου» (Αυτόθι, σελ. 17. Πρόκειται για γνώμη του μητροπολίτου Ελβετίας Δαμασκηνού). Άλλος ακαδημαϊκός θεολόγος διερωτάται και απορεί, σαν να μη έχει διαβάσει Ευαγγέλιο και Αγίους Πατέρες: «Τι λοιπόν θα εμπόδιζε τη σύγχρονη θεολογία να αναγνωρίσει στο πρόσωπο της θρη­σκείας του Μωάμεθ μίαν, "οδόν προς σωτηρίαν" των ανθρώπων;». Και συμπεραίνει ερωτών, μη δυνηθείς ακόμη να μάθει το σωτηριώδες μήνυμα του Ευαγγελίου: «Πώς μπορούμε λοιπόν να ισχυριστούμε ότι η εμφάνιση και η δράση του Μωαμε­θανισμού στον κόσμο είναι έργο του Δια­βόλου και όχι του Θεού, του Αντίχριστου και όχι του Χριστού;» (Αυτόθι, σελ. 10. Γνώμη του καθηγητού Αστ. Αργυρίου δι­δάσκοντος στη Γαλλία). Θεέ και Κύριε, έλεος! Τον Μωάμεθ τον έστειλε στον κόσμο ο Χριστός, φαίνεται, ως άλλον Παράκλητο. Δεν αρκούσε η αποστολή του Αγίου Πνεύματος, που «οδηγεί εις πάσαν την αλήθειαν». Χρειαζόμασταν και την «αλήθεια» του ψευδοπροφήτη. Θα δούμε τι λέγει ενδεικτικά περί αυτού η Εκκλησία δια στόματος των Αγίων Πατέρων και των Αγίων Μαρτύρων.

Άλλος, επίσης, θεολόγος, πανεπιστη­μιακός και αυτός, δέχεται ότι στη βίωση της μουσουλμανικής θρησκευτικότητας έχομε «δοκιμασμένους τρόπους επίγνω­σης και βίωσης της παρουσίας του Θεού και του θείου θελήματος, πλήρωμα ζωής μέσα τους και γύρω τους» (Αυτόθι, σελ. 10. Πρόκειται για γνώμη του Δρ. Θ. Γ. Τσανανά). Δυστυχώς και για τον θεολόγο αυτό ο Χριστός δεν είναι η οριστική, τε­λεία και αποτελεσματική αποκάλυψη του θελήματος του Θεού, το πλήρωμα του νόμου και των προφητών, αυτός στον οποίο υπέταξε ο Θεός τα πάντα και «εν τω αιώνι τούτω και εν τω μέλλοντι», και η Εκκλησία της οποίας είναι κεφαλή δεν είναι «το πλήρωμα του τα πάντα εν πάσι πληρουμένου» (Εφ. 1, 21-23). Έχομε ανάγ­κη και άλλου προφήτου, ωσάν να μη κατώκησε στον Χριστό «παν το πλήρωμα της θεότητας σωματικώς», και σαν να μη είμαστε εν Χριστώ οι πιστοί κατά πάντα «πεπληρωμένοι» (Κολ. 2, 9). Ο Χριστός είναι το πλήρωμα της ζωής, η οδός και η αλήθεια και η ζωή. Δεν άφησε κανένα κε­νό, για να το συμπληρώσει άλλος προφή­της, ήλθε στον κόσμο «ίνα ζωήν έχωσι και περισσόν έχωσιν» (Ιω. 10,10).

Οι άνθρωποι αντλούν και λαμβάνουν τα πάντα εκ του πληρώματος αυτού «Και εκ του πληρώματος αυτού ημείς πάντες ελά­βομεν, και χάριν αντί χάριτος· ότι ο νόμος δια Μωϋσέως εδόθη, η χάρις και η αλή­θεια δια Ιησού Χριστού εγένετο» (Ιω. 1, 16-17). Η αποκάλυψη, η φανέρωση του Θεού στον κόσμο κορυφώθηκε, σφραγί­σθηκε με την ενανθρώπηση του Θεού. Ο Χριστός είναι η αποκορύφωση, η σφραγί­δα της Αποκαλύψεως. Δεν υπάρχει μετά το Ευαγγέλιο και εκτός από το Ευαγγέλιο άλλο Ευαγγέλιο. Όπως σωστά ελέχθη το Κοράνιο είναι παραποίηση του Ευαγγελί­ου. «Πάντες οι προφήται και ο νόμος έως Ιωάννου προεφήτευσαν» (Ματθ. 11, 13). Δεν υπάρχει χώρος για άλλους προφή­τες. Τί άλλο σπουδαιότερο, εντυπωσια­κότερο, αποτελεσματικότερο θα μπο­ρούσε να κάνει ο Θεός από το να έλθει ο ίδιος στον κόσμο στο πρόσωπο του Χρι­στού. Ο Άγιος Ιωάννης ο Δαμασκηνός γράφει ότι δεν υπάρχει ούτε θα υπάρξει άλλο πιο καινούργιο γεγονός στην παγ­κόσμια ιστορία· «Και Θεός ων τέλειος άνθρωπος τέλειος γίνεται, και επιτελείται το πάντων καινόν καινότατον, το μόνον καινόν υπό τον ήλιον, δι' ου η άπειρος του Θεού εμφανίζεται δύναμις. Τί γαρ μείζον του γενέσθαι τον Θεόν άνθρωπον;» (Έκδοσις ακριβής της Ορθοδόξου πίστε­ως, κεφ. Γ' (1) 45, ΕΠΕ 1, 282). Θα μειώ­σουμε, λοιπόν, το έργο και την διδασκα­λία του ίδιου του Θεού, για να δώσουμε χώρο για συμπλήρωση στον Μωάμεθ; Εκτός και αν οι γράφοντες και λέγοντες παρόμοια δεν πιστεύουν στην θεότητα του Χριστού, όπως δεν πίστευε βέβαια και ο Μωάμεθ, γιατί αν πίστευε δεν θα είχε το θράσος να συμπληρώσει το έργο και τη διδασκαλία του Χριστού. Πρέπει να μά­θουμε οι Χριστιανοί να δοκιμάζουμε και να διακρίνουμε τα πνεύματα, την αλήθεια από την πλάνη, τους προφήτες από τους ψευδοπροφήτες, τον Χριστό από τον Αντίχριστο, κατά την σύσταση του ηγαπημένου ευαγγελιστού και θεολόγου: «Αγαπητοί, μη παντί πνεύματι πιστεύετε, αλλά δοκιμάζετε τα πνεύματα ει εκ του Θεού εστίν, ότι πολλοί ψευδοπροφήται εξεληλύθασιν εις τον κόσμον. Εν τούτω γινώσκετε το πνεύμα του Θεού, πάν πνεύμα ο ομολογεί τον Ιησούν Χριστόν εν σαρκί εληλυθότα, εκ του Θεού εστί και πάν πνεύμα ο μη ομολογεί τόν Ιησούν Χριστόν εν σαρκί εληλυθότα, εκ του Θεού ουκ έστι, και τούτο εστί το του Αντιχρί­στου ο ακηκόατε ότι έρχεται, και νυν εν τω κοσμώ εστίν ήδη» (Α' Ιω. 4,1-4).

Στην ίδια γραμμή της μη διακρίσεως των πνευμάτων, και πολύ χειρότερα μάλιστα της ταυτίσεως και εξισώσεως του Χριστια­νισμού με τον Βουδισμό, τον Ινδουισμό, το Ισλάμ, τον Ιουδαϊσμό, του Χριστού με όλους αυτούς τους ανθρώπους προφήτες ή ψευδοπροφήτες, κινείται και άλλη εκπληκτική και βλάσφημη γνώμη άλλου ετεροδόξου θεολόγου, η οποία λέγει: «Για το μέλλον ένα μόνο είναι βέβαιο· στο τέρ­μα τόσο της ανθρώπινης ζωής όσο και της πορείας του κόσμου, δεν θα στέκονται ο Βουδισμός ή ο Ινδουισμός, αλλά ούτε το Ισλάμ και ο Ιουδαϊσμός. Ναι, ούτε και ο Χριστιανισμός. Καμμιά θρησκεία. Αλλά μόνον ο ίδιος ο Άρρητος... Και στο τέρμα δεν θα στέκεται πια μεταξύ θρησκειών δια­χωριστικά κάποιος προφήτης ή φωτιστής· δεν θα στέκεται ούτε ο Μωάμεθ ούτε ο Βούδας. Μάλιστα, δεν θα στέκεται πια δια­χωριστικά ούτε και ο Ιησούς Χριστός» (Βλ. «Ορθοδοξία και Ισλάμ», Ι. Μ. Γρηγορίου, σελ. 11. Πρόκειται για τη γνώμη του γνω­στού Ρωμαιοκαθολικού θεολόγου Η. Κung, την oποία μαζί με άλλες παρουσιάζει ο Γ. Τσανανάς στο περιοδικό «Καθ' Οδόν» του θεολογικού Συνδέσμου Θεσσαλονίκης, Σεπτέμβριος-Δεκέμβριος 1992, σελ. 163, στη στήλη «Κείμενα-Απόψεις»),

Τι να σχολιάσει κανείς από την μεγα­λόστομη και βλάσφημη αυτή κενολογία. Συμπεραίνει απλώς ότι η πανθρησκειακή συνάντηση της Ασίζης είναι ο καρ­πός αυτών των θεολογικών διεργασιών, που συντελούνται αδιαμαρτύρητα και χωρίς λήψη ποιμαντικών μέτρων από την δήθεν ποιμαίνουσα αλλά περί άλλα τυρβάζουσα και νυστάζουσα Ιεραρχία, εκτός μερικών επαινετών αλλά ισχνών και ασθενών φωνών, θα συνεχίσουμε με τον σύντομο σχολιασμό αυτής της βλα­σφημίας και θα δούμε αν όντως επίσης έχουν οι θρησκείες ή μερικές θρησκείες τον ίδιο Θεό και κοινές πνευματικές και ηθικές αξίες, όπως ισχυρίζονται οι οπα­δοί του πανθρησκειακό, του διαθρησκειακού Οικουμενισμού.

~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~

Διακόψαμε την προηγούμενη ενότητα στο σημείο που παρουσιάζαμε μία συγκριτιστική άποψη σύγχρονου δυτικού θεολόγου, πραγματικά απίστευτη και βλάσφημη στην οποία έλεγε ότι στο τέλος τόσο της ανθρώπινης ζωής όσο και της ιστορίας του κόσμου δεν θα στέκονται ούτε ο Βουδισμός ή ο Ινδουισμός, ούτε το Ισλάμ και ο Ιουδαϊσμός, ούτε και ο Χριστιανισμός, ούτε άλλη θρησκεία, «αλλά μόνον ο ίδιος ο Άρρητος». Και μεταξύ των θρησκειών δεν θα στέκεται διαχωριστικά κάποιος προφήτης ή φωτιστής, ούτε ο Μωάμεθ, ούτε ο Βούδας, ούτε και ο Ιησούς Χριστός.

Από πού αντλεί αυτή τη βεβαιότητα ο συγγραφεύς; Ποια Βίβλο διαβάζει και ποιος Θεός του τα αποκάλυψε; Έχει δική του Αποκάλυψη και δική του Βίβλο; Μήπως είναι ο ίδιος προφήτης και οραματιστής και βλέπει τι θα συμβεί στο μέλλον, στα έσχατα;

Στην αρχή της ιστορίας και στο τέλος της ιστορίας, όμως στέκεται ο Χριστός- αυτός είναι το Α και το Ω, η αρχή και το τέλος (Αποκ. 1,8: « Εγώ ειμί το Α και το Ω, λέγει Κύριος ο Θε­ός, ο ων και ο ην και ο ερχόμενος, ο παντοκρά­τωρ». Αυτόθι, 21,6: «Εγώ το Α και Ω, η αρχή και το τέλος»), και αυτός θα έλθει στο τέλος, για να κρίνει ζώντας και νεκρούς, να κρίνει και τον Βούδα και τον Μωάμεθ και τους Εβραίους, εν δυνάμει τώρα και εξουσία και όχι εν ταπεινώ­σει όπως ήλθε την πρώτη φορά (Πράξ. 1,11: «Ούτος ο Ιησούς ο αναληφθείς αφ' υμών εις τον ουρανόν, ούτως ελεύσεται ον τρόπον εθεάσασθε αυτόν πορευόμενον εις τον ουρανόν». Ματθ. 24, 30: «Και τότε φανήσεται το σημείον του υιού του ανθρώπου εν τω ουρανώ και τότε κόψονται πάσαι αι φυλαί της γης και όψονται τον υιόν του ανθρώπου ερχόμενον επί των νεφελών του ουρανού μετά δυνάμεως και δόξης πολλής»). Ο «Άρρητος», που προβάλλεται ως διαφορετικός από τον Χριστό, είναι αποκύημα και πλάσμα της φαντασίας όσων τον πιστεύ­ουν, ψεύτικο και ανύπαρκτο είδωλο, μοιάζει με τον Μέγα Αρχιτέκτονα των Μασσόνων, οι οποίοι προωθούν αυτήν την πανθρησκειακή ισοπέδωση, πλανώντες και πλανώμενοι, καθή­μενοι εν τω σκότει της νέας Γαλιλαίας των εθνών, της πολυθρησκειακής και πολυπολιτισμικής Νέας Εποχής. Και έχει βέβαια δικαίωμα κανείς να πιστεύει και να γράφει ό,τι θέλει, το μεγαλύτερο δώρο του Θεού προς τον άνθρωπο είναι η ελευθερία, γιατί είναι εικόνα του Θεού. Δεν εξαναγκάζει ο Θεός κανένα, ούτε εκβιάζει. «Όστις θέλει οπίσω μου ελθείν», είπε ο Χριστός· όλα γίνονται μέσα στο φως ενώπιον των ανθρώπων και όχι εν κρυπτώ και παραβύστω. Στο σκοτάδι εργάζονται και σχεδιάζουν όσοι φοβούνται το φως, για να μη ελεγχθούν τα πονηρά τους έργα. Ο «Άρρη­τος» πού δεν ταυτίζεται με το Χριστό και το Φως είναι σκότος και πλάνη. Απορεί πάντως κανείς και εξίσταται για το μέγεθος της συγκρητιστικής και οικουμενιστικής διαβρώσεως των τελευταίων δεκαετιών, αφού καθίσταται πλέον δυνατόν οι βλάσφημες αυτές, αρνησίχριστες και αντίχριστες θέσεις, να δημοσιεύ­ονται άλλες μεν στην Επιστημονική Επετηρί­δα του Τμήματος Θεολογίας της Θεολογικής Σχολής του Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης και άλλες στο περιοδικό «Καθ' Οδόν» του «Θεο­λογικού Συνδέσμου» Θεσσαλονίκης.

 

 

3)     Έχουν οι θρησκείες τον ίδιο Θεό και κοινές ηθικές αξίες;

 

Ας δούμε τώρα μία από τις θεμελιακές θέ­σεις, που προβάλλουν όσοι οργανώνουν, συμμετέχουν, και υποστηρίζουν τις διαθρησκειακές συναντήσεις και τους διαθρησκειακούς διάλογους. Σύμφωνα με αυτή σε όλες τις θρησκείες υπάρχουν θετικά στοιχεία· οι τρεις μάλιστα μεγάλες μονοθεϊστικές θρησκείες, ο Χριστιανισμός, ο Ιουδαϊσμός και το Ισλάμ πι­στεύουν στον ίδιο Θεό. Αυτό διακηρύσσεται urbi et orbi. Άρχισε να καλλιεργείται και να δι­δάσκεται από τη Β' Βατικάνειο Σύνοδο (1962-1965) (Γράφει η σύνοδος στη διακήρυξη Nostra Aetate, για τις σχέσεις της Εκκλησίας προς τις μη χριστιανικές κοινότητες: «Με εκτίμηση ατενίζει η Εκκλησία και τους Μου­σουλμάνους, οι οποίοι λατρεύουν τον ένα και μοναδικό Θεό, τον ζώντα..., τον εύσπλαχνο και παντοδύναμο, τον δημιουργό ουρανού και γης, που μίλησε στους ανθρώπους. Αυτοί προ­σπαθούν να υποταχθούν μ' όλη τους την ψυχή ακόμη και στις κρυμμένες Του βουλές, όπως είχε υποταχθεί στο Θεό και ο Αβραάμ, στον οποίο ευχαρίστως αναφέρεται η ισλαμική πίστη. Τον Ιησού, μολονότι δεν τον αναγνωρίζουν ως Θεό, τον σέβονται ως προφήτη, και τιμούν την μητέ­ρα του Παρθένο Μαρία, την οποία και επικαλούνται κάποτε με ευλάβεια. Επί πλέον περιμένουν την ημέρα της κρίσης, για την οποία ο Θεός θα αναστήσει όλους τους ανθρώπους και θα τους ανταποδώσει. Γι' αυτό αποδίδουν σημασία στη ηθική στάση ζωής και εκφράζουν το σεβασμό τους στο Θεό ιδιαίτερα με προσευχή, ελεημοσύνη και νηστεία». Βλ. Διατάγμα­τα Β' Συνόδου Βατικανού, τεύχος 7, έκδ. «Γραφείου Καλού Τύπου», Αθήνα, σελ. 43-44), να προωθείται δε και να εφαρμόζεται από τον σημερινό πάπα Ιωάννη Παύλο Β', ο οποίος ετόλμησε πριν από δεκαπέντε χρόνια, στην Ασίζη πάλι (1986), στην Α' εν Ασίζη πανθρησκειακή σύνοδο, να συγκαλέσει την πρώτη πανθρησκειακή συνάντηση, οπού συμπροσευχήθηκαν στον ίδιο ψεύτικο Θεό όλοι οι εκεί συμπαραστάντες ετερόθρησκοι και ετερόδοξοι. Το Βατικανό και τον πάπα ακολούθησαν στη συνέχεια το Παγκόσμιο Συμβούλιο Εκκλησιών (Βλ. σχετικά Γ. Λαιμοπούλου, «Παγκόσμιο Συμβούλιο Εκκλησιών και διαθρησκειακός Διάλογος. Ενημερωτικό σημείωμα, με ιδιαίτε­ρη αναφορά στις σχέσεις με το Ισλάμ», «Καθ' Οδόν» 1992, Σεπτέμβριος - Δεκέμβριος, τεύχος 3, σελ. 43-57) και δικοί μας εκκλησιαστικοί ηγέτες. Φθάσα­με στο σημείο να εκδίδουμε γραμματόσημα, πάνω στα οποία παρίστανται καθήμενοι, κατά τον τύπο της Αγίας Τριάδος στη φιλοξενία του Αβραάμ, ένας Χριστιανός κληρικός, ένας Εβραίος ραβίνος, και ένας Μουσουλμάνος χότζας, η νέα αυτή βλάσφημη πανθρησκειακή τριάδα, όπως επίσης και στο να προσφέ­ρουμε ως δώρο σε κοινή καλαίσθητα εκτυπωμένη κασετίνα τα τρία «Ιερά» βιβλία, την εβραϊκή Βίβλο, το Ευαγγέλιο και το Κοράνιο. Αυτό αποτελεί μείξιν άμικτον, και κοινωνίαν του φωτός προς το σκότος· γιατί όχι μόνον ως προς το Κοράνιο, άλλα και ως προς την εβραϊκή Βίβλο, αν αυτή ιδωθεί και ερμηνευθεί χωρίς Χριστό, υπό το φως όχι του Ευαγγελίου αλλά της παραδόσεως των Γραμματέων και Φαρισαίων, που εσταύρωσαν τον Χριστό, ανήκει και αυτή στο σκότος, εφαρμόζονται και σ' αυτήν τα αυστηρά «ουαί», που είπε ο Χριστός προς τους Εβραίους νομοδιδασκάλους, οι οποίοι ενώ προς αυτούς πρώτα ήλθε το φως, εν τούτοις παρέμειναν στο σκοτάδι· «εις τα ίδια ήλθε, και οι ίδιοι αυτόν ου παρέλαβαν... και το φως εν τη σκοτία φαίνει, και η σκοτία αυτό ου κατέλαβεν» (Ιω. 1,5 και 1,11).

 

 

α) Τα άφωνα είδωλα και οι Άγιοι Μάρτυρες

 

Δεν έχουν οι θρησκείες τον ίδιο Θεό· ή μάλλον όλες οι θρησκείες έχουν ψεύτικους θεούς, αφού δεν πιστεύουν στον μόνο αληθινό Θεό, στον αποκαλυφθέντα Τριαδικό Θεό, στην Αγία Τριάδα, στον Πατέρα, στον Υιό και στο Άγιο Πνεύμα. Και δεν υπάρχει βέβαια λόγος να μιλήσει κανείς για το ψεύδος της θρησκείας των ειδώλων, αφού ακόμη και η Παλαιά Διαθήκη προσπαθεί να διαφυλάξει τους Ιουδαίους από την ειδωλολατρία, την οποία συνέτριψε τελικώς και αφάνισε ο Χριστός και εγελοιοποίησαν οι άγιοι μάρτυρες, όταν τους επίεζαν οι ειδωλολάτρες άρχοντες να προσκυνήσουν τα άψυχα και αναίσθητα είδωλα. Και όμως, έπαυσε και αυτό να είναι αυτονόητο, και «εσκοτίσθη η ασύνε­τος καρδία» των Χριστιανών ηγετών, αφού καλούν σε συμπροσευχές ακόμη και ειδωλολάτρες, όπως έγινε στην Καμπέρα της Αυστραλίας κατά την Ζ' Γε­νική Συνέλευση του Παγκοσμίου Συμβουλίου Εκκλησιών ή καλύτερα του Παγκοσμίου Συμβουλίου εκτροπής και παραπλάνησης των Εκκλησιών, και όπως έγινε αυτές τις ημέρες στην Β' εν Ασίζη πανθρησκειακή σύνοδο του πάπα. Δεν ισχύει πλέον αυτό που λέγει ο απόστολος Παύλος, ότι δηλαδή οι ειδωλολάτρες «εμωράνθησαν, και ήλλαξαν την δόξαν του αφθάρτου Θεού, εν ομοιώματι εικόνος φθαρτού ανθρώπου και πετεινών και τετραπόδων και ερπετών» και ότι «μετήλλαξαν την αλήθειαν του Θεού εν τω ψεύδει, και εσεβάσθησαν και ελάτρευσαν τη κτίσει παρά τον κτίσαντα»· (Ρωμ. 1,23-25). (Προσθήκη αντιγράφοντα Χ.Δ. : «Ακούνε οι οικολόγοι;»)

Ο αλάθητος πάπας είναι πάνω και από την Αγία Γραφή και καλεί και ειδωλολάτρες να προσευχη­θούν, πού; Στα αναίσθητα είδωλα, στην αναισθησία των οποίων μετέχει και αυτός, που τα σέβεται: «Τα είδωλα των εθνών, αργύριον και χρυσίον, έργα χειρών ανθρώπων στόμα έχουσι και ου λαλήσουσιν, οφθαλμούς έχουσι και ουκ όψονται, ώτα έχου­σι και ουκ ακούσονται, ρίνας έχουσι και ουκ οσφρανθήσονται, χείρας έχουσι και ου ψηλαφήσουσι, πόδας έχουσι και ου περιπατήσουσιν, ου φωνήσουσιν εν τω λαρύγγι αυτών. Όμοιοι αυτοίς γένοιντο οι ποιούντες αυτά και πάντες οι πεποιθότες επ' αυτοίς» (Ψαλμ. 113,12-16).

Η μόνη ενδεδειγμένη στάση ενός Χριστιανού επισκόπου, διαδόχου των Αποστόλων και των Αγίων Πατέρων, είναι να πράξει αυτό, που έπραξε ο Απόστολος Παύλος στην Αθήνα και αλλού· να αποτρέψει τους ειδωλολάτρες από το να απάγονται και παρασύρονται από τα «άφωνα είδωλα» (Α' Κορ. 12,2), να τους πει ότι «γένος υπάρχοντες του Θεού ουκ οφείλομεν νομίζειν χρυσώ ή αργύρω ή λίθω, χαράγματι τέχνης και ενθυμήσεως ανθρώπου, το Θείον είναι όμοιον» (Πράξ. 17, 29), να τους βγάλει από τους «χρόνους της αγνοίας» και να τους ανοί­ξει την νέα εποχή της αληθούς θεογνωσίας, χωρίς να υπολογίζει κανένα κόστος και καμμία συνέπεια, προσωπική, εθνική, εκκλησιαστική. Γιατί έτσι καθί­σταται συνυπεύθυνος της πλάνης και της ασεβείας, αφού αφήνει την εντύπωση ότι παντού υπάρχει αλήθεια, ότι όλες οι θρησκείες, παρά τις διαφορο­ποιήσεις, έχουν στοιχεία αληθείας, και είναι περιτ­τό επομένως να τους κηρύξει το Χριστό και το Ευαγγέλιο.

Ασεβούν οι της πανθρησκείας και προσβάλλουν τους Αγίους Μάρτυρες, οι οποίοι καλούμενοι από τους διώκτες τους να προσκυνήσουν τα είδωλα, όχι μόνο δεν το έπραξαν, έστω και εξωτερικά, αλλά μετεβλήθησαν σε κήρυκας και αποστόλους και διδα­σκάλους Χριστού και έσωσαν από την πλάνη πολ­λούς άλλους. Σύμφωνα με την καινούργια νοοτρο­πία, που τείνει να επικρατήσει, η στάση αυτή των Αγίων Μαρτύρων απορρίπτεται, είναι φονταμενταλιστική και ακραία, γιατί στηρίζεται στην πίστη ότι μόνον ο Χριστός είναι η αλήθεια και η ζωή, και για να μη χάσει κανείς αυτήν την αλήθεια και τη ζωή αξίζει να χύσει και το αίμα του, το ιδικό του βέβαια, όχι των άλλων, όπως κάνουν οι καμικάζι του Ισλάμ, οι οποίοι οδηγούν στον θάνατο δεκάδες άλλων ανθρώπων. Σε τίνος μάρτυρος τον βίο και την απολογία μπορεί να εντοπίσει κανείς αυτήν την νερόβραστη και χλιαρή ομολογία, ότι όλοι όσοι θρησκεύουμε είμα­στε το ίδιο, ο καθένας πιστεύει στον δικό του Θεό και κατά τον ιδικό του τρόπο; Χωρίς την παρρησία, το θάρρος, την αφοβία και την τόλμη των Αγίων Μαρτύρων, που ήλεγξαν την ασέβεια και την πλάνη, χωρίς το αίμα των Αγίων Μαρτύρων δεν θα είχε στερεωθή η Εκκλησία, δεν θα είχε αναπτυχθή αρδευ­όμενη και τροφοδοτούμενη, για να υπάρχουν σήμε­ρα επίσκοποι και θεολόγοι, που προσβάλλουν αυτήν την σταυρική πορεία και το τίμιο αίμα, την θυσία και την ομολογία των Αγίων Μαρτύρων.

 

 

β)   Ψεύτικος ο Θεός των Ιουδαίων και των Μουσουλμάνων

 

Δεν είναι μόνον οι ειδωλολάτρες ασεβείς, αγνοούντες και μη σεβόμενοι τον αληθή Θεό. Το ίδιο ισχύει και για τους Ιουδαίους και Μουσουλμά­νους, που δεν πιστεύουν αμφότεροι στην Αγία Τριάδα. Εφ' όσον κατά την αποκαλυφθείσα από τον ίδιο τον Θεό δια του Χριστού αλήθεια ο Θεός είναι ένα και τρία συγχρόνως, μονάς εν τριάδι και τριάς εν μονάδι, Πατήρ, Υιός και Άγιο Πνεύμα, οι μη δε­χόμενοι την Αγία Τριάδα, που είναι ο μόνος υπάρ­χων Θεός, πιστεύουν σε ανύπαρκτο Θεό, σε ψεύτικο Θεό, σε είδωλο ουσιαστικώς, αφού δεν υπάρχει μονοπρόσωπος Θεός, αλλά τρία πρόσωπα εν μια υποστάσει. Δεν υπήρξε εποχή κατά την οποία ο Πατήρ ήταν μόνος, χωρίς τον Υιό και το Άγιο Πνεύμα· δεν είναι κτίσματα ο Υιός και το Άγιο Πνεύμα, όπως όλα τα κτιστά όντα, κατά την πίστη του Αρείου και του Μακεδονίου, των Ιουδαίων και των Μουσουλμάνων. Είναι άκτιστα όντα, άναρχα, συναΐδια, συναιώνια, ομοούσια με τον Πατέρα. Αφ' ότου υπάρχει ο Πατήρ, υπάρχει και ο Υιός, υπάρχει και το Άγιο Πνεύμα. Άμα Πατήρ, άμα Υιός, άμα Άγιον Πνεύμα, σύγχρονα και συνδιαιωνίζοντα.

Το γεγονός ότι στην Παλαιά Διαθήκη, την οποία δήθεν ακολουθούν οι Εβραίοι, δεν παρουσιάζεται εμφανώς η Αγία Τριάδα, αυτό δεν σημαίνει ότι δεν υπάρχει και δεν διδάσκεται από την Παλαιά Διαθή­κη. Είναι ίδιος ο Θεός της Παλαιάς και της Καινής Διαθήκης. Απλώς εκεί, λόγω του κινδύνου της κυριαρχούσης πολυθεΐας των ειδωλολατρών, δεν κηρύσσεται εμφανώς, για να μη παρασυρθούν οι επιρρεπείς στην πολυθεΐα Εβραίοι και καταλήξουν σε ειδωλολατρία έπρεπε να διαφυλαχθεί έναντι της πολυθεΐας η μονοθεΐα, και να μη θεωρηθεί ότι υπάρχουν τρεις διαφορετικοί θεοί. Γι' αυτό και το­νίζεται πολύ συχνά η πίστις στον ένα Θεό. «Εγώ ειμί Κύριος ο Θεός σου... Ουκ έσονταί σοι θεοί έτεροι πλην εμού» (Έξ. 20,2,3). Και πάλι: «Άκουε, Ισραήλ· Κύριος ο Θεός σου, Κύριος εις εστί» (Δευτ. 6,4). Ο προφήτης Ησαΐας επίσης κηρύσσει εκ προσώπου του Θεού: «Εγώ γαρ, Θεός πρώτος και εγώ μετά ταύτα και πλην εμού ουκ εστί Θεός. Έμπροσθέν μου ουκ εγένετο άλλος Θεός και μετ' εμέ ουκ έσται και πλην εμού ουκ εστί» (Ησ. 43,10).

Εξ αιτίας λοιπόν της ροπής των Ιουδαίων προς την ειδωλολατρία και της ανωριμότητάς τους δεν αποκαλύφθηκε πλήρως το μυστήριο της Αγίας Τριά­δος, μολονότι υπάρχουν σαφείς υπαινιγμοί περί αυτού, πού δεν είναι του παρόντος να αναφέρουμε. Μερικοί Ιουδαίοι δεν κατάλαβαν την πρόοδο και εξέλιξη της αποκαλύψεως του Θεού, την ολοκλήρω­ση της Παλαιάς από την Κ. Διαθήκη και εξακολου­θούν να αγνοούν την Αγία Τριάδα, να μη δέχονται τη θεότητα του Χριστού και του Αγίου Πνεύματος, να μένουν στα παλαιά και ατελή και έτσι ουσιαστικώς να μη πιστεύουν στον αληθινό Θεό, τον οποίο, λόγω των Ιστορικών συνθηκών και της νηπιακής τους κατα­στάσεως, απέφυγε να εμφανίσει η Π. Διαθήκη ως Τριαδικό. Επανειλημμένως ο Χριστός με τη διδα­σκαλία του προσπάθησε να τους διδάξει αυτήν την αλήθεια και υπήρξαν πολλοί Ιουδαίοι, που την απο­δέχθηκαν, αφού εξ Ιουδαίων αποτελέσθηκε η πρώ­τη χριστιανική κοινότητα, Ιουδαίοι ήσαν οι Απόστο­λοι. Σκανδάλισε πολλούς Ιουδαίους ο Χριστός όταν παρουσίαζε τον εαυτό του ως ίσο με τον Πατέρα και ως Θεό: «Εγώ και ο Πατήρ εν εσμέν». Έβλεπαν ένα άνθρωπο και ηρνούντο να τον πιστεύσουν ως Θεάν­θρωπο· γι' αυτό και προσπάθησαν πολλές φορές να τον λιθοβολήσουν, διότι όπως του είπαν: «συ άνθρω­πος ων ποιείς σεαυτόν Θεόν» (Ιω. 10, 30, 33). Και προς τους μαθητάς του ακόμη σταδιακά εμφάνισε τη θεότητά του· επήνεσε και πρόβαλε την ομολογία του Πέτρου, όταν στο ερώτημα του «τίνα με λέγουσιν οι άνθρωποι είναι τον υιόν του ανθρώπου», εκείνος απάντησε: «Συ ει ο Χριστός ο υιός του Θεού του ζώντος» (Ματθ. 16, 16). Την ίδια καταφατική θέση διετύπωσε ο Χριστός και προς τον Καϊάφα στην απάντηση του να τους πει αν είναι Υιός του Θεού: «Εξορκίζω σε κατά του Θεού του ζώντος, ίνα ημίν είπης ει συ ει ο Χριστός ο υιός του Θεού» (Ματθ. 26, 63). Όλη η Κ. Διαθήκη, από το κήρυγμα του Ιωάννου, που μαρτύρησε περί της θεότητας του Χριστού και άκουσε ο ίδιος τον Πατέρα να μαρτυρεί περί του Υιού και είδε το Άγιο Πνεύμα να κατέρχεται ως πε­ριστερά, είναι μία συνεχής διδασκαλία και φανέρωσις του μυστηρίου της Αγίας Τριάδος.

Δεν πιστεύει λοιπόν στον αληθινό Θεό όποιος αρνείται τον Υιό και το Άγιο Πνεύμα. Οι άρχοντες των Ιουδαίων, ο χωρίς Χριστό Ιουδαϊσμός, εκου­σίως παρέμειναν τυφλοί και εξακολουθούν και σή­μερα να είναι τυφλοί μπροστά στην αλήθεια και στο φως της Τριαδικής θεότητος. Μόνο με την πίστι στο Χριστό έχει κανείς αληθή θεογνωσία και θεοπτία· «ο εωρακώς εμέ εώρακε τον Πατέρα... εγώ εν τω Πατρί και ο Πατήρ εν εμοί εστί» (Ιω. 14, 9-10). Δεν ημπορεί κανείς να γνωρίσει τον Πατέρα παρά μόνο δια του Υιού· «Ουδείς επιγινώσκει τον Υιόν ει μη ο Πατήρ, ουδέ τον Πατέρα τις επιγινώσκει ει μη ο Υιός και ω αν βούληται ο Υιός αποκαλύψαι» (Ματθ. 11, 27). Ο εκ γενετής τυφλός, ομολογήσας την θεότη­τα του Χριστού, βρήκε συγχρόνως το σωματικό και το πνευματικό φως, ενώ οι σκληρόκαρδοι Φαρισαίοι, σωματικά βλέποντες, πνευματικά ζουν στο σκοτάδι της αγνωσίας του Θεού· το ίδιο και ο σύγ­χρονος Ιουδαϊσμός· όπως διεπίστωσε και προφήτευσε ο Χριστός· «Εις κρίμα εγώ εις τον κόσμον τούτον ήλθον, ίνα οι μη βλέποντες βλέπωσι και οι βλέποντες τυφλοί γένωνται» (Ιω. 9,39),

Είναι λοιπόν ποτέ δυνατόν να υπάρξει αληθινός Χριστιανός και μάλιστα επίσκοπος, που να πιστεύει και να γράφει ότι ο Ιουδαϊσμός, όπως και ο Μουσουλμανισμός, που απορρίπτει επίσης την Αγία Τριάδα, την θεότητα του Υιού και του Αγίου Πνεύματος, πιστεύουν στον ίδιο με τους Χριστια­νούς Θεό; Οι ίδιοι οι Απόστολοι, Ιουδαίοι όντες, αγαπώντες και συμπαθούντες τους ομοφύλους των, πολύ περισσότερο από μερικούς σημερινούς Χριστιανούς ηγέτες, που υποκριτικά τους παραπλα­νούν, γράφουν και διδάσκουν ότι με την άρνηση και τη σταύρωση του Χριστού, έγιναν θεομάχοι και θεοκτόνοι, από άγνοια ίσως, την οποία πρέπει να απορ­ρίψουν, να μετανοήσουν και να σωθούν. Έτσι εξα­πλώθηκε και κηρύχθηκε το Ευαγγέλιο σε όλο τον κόσμο «και προσετίθεντο, πιστεύοντες τω Κυρίω πλήθη ανδρών και γυναικών» (Πράξ. 5,15) και όχι με συνάξεις τύπου Ασίζης, όπου αποσιωπάται, κρύβε­ται και δεν κηρύσσεται ο Χριστός, και αθετείται τα Ευαγγέλιο. Αυστηρός και τολμηρός ο λόγος του πρωτομάρτυρος Στεφάνου στηρίζεται στην Παλαιά Διαθήκη, η οποία προκατήγγειλε την έλευση του Χριστού και ελέγχει δριμύτατα τους τότε και τους σημερινούς Ιουδαίους ως προδότας καί φονείς: «Σκληροτράχηλοι και απερίτμητοι τη καρδία και τοις ωσίν, υμείς αεί τω Πνεύματι τω Αγίω αντιπίπτετε, ως οι πατέρες υμών και υμείς. Τίνα των προφητών ουκ εδίωξαν οι πατέρες υμών; Και απέκτειναν τους προκαταγγείλαντας περί της ελεύσεως του δικαίου, ου νυν υμείς προδόται και φονείς γεγένησθε» (Πράξ. 7, 51-52). Δεν είναι αυτά παρά ακριβής επα­νάληψη των όσων ο ίδιος ο Χριστός είπε εναντίον των Γραμματέων και Φαρισαίων. Τα ίδια επαναλαμ­βάνουν και οι Άγιοι Πατέρες εις τα «Κατά Ιουδαί­ων» συγγράμματα τους, τα οποία επικρίνουν οι της πανθρησκείας, οι του διαθρησκειακού Οικουμενι­σμού της Νέας Εποχής, ως φονταμενταλιστικά και φανατικά, προτείνοντες ακόμη να εξαλειφθούν και από την υμνογραφία της Εκκλησίας οι αντιϊουδαϊκές αναφορές. 0ι ισχυρισμοί όμως αυτοί προσβάλλουν και αθετούν το Ευαγγέλιο και την ζωή των Αγίων Μαρτύρων, γιατί με την νοοτροπία αυτή πρέ­πει να δεχθούμε ότι ο Χριστός, οι Απόστολοι και οι Άγιοι Μάρτυρες ήσαν φονταμενταλιστές και ακραίοι. Τους χαρίζουμε την Ασίζη και τον προοδευτισμό τους και καυχώμεθα, για το Ευαγγέλιο και τους Μάρτυρες. Θα δούμε στη συνέχεια τι λέγουν σχετικώς μερικοί από τους Αγίους Πατέρες, για να συγκριθούν προς όσα λέγουν οι σύγχρονοι «Πατέ­ρες» των συναντήσεων τύπου Ασίζης.

~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~

 

 

γ) Αφαιρέθηκε από τον Ιουδαϊσμό η Χάρις και η ευλογία του Θεού. Κρυπτοϊουδαϊσμός το Ισλάμ.

 

Στο προηγούμενο άρθρο αναφερθήκαμε ενδεικτικά σε γνώμες κληρικών και θεολό­γων, υποστηρικτών του διαθρησκειακού Οικουμενισμού, σύμφωνα με τις οποίες σε όλες τις θρησκείες υπάρχουν θετικά στοι­χεία, μερικές μάλιστα από αυτές πιστεύ­ουν στον ίδιο Θεό, όπως οι τρεις μονοθε­ϊστικές· ο Ιουδαϊσμός, ο Χριστιανισμός και ο Μουσουλμανισμός. Ανατρέψαμε εν συντομία, αυτή τη θέση, γιατί αντίκειται στο Ευαγγέλιο και προσβάλλει τους Αγί­ους Μάρτυρες, που έχυσαν το αίμα τους, για την πίστη τους στο Χριστό, την οποία θεωρούσαν ως μοναδική οδό σωτηρίας· διαφορετικά η θυσία και το μαρτύριό τους δεν έχουν νόημα, αν όντως όπου και αν πιστεύει κανείς, σώζεται. Υποσχεθήκαμε να παρουσιάσουμε τι διδάσκουν, για το Ισλάμ μερικοί από τους Άγιους Πατέρες, αφού για τον Ιουδαϊσμό έχομε τη γνώμη του ιδί­ου του Χριστού και των Αποστόλων, ακόμη και του Πρωτομάρτυρος Στεφάνου, πού ήσαν μάλιστα και Ιουδαίοι και αγαπούσαν τους ομοφύλους των, μέχρι σημείου ο Απόστολος Παύλος να εύχεται ο ίδιος να απολεσθεί, να αναθεματισθεί, προκειμένου να οδηγήσει κάποιον Ιουδαίο στην αλήθεια του Ευαγγελίου· «ηυχόμην γαρ αυτός εγώ ανάθεμα είναι από του Χριστού υπέρ των αδελφών μου, των συγγενών μου, κατά σάρκα, οίτινές εισίν Ισραηλίται» (Ρωμ.9, 3). Κηρύττοντες το Ευαγγέλιο του Χριστού στους Ιουδαίους με παρρησία και σαφήνεια ο Απόστολος Παύλος υπέστη απερίγραπτους διωγμούς, κακώσεις και ταλαιπωρίες. Αυτή είναι η αληθινή, η εν Χριστώ αγάπη, και όχι η άλλη, η ψευτοαγάπη του Σατανά, σύμφωνα με την οποία απο­κρύπτεις την αλήθεια, ώστε να μη δυσαρε­στείς και να καλοπερνάς. Αυτό είναι το νέο εφεύρημα του Σατανά, ο νέος πειρασμός, ο διαθρησκειακός και διαχριστιανικός Οικουμενισμός, όπου το μόνο πράγμα, πού δεν ενδιαφέρει κανέναν είναι το κή­ρυγμα της αλήθειας του Χριστού. Εκείνο, που ενδιαφέρει είναι η κατ' άνθρωπον και κατά κόσμον ευγένεια, το να μη θίξουμε δήθεν τον άλλον, ο κο­σμοπολιτισμός και η ψευτοευγένεια των σαλονιών, όχι το ανδρείο φρόνημα και η παλληκαριά του Προδρόμου, των Απο­στόλων και των Αγίων.

Την εξ αγάπης αντιϊουδαϊκή και παιδα­γωγική στάση του Χριστού και των Απο­στόλων εσυνέχισαν οι Άγιοι Πατέρες εις τα «Κατά Ιουδαίων» συγγράμματα τους, εισήγαγε δε και η Εκκλησία στην υμνογραφία της, ιδιαίτερα της Μ. Εβδομάδος, όπου υπάρχουν βαρύτατοι χαρακτηρι­σμοί εις βάρος των Ιουδαίων. Τον Πρω­τομάρτυρα Στέφανο επαινεί η Εκκλησία, γιατί ήλεγξε την μανία των Ιουδαίων εξ αιτίας μάλιστα αυτού του ελέγχου αξιώ­θηκε να γίνει θεόπτης· «συ γαρ την Ιου­δαίων απελέγξας μανίαν είδές σου τον Σωτήρα του Πατρός δεξιόθεν». Τα μαρ­τύρια και τα αθλήματα, που υπέμεινε έγι­ναν «βασίλειον διάδημα», που έστεψαν το κεφάλι του. Ερανιζόμενοι από με­ρικούς μόνον ύμνους της Μ. Εβδομάδος βλέπουμε να χαρακτηρίζονται οι Ιου­δαίοι ως «αλαζών και μιαιφόνος λαός», ως «φθονερός αλάστωρ, φόνου πλήρης λαός», «αραβιανόν, σκολιώτατον γένος Εβραίων», «ολέθριος σπείρα θεοστυγών, πονηρευομένων, θεοκτόνων συνα­γωγή», «των δικαίων φονευταί», «θεομάχοι», «θεοκτόνοι», «παράνομοι», «πονηρόν συνέδριον», «άνομοι και άπιστοι», «γενεά άπιστος και μοιχαλίς», «κατάκριτος συναγωγή». Επί αιώνες τα διδάσκει και τα ψάλλει η Εκκλησία, η οποία μάλι­στα έχει την συνείδηση ότι αποτελεί τον νέο εκλεκτό λαό του Θεού, το νέο έθνος, στο οποίο έχει επιδαψιλεύσει πλέον ο Θεός, την ευλογία του, αφού την αφήρε­σε από τους Ιουδαίους, οι οποίοι απορρίψαντες και σταυρώσαντες τον Χριστό, αποδείχθηκαν ανάξιοι αυτής της ευλο­γίας, όπως άλλωστε είχε προειδοποιήσει ο ίδιος ο Χριστός ελέγχοντας την σκληροκαρδία και απιστία τους. Ενθυμούμε­θα τη βαρειά αγανάκτησή του, όταν είπε τους σκληρούς λόγους, «ω γενεά άπι­στος και διεστραμμένη! έως πότε έσομαι μεθ' υμών; Εως πότε ανέξομαι υμών;» (Ματθ. 17, 17), όπως επίσης και την επαληθευθείσα σχεδόν αμέσως προφητεία, την οποία είπε μετά την παραβολή του αμπελώνος για την θανάτωση υπό των γεωργών του υιού του οικοδεσπότου: «Δια τούτο λέγω υμίν ότι αρθήσεται αφ' υμών η βασιλεία του Θεού και δοθήσεται έθνει ποιούντι τους καρπούς αυτής» (Ματθ. 21, 43). Η ξηρανθείσα από το Χρι­στό συκή, την οποία επίσης μνημονεύει η Εκκλησία στον όρθρο της Μ. Δευτέρας, συμβολίζει την άκαρπη ιουδαϊκή Συναγωγή: «Την Συναγωγήν συκήν Χριστός, Εβραίων, καρπών άμοιρον πνευματικών εικάζων, αρά ξηραίνει, ης φύγωμεν το πάθος». Ποιος από τους Ορθοδόξους πι­στούς δεν έχει δια των αιώνων εις τα αυτιά του ζωντανούς τους λόγους του Κυρίου προς τους Ιουδαίους, όπως τους διατυπώνει το θαυμάσιο αντίφωνο της ακολουθίας των Αγίων Παθών, που ανα­φέρεται στην αγνωμοσύνη των Ιουδαίων και στην αφαίρεση της Χάριτος και της ευλογίας του Θεού; «Τάδε λέγει Κύριος τοις Ιουδαίοις. Λαός μου τι εποίησά σοι, ή τι σοι παρηνώχλησα; Τους τυφλούς σου εφώτισα, τους λεπρούς σου εκαθάρισα, άνδρα όντα επί κλίνης ηνωρθωσάμην. Λαός μου, τι εποίησά σοι, και τι μοι ανταπέδωκας; Αντί του μάννα χολήν αντί του ύδατος όξος · αντί του αγαπάν με, σταυρώ με προσηλώσατε. Ουκέτι στέγω λοιπόν καλέσω μου τα έθνη, κακείνα με δοξάσουσι, συν τω Πατρί και τω Πνεύματι καγώ αυτοίς δωρήσομαι ζωήν την αιώνιον». Σε άλλον ύμνο των αίνων της ίδιας ακολουθίας, που αρχίζει με τις λέξεις «Σταυρωθέντος σου Χριστέ» υπάρχει η εκτίμηση ότι με την σταύρωση του Χρι­στού οι Ιουδαίοι έχασαν την σωτηρία τους: «Σού γαρ υψωθέντος σήμερον, γέ­νος Εβραίων απώλετο».

Ποια σχέση έχουν όλα αυτά, τα του Ευαγγελίου και των Αγίων Πατέρων, που σταθερά, απαρασάλευτα και με θαυμαστή ενότητα πιστεύει και διδά­σκει η Εκκλησία δια των αιώνων, από την εποχή των Αποστόλων, (semper ubique, ab omnibus credita) προς όσα καινοφανή, αντιευαγγελικά και αντιπατερικά, προ­βάλλουν οι διαστροφείς του Ευαγγελί­ου και της διδασκαλίας των Αγίων οπα­δοί του διαθρησκειακού Οικουμενι­σμού; Δεν είναι λοιπόν ο αρνούμενος τον Χριστό Ιουδαϊσμός «σκολιά και διε­στραμμένη οδός»; Εξακολουθούν οι Ιουδαίοι και μετά την σταύρωση του Χριστού και την μη αποκήρυξη εν μετά­νοια των σταυρωτών να είναι ευλογημέ­νος λαός; Δεν έχει αρθή από αυτούς η ευλογία του Θεού; Δεν είναι άκαρπος και εξηραμμένη συκή; Μα τότε, πρέπει να καταργήσουμε το Ευαγγέλιο και τους Αγίους Πατέρες, τους ύμνους της Εκ­κλησίας, οι όποιοι δεν λέγουν τίποτε πε­ρισσότερο από όσα λέγει το Ευαγγέλιο. Ας το μάθουν και ας το προσέξουν αυτό καλά όσοι στα πλαίσια της προσεγγίσε­ως των θρησκειών, των συναντήσεων και των διαλόγων, έχουν ήδη προτείνει να απαλειφθούν από τα λειτουργικά κείμενα, από τα πολιτιστικά μνημεία όπως λέγουν, και από τα σχολικά εγχει­ρίδια όσες φράσεις και διατυπώσεις ενοχλούν τους οπαδούς των άλλων θρησκειών. Αυτό σημαίνει να καταργή­σουμε τον Χριστό και το Ευαγγέλιο, να σβήσουμε τα φως και αφήσουμε το σκο­τάδι. Δεν θέλουν οι της νέας «Γαλιλαίας των εθνών», της συγκρητιστικής και πανθρησκειακής Νέας Εποχής, να πε­ράσει στον απαιδαγώγητο και κακομα­θημένο λαό κάποια ακτίνα φωτός, θέ­λουν να του αποκρύπτεται η αλήθεια, γιατί, αν τη μάθει, θα ξυπνήσει και θα τους εγκαταλείψει. Γι' αυτό σχεδιάζουν «κάθαρση των λειτουργικών κειμένων» ή και σύνταξη νέων κειμένων, για να μη προσβάλλονται δήθεν οι ετερόθρησκοι και οι αιρετικοί. Μα μπορεί να γίνει «κά­θαρση» του Ευαγγελίου, το οποίο α­πλώς επαναλαμβάνουν οι ύμνοι; Και τι ευαγγέλιο είναι αυτό, πού αποκρύπτει το φως και τη σωτηρία από τους ευρι­σκομένους στο σκότος της πλάνης;

Όσα για τον χωρίς Χριστό Ιουδαϊσμό γράψαμε ισχύουν πολύ περισσότερο για το Ισλάμ. Στο κάτω - κάτω ο Ιουδαϊσμός προϋπήρχε του Χριστιανισμού και από εγωισμό και πείσμα έμεινε στην παλαιά του πίστη, δεν διέκρινε το φως, γιατί είχε συνηθίσει στο σκοτάδι. Το να επιλέ­γεις όμως το σκοτάδι, ενώ υπάρχει το φως, αυτό είναι πολύ χειρότερο, διότι σημαίνει ότι δεν βλέπεις καθόλου, δεν διακρίνεις την διαφορά μεταξύ φωτός και σκότους. Το αντιλαμβάνεται κανείς αυτό καλύτερα, όταν σκεφθεί πώς ενήρ­γησαν οι Ρώσοι, όταν αποφάσισαν να εγκαταλείψουν την ειδωλολατρία και να οδηγηθούν προς τον αληθινό Θεό. Έ­ψαξαν και ερεύνησαν και ερώτησαν και προς τον Ιουδαϊσμό και προς το Ισλάμ, αλλά τελικώς διαπιστώσαντες τις ίδιες περίπου αδυναμίες και στις δύο θρη­σκείες, προσήλθαν στο φως του Ευαγ­γελίου, έγιναν μέλη του νέου λαού της Χάριτος, της Εκκλησίας του Χριστού. Το Ισλάμ ουσιαστικώς είναι η εκδίκηση του Ιουδαϊσμού εναντίον του Χριστιανισμού, είναι κρυπτοϊουδαϊκή αίρεση, που συγκαλύπτει απλώς την πραγματικότη­τα με μερικά στοιχεία, όχι βασικά, που έχει πάρει από τον Χριστιανισμό. Με το Ισλάμ επανερχόμαστε εις τα παλαιά, κα­ταργείται η «καινή κτίσις», δεν γονιμο­ποιείται η ανθρωπότης από τα χαρίσμα­τα και τους καρπούς του Αγίου πνεύμα­τος, παραμένει όχι απλώς στείρα και άκαρπος, αλλά κακότεκνος και κακόκαρπος και ας ψάχνουν οι της πανθρησκείας να βρουν καρπούς και θετικά στοιχεία σε όλες της θρησκείες. Όταν αστοχεί κανείς στην πίστη, στη θεογνω­σία, τότε μωραίνεται και οδηγείται εις πάθη ατιμίας, όπως θεόπνευστα και αλάθητα διδάσκει ο Απόστολος Παύλος στο πρώτο κεφάλαιο της Προς Ρωμαί­ους επιστολής, αστοχεί και στο ήθος, γιατί υπάρχει αλληλεξάρτηση της πίστε­ως και των έργων, του δόγματος και του ήθους . Θα μπορούσαμε λοιπόν, να αρ­κεσθούμε σε όσα είπαμε για τους Ιου­δαίους ως ισχύοντα και για τους Μου­σουλμάνους. Για να μη θεωρηθεί όμως αυτό ως αυθαίρετος ισχυρισμός, θα πα­ρουσιάσουμε ενδεικτικώς τι διδάσκουν, για το Ισλάμ μερικοί από τους Αγίους Πατέρες, με αγιότητα βίου και φωτισμέ­νοι υπό του Αγίου Πνεύματος, διότι σε εμάς τους αμαρτωλούς και αφωτίστους μπορεί να υπεισέλθει και κάποιος εμ­παθής λογισμός. Η αναφορά στους Αγί­ους Πατέρες κρίνεται αναγκαία και για ένα πρόσθετο λόγο· Ισχυρίζονται πολλοί οικουμενιστές πως δήθεν οι διαθρησκειακές συναντήσεις και οι διαθρησκειακοί διάλογοι δεν είναι κάτι και­νούργιο στην ζωή της Εκκλησίας, διότι υπάρχουν παραδείγματα Αγίων, πού συζήτησαν με εκπροσώπους του Ισλάμ, και αυτούς ακολουθούν οι νέοι πατέρες της πανθρησκείας και της συγκρητιστικής ισοπέδωσης. Είναι πάντως πολύ καλύτερο το ψέμα από την μισή αλή­θεια γιατί το ψέμα γίνεται εύκολα αν­τιληπτό, ενώ η παραποιημένη, η κου­τσουρεμένη αλήθεια παρασύρει και εξ­απατά. Όντως μερικοί από τους Αγίους συναντήθηκαν και συζήτησαν με Μου­σουλμάνους. Οι συναντήσεις όμως αυτές και οι διάλογοι δεν έχουν καμμιά σχέση, ούτε μακρινή, προς όσα γίνονται σήμερα. Γίνονται υπό τελείως διαφορε­τικές συνθήκες και προοπτικές, γίνον­ται συνήθως κατ' ανάγκην, κατ’ απαίτησιν των Μουσουλμάνων κατακτητών, υπό συνθήκες είτε εξορίας, είτε αιχμα­λωσίας, και παρά ταύτα έχουν ως στόχο όχι την κοσμική προσέγγιση και ειρήνη, αλλά την μαρτυρία του Ευαγγελίου, γι' αυτό και οδηγούν πολλές φορές στο μαρτύριο, παράγουν νεομάρτυρες και κήρυκες Χριστού και όχι περιφερόμε­νους από συνεδρίου σε συνέδριο επαγ­γελματίες του Οικουμενισμού και συντάκτες συγκρητιστικών κειμένων.

 

 

4. Ο Διάλογος των Πατέρων και των Νεομαρτύρων με το Ισλάμ

 

α) Άγιος Μάξιμος ο Ομολογητής

 

Πρώτος εκ των αγίων, που ασχολήθη­κε με το Ισλάμ είναι ο Άγιος Μάξιμος ο ομολογητής (580-662), σύγχρονος της εμφανίσεως και διαδόσεως του Ισλάμ από τον Μωάμεθ (570-632). Το Βυζάν­τιο, υπό τον Ηράκλειο τότε, απησχολημένο στον πόλεμο εναντίον των Περ­σών, υποτίμησε τον νέο κίνδυνο, που προερχόταν από τους Άραβες, οι οποίοι αποκτούσαν ενότητα κάτω υπό τον νέο ηγέτη και την νέα θρησκεία του Μωάμεθ. Το ίδιο συνέβη και με τους Πέρσες. Αμφότεροι, Ρωμαίοι και Πέρσες, είχαν εξασθενήσει από τις μεταξύ τους συγ­κρούσεις και δεν μπόρεσαν να αντιμε­τωπίσουν αποτελεσματικά την ορμή των νεοφώτιστων και επιθετικών Αράβων, παρακινούμενων σε πόλεμο εναντίον των απίστων από τον περίεργο νέο προ­φήτη, για τον οποίο δικαιολογημένα η έρευνα διερωτάται, αν είναι προφήτης ή δικτάτωρ, θρησκευτικός ή στρατιωτικός ηγέτης. Την κατάσταση εχειροτέρευε η δυσμένεια των τοπικών χριστιανικών πληθυσμών εναντίον του Βυζαντίου λόγω των χριστολογικών διενέξεων, κα­θότι στις ανατολικές επαρχίες, Συρία, Παλαιστίνη και Αίγυπτο, ο Μονοφυσιτισμός και ο Μονοθελητισμός είχαν ευρεία διάδοση. Οι ενωτικές προσπά­θειες των αυτοκρατόρων δεν απέδω­σαν, γι' αυτό και οι ντόπιοι πληθυσμοί δυσαρεστημένοι με το Ορθόδοξο Βυ­ζάντιο, έβλεπαν στο Ισλάμ τη δυνατότη­τα να αποσείσουν την βυζαντινή κυριαρ­χία, μολονότι βέβαια στη συνέχεια επλήρωσαν και πληρώνουν πολύ ακριβά αυτήν την λανθασμένη εκτίμηση.

Ο Άγιος Μάξιμος, αυτοκρατορικός αξιωματούχος προηγουμένως του Ηρα­κλείου και πρωταγωνιστής κατόπιν ως μοναχός στον αγώνα εναντίον του Μονοθελητισμού, συμμοναστής και φίλος του Πατριάρχου Ιεροσολύμων Σωφρονίου, ο οποίος αναγκάσθηκε να παραδώσει το 637 τα Ιεροσόλυμα στον χαλίφη Oμάρ, είχε άριστη γνώση των συμβαι­νόντων, αφού ο ίδιος διέτρεξε όλες τις ανατολικές χώρες και έφθασε μέσω Αφρικής στη Ρώμη, όπου πρωτοστάτη­σε στην σύνοδο του Λατερανού (649) εναντίον του Μονοθελητισμού. Σε μία επιστολή του, λοιπόν, προς τον Πέτρο Ιλλούστριο, που χαρακτηρίζεται ως δο­γματική (Αγίου Μαξίμου, Επιστολή δο­γματική (ιδ'), προς Πέτρον Ιλλούστριον, Ρ.G. 91, 533-544. Το απόσπασμα στις στήλες 540-541), διότι προβαίνει σε εν­νοιολογικές διασαφήσεις χριστολογικών όρων εναντίον της διδασκαλίας του Σεβήρου, θεωρεί υποχρέωση του να συστήσει εμμονή στην ορθόδοξη πίστη, ώστε με σύμμαχο το Θεό να αποφύγει η αυτοκρατορία τον νέο κίνδυνο του Ισλάμ, την διδασκαλία και συμπεριφορά του οποίου περιγράφει ο Άγιος Μά­ξιμος με νηφαλιότητα και δικαιοσύνη.

Γράφει, λοιπόν, ότι το χειρότερο κακό στον κόσμο, στην οικουμένη, ήταν τότε η εμφάνιση του Ισλάμ, το οποίο με πολλή αγριότητα στρέφεται εναντίον της πολι­τισμένης ανθρωπότητας, και την κατα­στρέφει. Πρόκειται για παραφυάδα του Ιουδαϊσμού, που αρέσκεται στις αιματο­χυσίες, στις θανατώσεις ανθρώπων, με τις οποίες μάλιστα νομίζει ότι ευαρεστεί τον Θεό. Αυτά τα οποία απεχθάνεται ο Θεός, με αυτά το Ισλάμ λατρεύει τον Θεό. Είναι ο πλέον άπιστος λαός, προ­πομπός και πρόδρομος του Αντιχρίστου. Αγνόησε το σωτηριώδες έργο του Χρι­στού και αδιάντροπα διώκει την πίστη και την αρετή, από φθόνο και βασκανία, γιατί χωλαίνει και στα δύο· προδίδει την πίστη και την αρετή, «υπερηφανίας χάριν και ηδονής, ως αποστάτης λαός και μωρός και έθνος απαίδευτον». Σ' αυτές τις δύο κακίες, την υπερηφάνεια και την ηδονή έχει διαμοιράσει την ζωή· η υπερηφάνεια τον οδηγεί σε αποστασία από τον Θεό, ενώ η ηδονή σε καταφρόνηση του πλη­σίον, σε μισανθρωπία, «ίνα και Θεός αυτώ και κτίσις υβρίζηται ο μεν καταφρονούμενος, η δε, φθειρομένη τοις αυτού μιασμοίς των επιτηδευμάτων». Κατά τον Άγιον Μάξιμο ο Θεός επέτρεψε στο «απηνές και αλλόκοτον έθνος» να σηκώ­σει το χέρι του εναντίον των Χριστιανών, εξ αιτίας του ότι δεν πολιτεύονται οι Χρι­στιανοί αξίως του Ευαγγελίου και έχουν περιπέσει σε πλήθος αμαρτιών. Πρέπει γι' αυτό στο εξής να γρηγορούμε και να είμαστε έτοιμοι να ομολογήσουμε την πί­στη μας, χωρίς να υπολογίζουμε ακόμη και τον θάνατο. Πρόκειται περί προφη­τικής ενοράσεως των όσων επρόκειτο να ακολουθήσουν με την επέκταση του Ισλάμ, περί των νεομαρτύρων, οι οποίοι ανανέωσαν την δόξα των παλαιών μαρ­τύρων: «Και Θεόν αυτόν ομολογήσωμεν έμπροσθεν των ανθρώπων, μηδένα παν­τελώς υφορώμενοι θάνατον ίνα και αυτός ημάς έμπροσθεν του Πατρός ομολογήση· και σεσωσμένους δια της καλής ομολογίας προσαγάγη, ης αυτός εις την των ημετέρων καλών υποτύπωσιν απήρξατο· μαρτυρήσας επί Ποντίου Πιλάτου και ομολογήσας την καλήν ομολογίαν ήν μιμείσθαι κατά την αυτού χάριν αξιωθείημεν, οτ' αν καλέσοι καιρός». Από­σπασμα από το ενδιαφέρον αυτό κείμενο, όπου για πρώτη φορά αποτιμάται το Ισλάμ από χριστιανικής πλευράς παρα­θέτουμε στη συνέχεια: «τι γαρ των νυν περιεχόντων την οικουμένην κακών περιστατικώτερον; Τί δε τοις ησθημένοις των γινομένων δεινότερον; Τί δε τοις πάσχουσιν ελεεινότερον ή φοβερώτερον; Έθνος οράν ερημικόν τε και βάρβαρον, ως ιδίαν γην διατρέχον την αλλοτρίαν· και θηρσίν αγρίοις και ατιθάσοις, μόνης ανθρώπων έχουσι ψιλόν σχήμα μορφής, την ήμερον πολιτείαν δαπανωμένην και λαόν Ιουδαϊκόν, και ανέκαθεν ανθρώπων αίμασι χαίροντα, και μόνην θείαν ευαρέστησιν ειδότα τον φόνον του πλάσματος· και δια τούτο πλέον μαινόμενον, πάντων των επί κακία διαβεβοημένων εν τω πλούτω της πονηρίας γενέσθαι περιφανέστερον· και οις Θεός απεγχθάνεται, Θεόν θεραπεύειν οιόμενον· τον μόνον πάντων των επί γης λαών απιστότατον· και δια τούτο προς υποδοχήν της αντι­κείμενης δυνάμεως επιτηδειότατον, προπομπεύοντα τρόπω τε παντί και δια­θέσει της ενδημίας του πονηρού· και δι' ων πράττει μηνύοντα του Αντιχρίστου την παρουσίαν, επειδή την του αληθώς Σωτήρος ηγνόησεν· τον δυσμενή και παράνομον, μισάνθρωπόν τε και μισόθεον, και δια τούτο μάλλον μισάνθρωπον, ότι μισόθεον, και ταις κατά των αγίων εντρυφάν ύβρεσι συγχωρούμενον· ως εγγύς ούσης της εκδικήσεως, ίνα και κολασθή δικαιότερον, φανείσης αυτού δια των πραγμάτων τελείως της κατά του θεού τυραννίδας τε και επαναστάσεως· τον του ψεύδους προστάτην λαόν, της τε μιαιφονίας δημιουργόν, και της αληθεί­ας εχθρόν· τον πικρόν της εμής πίστεως διώκτην, δι' ης η πολύθεος κατελύθη πλάνη, και των δαιμόνων αι φάλαγγες απηλάθησαν. Δι’ ης πάντα τα έθνη κεκροτήκασι χείρας, κατά την προφητείαν, και ηλάλαξαν τω Θεώ εν φωνή αγαλλιάσεως· ότι Κύριος ύψιστος, φοβερός, Βασιλεύς μέγας επί πάσαν την γήν. Εγνώσθη μυστικώς αυτοίς δια σαρκός επιδημήσας μονογενής Υιός· Κύριος μεν, ως δούλοις αρετήν επιτάσσων τοις δια πράξεως των εντολών άνεχομένοις· ύψιστος δε, ως της αληθούς γνώσεως χορηγός, τοις πόθω σοφίας δια θεωρίας προς την γυμνήν συμβόλων επειγομένοις των μυ­στηρίων κατάληψιν· φοβερός δε, ως κρι­τής, και των παραβάσεων εκδικητής· βα­σιλεύς δε, ως εκάστω των κατ' αξίαν ητοιμασμένων διανομεύς· και μέγας ως υπέρ φύσιν δια των εναντίων τα εναντία. ποιών· και δια πάθους απάθειαν, και δια θανάτου ζωήν δημιουργών και παραδόξω δυνάμει ταις εαυτού κατά σάρκα στερήσεσι τας ατρέπτους έξεις των αγαθών τη φύσει δωρούμενος· και ουδ' ούτως ο παράφρων αισχύνεται λαός, και λήγει διώκων πίστιν και αρετήν. Άπερ σαφώς διώ­κει δια βασκανίαν· ως αμφοτέρων εκπεπτωκώς, και ουκ ειδώς ότι πέπτωκεν, επ' αμφοτέραις χωλαίνων ταις ιγνύαις και διαναστήναι του πτώματος της ασεβείας παντελώς μη δυνάμενος, ή μη βουλόμενος, ειπείν οικειότερον· ως πίστιν και αρετήν και προδιδούς υπερηφανίας χά­ριν και ηδονής, ως αποστάτης λαός και μωρός, και έθνος απαίδευτον. Αις επιμερίσας εαυτού την ζωήν, ο αποστάτης και πλήρης ανομιών, την μεν αποστασίας Θεού ποιείται μητέρα, την δε, μισανθρωπίας δημιουργόν· ίνα και Θεός αυτώ και κτίσις υβρίζηται· ο μεν καταφρο-νούμενος, η δε, φθειρομένη τοις αυτού μιασμοίς των επιτηδευμάτων.

Τι τούτων, ως έφην, Χριστιανών οφθαλμοίς, ή ακοαίς φοβερώτερον; Έθνος απηνές και αλλόκοτον, κατά της θείας κληρονομίας οράν επανατείνεσθαι χείρας συγχωρούμενον. Αλλά ταύ­τα το πλήθος ων ημάρτομεν συμβήναι πεποίηκεν. Ου γαρ αξίως του Ευαγγελί­ου του Χριστού πεπολιτεύμεθα. Πάντες ημάρτομεν, πάντες ηνομήσαμεν, πάν­τες αφήκαμεν την οδόν των εντολών την ειπούσαν, Εγώ ειμί η οδός, και κατ' αλλήλων εθηριώθημεν, αγνοήσαντες της φιλανθρωπίας την χάριν, και των υπέρ ημών του σαρκωθέντος Θεού πα­θημάτων το μυστήριον και διωδεύσαμεν τρίβους αβάτους, τας των παθών της ατιμίας δηλαδή σχέσεις τη διαθέσει της γνώμης κυρώσαντες. Άλλα γρηγορή-σωμεν και προσευξώμεθα, μήπως πλέον βαρυνθώσιν αι καρδίαι ημών εν κραι­πάλη και μέθη».

 

~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~

 

β) Άγιος Ιωάννης Δαμασκηνός

 

Ο Άγιος Ιωάννης Δαμασκηνός (680-754) ζει ένα αιώνα περίπου μετά τον Άγιο Μάξιμο Ομολογητή. Όταν γεννήθηκε, είχαν παρέλθει πενήντα πε­ρίπου χρόνια, αφ' ότου οι Άραβες είχαν καταλάβει την γενέτειρά του Δαμασκό (634), η οποία μάλιστα έγινε μετά από λί­γο κέντρο του Ισλαμικού κόσμου, γιατί εγκαταστάθηκε εδώ το αραβικό χα­λιφάτο, η θεοκρατική δηλαδή κυβέρνη­ση των Μουσουλμάνων (661). Γεννήθη­κε, λοιπόν, και ανατράφηκε σε Ισλαμικό περιβάλλον και έμαθε πολύ καλά τα της νέας θρησκείας, πολύ περισσότερο μά­λιστα διότι και ο ίδιος και ο πατέρας του ήσαν ανώτατοι πολιτικοί αξιωματούχοι, λόγω της υψηλής των μορφώσεως στην αυλή του χαλίφη της Δαμασκού. Η εκ­κλησιαστική παράδοση έχει διασώσει στον βίο του το θαύμα και την παράστα­ση της Παναγίας της Τριχερούσας· σύμ­φωνα με την σχετική διήγηση η βυζαν­τινή διπλωματία τον ενέπλεξε, ως υπε­ρασπιστή των αγίων εικόνων, για να τον εξοντώσει, στις σχέσεις της με το χα­λιφάτο, χαλκεύσασα ψεύτικη επιστολή του Ιωάννου προς τον βυζαντινό αυτο­κράτορα Λέοντα Γ' Ίσαυρο, τον όποιο προέτρεπε δήθεν να επιτεθεί εναντίον της Δαμασκού. Ο χαλίφης θεώρησε ως γνήσια την ψευδεπίγραφη επιστολή και οργισμένος τον ετιμώρησε με το κόψιμο του δεξιού χεριού, που έγραψε την προ­δοτική επιστολή. Η Παναγία, όμως, στην εικόνα της οποίας προσευχήθηκε, εισήκουσε τη δέηση του αθώου Ιωάννου και θαυματουργικά επανασυγκόλλησε και αποκατέστησε το χέρι. Ευγνωμονών ο Άγιος Ιωάννης κατασκεύασε ασημένιο χέρι και το εκρέμασε στην εικόνα της Παναγίας, η οποία έτσι φαινόταν ως Τριχερούσα. Η θαυματουργός εικόνα της Παναγίας της Τριχερούσας βρίσκεται στην Ιερά Μονή Χιλανδαρίου στο Άγιο Όρος, μεταφερθείσα εκεί από τον Άγιο Σάββα των Σέρβων, ο οποίος εμόνασε για κάποιο διάστημα στην Ιερά Μονή του Αγίου Σάββα της Παλαιστίνης, όπου έζησε όλα τα χρόνια της ζωής του και αγίασε ο Άγιος Ιωάννης ο Δαμασκηνός.

Γνώστης, λοιπόν, άριστος του Ισλάμ ο μέγας άγιος και πατήρ έβλεπε με ανη­συχία έκτος της πολιτικής και στρατιω­τικής επεκτάσεως και την εξάπλωση των ιδεών του, όπως αυτό εμφανώς έχει διαπιστωθή και από τις πηγές και από την έρευνα στην περίπτωση των εικονομάχων, που είχαν επηρεασθή από τον ανεικονισμό και του Ιουδαϊσμού και του Μουσουλμανισμού. Περιλαμβάνει το Ισλάμ στα Περί αιρέσεων έργο του ως μία από τις τελευταίες αιρέσεις, που εμφανίσθηκαν μετά τον Ηράκλειο. Ο χαρακτηρισμός του Ισλάμ ως αιρέσεως οφείλεται ασφαλώς στα πολλά ιουδαϊκά και χριστιανικά στοιχεία πού έχει εν­σωματώσει. Ονομάζεται πάντως θρη­σκεία από τον Άγιο Ιωάννη στην αρχή του σχετικού κεφαλαίου, όπου με αυ­στηρή γλώσσα την χαρακτηρίζει ως λαο­πλάνο και πρόδρομο του Αντίχριστου. «Έστι δε και η μέχρι του νυν κρατούσα λαοπλάνος θρησκεία των Ισμαηλιτών πρόδρομος ούσα του Αντίχριστου» (Πε­ρί αιρέσεων ρα', ΕΠΕ 2, 306 ε.).

Θα παρουσιάσουμε σύντομα τη γνώμη και την αξιολόγηση του Αγίου Ιωάννου Δαμάσκηνου περί του Ισλάμ, την οποία μάλιστα δεν δίστασε, όπως φαίνεται από το κείμενο, να εκφράσει σε διάλογο με Μουσουλμάνους, για να φανεί πώς οι Άγιοι συμπεριφέρονταν στους διαθρησκειακούς διάλογους, όπως επίσης και το αν εκείνοι οι διάλογοι ομολογίας και μαρτυρίας, έχουν κάποια σχέση με τους σημερινούς συγκρητιστικούς διάλο­γους της βλάσφημης πανθρησκείας του Σατανά, τους οποίους μετασχηματίζουν εις διαλόγους φωτός, κατά το πρότυπο δήθεν των Αγίων Πατέρων, οι οπαδοί της Πανθρησκείας, για να παραπλανούν και εξαπατούν τους απλοϊκούς και μη ειδότας.

Αναφέρεται στα ονόματα Αγαρηνοί, Ισμαηλίται και Σαρακηνοί με τα οποία είναι γνωστοί, όπως και στο προηγούμε­νο ειδωλολατρικό τους παρελθόν, που διαρκεί μέχρι των χρόνων του Ηρακλεί­ου, «αφ' ου χρόνου και δεύρο ψευδοπροφήτης αυτοίς ανεφύη Μαμέδ επονο­μαζόμενος», ο οποίος ισχυρίζεται ότι όσα διδάσκει του αποκαλύφθηκαν εξ ουρανού, είναι, όμως αυτά «γέλωτος άξια». Αναφέρεται βέβαια η βίβλος του και στον Χριστό, τον Οποίο θεωρεί προ­φήτη και δούλο του Θεού, όπως και στην μητέρα Του Μαρία. Αρνείται, όμως, την σταύρωση, ισχυριζόμενος από επίδραση του Ασκητισμού, ότι οι Ιουδαίοι «εσταύρωσαν την σκιάν αυτού». Ο Χριστός δεν απέθανε, ούτε εσταυρώθη· «ο γαρ Θεός έλαβεν αυτόν προς  εαυτόν  εις  τον ουρανόν δια το φιλείν αυτόν».

Τί να τα κάνει, όμως, κανείς αυτά, που φαινομενικά δείχνουν κάποιο σεβασμό προς το πρόσωπο του Χριστού, όταν στην συνέχεια βάζει ο Μωάμεθ τον ίδιο τον Χριστό σε διαλογική συζήτηση με τον Θεό, μετά την άνοδό του στους ουρανούς, να αρνείται ο ίδιος την θε­ότητα του και να λέγει ότι όσα σχετικά γράφονται στο Ευαγγέλιο είναι ψεύδη και πλάνες. Υπάρχει μεγαλύτερη βλα­σφημία από αυτήν εναντίον του Χριστού και του Ευαγγελίου, και υπάρχει, απομέ­νει χώρος, για να δει κανείς θετικά το Ισλάμ και τον προφήτη του, όπως πράτ­τουν οι νέοι υποστηρικτές των ψευδοπροφητών. Τα καλά λόγια που υπάρχουν στο Κοράνιο για το Χριστό είναι απλώς το ένδυμα του προβάτου, κάτω από το οποίο κρύβεται η διάθεση του λύκου, που έρχεται να θύσει και να απολέσει, όπως είπε ο ίδιος ο Χριστός· «Προσέχε­τε δε από των ψευδοπροφητών, οίτινες έρχονται προς υμάς εν ενδύμασι προβά­των, έσωθεν δε εισι λύκοι άρπαγες» (Ματθ. 7, 15). Σε ποια άλλη περίπτωση ταιριάζει περισσότερο η σύσταση του Αποστόλου Ιωάννου να διακρίνουμε και να δοκιμάζουμε «τα πνεύματα ει εκ του θεού εστίν, ότι πολλοί ψευδοπροφήται εξεληλύθασιν εις τον κόσμον» και ότι το κριτήριο της διακρίσεως των πνευμάτων είναι η αποδοχή της θεότητος του Χρι­στού και της ενσαρκώσεώς του (Α' Ιω. 4, 1-4); Ο ίδιος απόστολος επαναλαμβάνει ότι «πολλοί πλάνοι εισήλθον εις τον κόσμον, οι μη ομολογούντες Ιησούν Χριστόν ερχόμενον εν σαρκί· ούτος εστίν ο πλάνος και ο αντίχριστος» (Β' Ιω. 7). Και σ' αυτήν ακριβώς την περίπτωση της αρνήσεως του Χριστού, όπως συμ­βαίνει στο Ισλάμ, συνιστά να αποφεύ­γουμε κάθε επικοινωνία με όσους αρ­νούνται την θεότητα του Χριστού. Αρνηθήκαμε ή όχι το Ευαγγέλιο στην Ασί­ζη, και όπου άλλου καλοδεχθήκαμε και καλοσυζητήσαμε με τους Ιουδαίους και τους Μουσουλμάνους; Ας ξαναδιαβά­σουν το Ευαγγέλιο επί τέλους μερικοί ποιμένες και θεολόγοι, εκτός και αν δεν πιστεύουν στο Ευαγγέλιο και θέλουν να το «απομυθεύσουν» και να το αποκαθάρουν και αυτό. Αυτό πάντως αιωνίως θα συνιστά εις τους πιστούς: «Ει τις έρχε­ται προς υμάς και ταύτην την διδαχήν ου φέρει, μη λαμβάνετε αυτόν εις οικίαν, και χαίρειν αυτώ μη λέγετε· ο γαρ λέγων αυτώ χαίρειν κοινωνεί τοις έργοις αυ­τού τοις πονηροίς» (Β' Ιω. 10-11). Όσο και αν προσπαθούν με στρεβλούς και δοκησίσοφους συλλογισμούς να αλλάξουν τα πράγματα οι διαπλεκόμενοι  στην πανθρησκεία κληρικοί και θεολό­γοι, η σαφήνεια και η απλότης του Ευαγ­γελίου δεν αφήνουν περιθώρια άλλων ερμηνειών, για να είναι ακριβώς αν­απολόγητοι όσοι διαστρέφουν την αλή­θεια. Ο δεχόμενος και συναναστρεφόμενος τους αρνητάς του Χριστού, είναι και αυτός αρνητής του Χριστού, «κοι­νωνεί τοις πονηροίς». Αυτός είναι ο κα­θρέπτης του ευαγγελικού λόγου, μέσα στον όποιο πρέπει να ιδούν τα πρόσωπα τους οι των διαθρησκειακών συναντή­σεων και διαλόγων.

Για να επανέλθουμε, όμως στον Άγιο Ιωάννη Δαμασκηνό, θα παραθέσουμε τον διάλογο μεταξύ του Θεού και του Χριστού, όπως τον μεταφράζει ο Άγιος από το Κοράνιο (19, 29): «Ω Ιησού συ είπας ότι Υιός ειμί του Θεού και Θεός"; Και απεκρίθη φησίν ο Ιησούς· "Ιλεώς μοι, Κύριε· συ οίδας ότι ουκ είπον, ουδέ υπερηφανώ είναι δούλος σου· αλλ' άν­θρωποι οι παραβάται έγραψαν, ότι είπον το λόγον τούτον, και εψεύσαντο κατ' ε­μού και εισί πεπλανημένοι". Και απεκρί­θη και φησίν αυτώ ο Θεός· "Οίδα ότι συ ουκ έλεγες τον λόγον τούτον"». Κατά τα άλλα εμείς μπορούμε να ονομάζουμε το Κοράνιο «ιερό» και να το εξισώνουμε με το Ευαγγέλιο, για το οποίο το ίδιο το «ιε­ρό» Κοράνιο πιστεύει ότι γράφτηκε όχι από τον Θεό, αλλά από ανθρώπους «παραβάτας», «ψεύστας» και «πεπλανημέ­νους». Απέμεινε τελικώς κάτι που να πιστεύουμε και να ακολουθούμε; Μετά την παράθεση αυτού του εδαφίου από το Κοράνιο λέγει πάλιν ο Άγιος Ιωάν­νης· «Και άλλα πολλά τερατολογών εν τη τοιαύτη συγγραφή γέλωτος άξια, ταύτην προς, Θεού επ' αυτόν κατενεχθήναι φρυάττεται».

Στη συνέχεια σε διάλογο , που έχει με Μουσουλμάνους παρουσιάζει την θέση ότι η διδασκαλία του Μωάμεθ δημι­ουργεί αμφιβολίες και επιφυλάξεις, για­τί δεν υπάρχουν μάρτυρες, που να βε­βαιώνουν ότι πράγματι ο Θεός την έδωσε στον προφήτη τους, όπως έγινε με τον Μωυσή στο όρος Σινά, και όπως έγι­νε με τον Χριστό, για τον Οποίον εμαρτύρησαν οι προφήται πριν ακόμη έλθει. Κανένας προφήτης δεν μίλησε για τον Μωάμεθ. Και ενώ ο ίδιος ο Μωάμεθ συνι­στά στους οπαδούς του τίποτε να μη πράττουν ή να δέχονται χωρίς την πα­ρουσία μαρτύρων, η ίδια η πίστη και η Γραφή του είναι αμάρτυρες. Κανένας προφήτης δεν μίλησε περί αυτού, αλλά και κανένας άλλος δεν είδε πως του εδόθη η διδασκαλία· «ο γαρ ταύτην υμίν παρόδους ουδαμόθεν έχει το βέβαιον, ουδέ τις προμάρτυς εκείνου γνωρίζεται, αλλά και κοιμώμενος εδέξατο ταύτην».

Αναφέρεται στη συνέχεια και σε κα­τηγορίες των Μουσουλμάνων εναντίον των Χριστιανών, τις όποιες αναιρεί. Κα­τόπιν μεταξύ των άλλων «κληρωδιών» μνημονεύει όσα έχουν σχέση με τον γά­μο, την επιτρεπόμενη πολυγαμία, και την συμπεριφορά του ιδίου του Μωά­μεθ, ο οποίος εχώριζε ανδρόγυνα, γιατί ερωτευόταν ξένες γυναίκες, και αυτήν την ακράτειά του παρουσίαζε ως εντολή του Θεού. Νομοθετεί μάλιστα την εντός του γάμου ακράτεια συνιστών στους άνδρας· «”είργασαι την γην, ην ο Θεός έδωκε σοι και φιλοκάλησον αυτήν” και τόδε ποίησον και τοιώσδε, ίνα μη πάντα λέγω, ως εκείνος, αισχρά». Δεν παρα­λείπει να αναφερθεί και στην παχυλή εσχατολογία του Ισλάμ. Ονομάζει «κτη­νώδεις» τις αντιλήψεις των και τους προειδοποιεί ότι αντί των υλικών αγα­θών και απολαύσεων τους περιμένει η αιώνια κόλαση· «Εκείσε δε σκότος εστί το εξώτερον και κόλασις ατελεύτητος· πυρ ηχούν, σκώληξ ακοίμητος και ταρτάριοι δαίμονες».

 

 

γ) Οι Άγιοι Κύριλλος ο Θεσσαλο­νικεύς, Ανδρέας ο δια Χριστόν σάλος, Γρηγόριος Δεκαπολίτης, Ευστάθιος Θεσσαλονίκης

 

Ο Άγιος Κύριλλος ο Θεσσαλονικεύς μαζύ με τον αδελφό του Μεθόδιο είναι οι απόστολοι και φωτιστές των Σλάβων. Μαθηταί του Αγίου Φωτίου συνέβαλαν αποφασιστικά με τη σοφία και την αγιό­τητά τους στη στροφή των σλαβικών λαών προς το φως του Ευαγγελίου και στην αποφυγή του σκότους του Ιου­δαϊσμού και του Μουσουλμανισμού, οι όποιοι επίσης επεδίωκαν να τους προ­σηλυτίσουν. Στον Βίο Κωνσταντίνου (Κυρίλλου) σώζεται διάλογος του Αγίου με τους Ιουδαίους ενώπιον του Χαγάνου, ηγεμόνος των Χαζάρων. Ιουδαίοι και Μουσουλμάνοι επίεζαν τον Χαγάνο να αποδεχθεί οριστικά μια από τις δύο θρησκείες. Ο εν λόγω διάλογος με τους Ιουδαίους έγινε το 861 στη Χαζαρία. Ένας σύμβουλος του Χαγάνου, που ήταν παρών στον διάλογο θέλησε να διαπιστώσει τη γνώμη του Αγίου Κυρίλ­λου για το Ισλάμ, που ήταν εκεί σοβαρός αντίπαλος του Ιουδαϊσμού. Το σχετικό κείμενο σε μετάφραση έχει ως εξής: «Ένας από αυτούς, σύμβουλος του Χα­γάνου, που γνώριζε καλά όλη την κακότητα των Σαρακηνών, ρώτησε τον Φιλόσοφο· "Πες μας ξένε, πως γίνεται να μη αναγνωρίζετε τον Μωάμεθ; Αυτός στις Γραφές του επαίνεσε πολύ τον Χρι­στό. Λέγει ότι γεννήθηκε από Παρθένο, αδελφή του Μωϋσέως, ότι είναι μέγας προφήτης, πως ανέστησε νεκρούς και εθεράπευσε με μεγάλη δύναμη κάθε ασθένεια". Ο Φιλόσοφος του απάντησε: "Ας κρίνει ο Χαγάνος μεταξύ ημών των δύο"· είπε και τα εξής: "Αν ο Μωάμεθ είναι προφήτης, πώς μπορούμε τότε να πιστεύσουμε στο Δανιήλ; Διότι εκείνος είπε ότι από το Χριστό και εξής κάθε όραση και προφητεία σφραγίσθηκε. Όμως, ο Μωάμεθ έζησε μετά την εμφά­νιση του Χριστού. Πώς μπορεί, λοιπόν, να είναι προφήτης; Αν τον ονομάσουμε προφήτη τότε απορρίπτουμε τον Δα­νιήλ". Τότε και πολλοί απ' αυτούς είπαν: "'Ό,τι είπε ο Δανιήλ το είπε δια του πνεύματος του Θεού. Αλλά για τον Μωά­μεθ, που ξεστόμισε τις πλάνες του μόνο για κακία και ακολασία, γνωρίζουμε όλοι ότι είναι ψεύτης και διαφθείρει τη σωτηρία". Για όλα αυτά ο πρώτος σύμ­βουλος του Χαγάνου είπε απευθυνόμε­νος στους Ιουδαίους φίλους: "Αυτός ο ξένος με τη βοήθεια του Θεού κατεπάτησε στο έδαφος την υπερηφάνεια των Σαρακηνών, αλλά και την δική σας την ανέτρεψε ως άξια ντροπής"» (Βλ. σχε­τικώς Νικολάου Ζήση, «Αγίου Κυρίλλου του Θεσσαλονικέως, Διάλογος με τους Ιουδαίους Χαζάρους», Θεοδρομία, τεύ­χος 7, Ιούλιος - Σεπτέμβριος 2000, σελ. 97-98). Υπάρχει και άλλος εκτενής διάλογος του Αγίου Κυρίλλου με τους Μουσουλμάνους, που φανερώνει αδιά­ψευστα πως διεξήγαγαν οι Άγιοι τους διαθρησκειακούς διαλόγους και σε τι είδους διαθρησκειακές συναντήσεις έπαιρναν μέρος. Θα τον παρουσιάσουμε αυτόν, όμως, σε εκτενέστερη μορφή του παρόντος κειμένου.

Αναφορά στο Ισλάμ βρίσκουμε και στον Βίο του Αγίου Ανδρέου του δια Χριστόν σαλού, ο οποίος κατά την επι­κρατούσα στην έρευνα άποψη έζησε τον 10ο αιώνα, επί της εποχής Λέοντος ΣΤ' του Σοφού, ενώ ο Βίος πρέπει να εγράφη τον 10ο αιώνα. Απαντώντας ο Άγιος Ανδρέας σε ερώτηση του μαθη­τού του Επιφανίου για το μέλλον της Κωνσταντινουπόλεως αναφέρεται και στους Μουσουλμάνους δικαιολογώντας την εναντίον τους οργή του Θεού από την βλάσφημη πίστη τους και την ακό­λαστη ζωή τους· «Και μετά ταύτα δώσει το πρόσωπον αυτού επί Ανατολάς και τα­πεινώσει τους υιούς Αγάρ· οργισθήσεται γαρ ο Κύριος δια την βλασφημίαν αυτών, και δια το είναι τον καρπόν αυτών χολήν Σοδόμων και πικρίας Γομόρρων και δια τούτο νύξας εγερεί τον βασιλέα Ρωμαίων επ' αυτούς και εξολοθρεύσει αυτούς και τα τέκνα αυτών πυρί αναλώ­σει» (ΡG 111, 85C).

Τον ένατο αιώνα ζει και ο Άγιος Γρη­γόριος ο Δεκαπολίτης, συνδεδεμένος και με την Θεσσαλονίκη, όπου γνωρίσθηκε με τον Ιωσήφ τον Υμνογράφο, ο οποίος συνέταξε ακολουθία και κανόνα του Αγίου. Σώζεται μία διήγηση όπου γί­νεται λόγος για μεταστροφή Μου­σουλμάνων στο Χριστιανισμό μετά από συζήτηση με τον Άγιο Γρηγόριο. Πόσους μεταστρέφουν τώρα οι των διαθρησκειακών διαλόγων; Σε κάποιο ση­μείο της συζητήσεως λέγει ο Άγιος προς τον Μουσουλμάνο: «Και μη έλπιζε επί τα παρόντα, αλλ' επί τα μέλλοντα και μη πίστευε επί τον ψευδοπροφήτην τον υιόν της κολάσεως· αλλά πίστευσον εις τον Ιησούν Χριστόν τον Ναζαρηνόν, τον εσταυρωμένον. Πίστευσον Τριάδα ομοούσιον, την μίαν θεότητα, Πατέρα, Υιόν και Άγιον Πνεύμα, Τριάδα ομοούσιον και αχώριστον» (ΡG 100,1204 και 1209).

Θα κατακλείσουμε το σημερινό τμήμα του άρθρου με αναφορά στην θαρραλέα και άξια Χριστιανού ποιμένος στάση του Αγίου Ευσταθίου Θεσσαλονίκης (12ος αιών), ο οποίος βρέθηκε σε παρόμοια προς τους σημερινούς πατριάρχες και αρχιεπισκόπους θέση, κράτησε, όμως, τελείως διαφορετική στάση. Είναι προ­φανές ότι και σήμερα οι θρησκευτικοί ηγέτες πιέζονται από τις πολιτικές ηγε­σίες, που είναι υπεύθυνες των αλληλο­σπαραγμών και των πολέμων, να συναν­τηθούν και να μιλήσουν για την ειρήνη, σαν να ευθύνονται οι θρησκείες για τις συγκρούσεις όπου γης. Γίνονται έτσι οι θρησκείες το εξιλαστήριο θύμα και με τις συναντήσεις τους επιβεβαιώνουν στην πράξη ό,τι φραστικά αποκρούουν, και αφήνουν την εντύπωση ότι οι θρη­σκείες ευθύνονται για τους πολέμους, ενώ είναι τοις πάσι γνωστόν ποια οικο­νομικά και γεωστρατηγικά συμφέροντα υποκινούν τους πολέμους. Συγχρόνως, μάλιστα, με τις συναντήσεις αυτές σχετικοποιούν τις αλήθειες της πίστεως και ιδιαιτέρως οι Χριστιανοί ηγέτες εξι­σώνουν την μοναδική και απόλυτη αλή­θεια του ενσαρκωθέντος Θεού με τα εντάλματα και τις διδασκαλίες των αν­θρώπων. Επίεζε και ο αυτοκράτωρ Μανουήλ Α' Κομνηνός (1143- 1180) την εν Κωνσταντινουπόλει σύνοδο να φανεί περισσότερο ανεκτική απέναντι του Ισλάμ και να απαλείψει από τα εκκλη­σιαστικά βιβλία το ανάθεμα εναντίον του Μωάμεθ. Ο άγιος Ευστάθιος, ο οποίος σημειωτέον ώφειλε στον αυτο­κράτορα την άνοδό του στον αρχιεπι­σκοπικό θρόνο της Θεσσαλονίκης, αν­τέδρασε και έπεισε την σύνοδο να μη δεχθεί την απάλειψη του αναθέματος εναντίον του Μωάμεθ και της διδασκαλίας του, όπως και έγινε. Είπε μάλιστα την εξής φράση: «Εασίμην αν καταπεπατημένον ταις πτέρναις φορών τον εγκέφαλον και του σχήματος τούτου παράπαν ανάξιος, ει θεόν ηγοίμην αληθινόν τον παιδεραστήν και καμηλώδη και πάσης πράξεως μυσαράς υφηγητήν και διδάσκαλον» (Νικήτα Χωνιάτη, Χρο­νογραφία 282, 2). Σήμερα προχωρήσαμε τόσο πολύ στην αποστασία, ώστε τις προτάσεις για «κάθαρση» των σχολικών και εκκλησιαστικών βιβλίων από αυ­στηρές εκφράσεις τις κάνουν όχι οι πο­λιτικοί, αλλά οι εκκλησιαστικοί ηγέτες. Η κρίση του Αγίου Ευσταθίου ότι αυτό σημαίνει παραλογισμό, κατέβασμα του μυαλού στα πόδια, και εξευτελισμό του ιερατικού σχήματος πρέπει να προβλη­ματίσει πολλούς.

 

~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~

 

 

δ) Όλοι οι Άγιοι εναντίον του Ισλάμ, ακόμη και ως αιχμάλωτοι και υπόδουλοι

 

Τολμούν πολλοί οπαδοί του διαθρησκειακού Οικουμενισμού ή μάλλον Συγκρητισμού και μάλιστα πατριάρχες και αρχιεπίσκοποι, σε διακηρύξεις και σε πανεπιστημιακά εγχειρίδια, να ισχυρί­ζονται ότι ο Άγιος Γρηγόριος Παλαμάς, ο Ιωσήφ Βρυέννιος, ο Γεννάδιος Σχολάριος κ.ά. ήσαν υπέρ του διαθρησκειακού διαλόγου και ότι αυτοί αποτελούν τα πρότυπά τους. Θα ευχόμασταν εκ βά­θους ψυχής να ήσαν όντως πρότυπα, για τους σημερινούς ηγέτες οι μεγάλοι αυτοί Άγιοι και εκκλησιαστικοί συγγραφείς. Δυστυχώς όμως δεν είναι, διότι όλοι οι Άγιοι έχουν απόλυτα αρνητική και απορριπτική θέση, για το Ισλάμ, την οποία δεν διστάζουν να διατυπώσουν ακόμη και όταν αναγκάζονται να προ­σέλθουν σε διάλογο με τους Μουσουλ­μάνους, είτε ως αιχμάλωτοί τους, όπως ο Άγιος Γρηγόριος ο Παλαμάς, είτε ως υπόδουλοι και κατακτημένοι, όπως ο πατριάρχης Γεννάδιος Σχολάριος.

Σήμερα προσερχόμαστε μόνοι, εθελουσίως στους διάλογους και χωρίς να υπάρχει εξωτερική ανάγκη ή βία ανα­γνωρίζουμε τον Μωάμεθ ως προφήτη και βλέπουμε πολλά θετικά στη διδα­σκαλία του. Μα τότε πολύ περισσότερο πρέπει να αμνηστεύσουμε τους Χρι­στιανούς αιρετικούς, που καταδίκασε η Εκκλησία με οικουμενικές και τοπικές συνόδους, διότι ασφαλώς αυτοί έχουν πολύ περισσότερα όμοια στοιχεία και θετικά, αφού η κακοδοξία τους περιορί­ζεται σε ένα δύο συγκεκριμένα θέματα της χριστιανικής πίστεως και όχι στην ριζική απόρριψη του Χριστού και του Ευαγγελίου, όπως συμβαίνει με τον Ιου­δαϊσμό και το Ισλάμ. Και όμως η Εκκλη­σία έχει καταδικάσει τους αιρετικούς και τους έχει αναθεματίσει, όπως θα ακούσουμε σε λίγο να εκφωνούνται τα αναθέματα την Κυριακή της Ορθοδοξίας. Όπως πάμε ούτε το επίθετο Ορθό­δοξος και το ουσιαστικό Ορθοδοξία θα έχουν πια νόημα, διότι αυτά αντιπαρατίθενται στα κακόδοξος και κακοδοξία, τα οποία όμως σήμερα «καθαίρονται», κα­θαρίζονται από το αρνητικό τους περιε­χόμενο. Καταργούν λοιπόν την Ορθοδοξία και την αρνούνται όσοι αμνηστεύουν τις αιρέσεις, πολύ περισσότε­ρο τις θρησκείες. Είναι λοιπόν σαφές, όπως διακηρύσσεται πλέον από μερι­κούς «προοδευτικούς», ότι η έννοια της αφέσεως και του αιρετικού, του ετεροδόξου και του ετεροθρήσκου, δεν ισχύ­ει, δεν έχει πέραση στην σημερινή επο­χή της συγχύσεως και αναμίξεως των πάντων, του φωτός προς το σκότος. Όλα είναι μόνιμα και αποδεκτά και στον τομέα της πίστεως και στον τομέα της ηθικής ζωής. Ας μας ξεκαθαρίσουν λοι­πόν μερικοί εκκλησιαστικοί ηγέτες ότι έχουν προσχωρήσει σ' αυτήν την «προ­οδευτική» άποψη, για να καθορίσουμε και εμείς την στάση μας απέναντί τους, την οποία ούτως ή άλλως είμαστε υπο­χρεωμένοι να καθορίσουμε, διότι δια­φορετικά, κοινωνούμε και εμείς «τοις έργοις αυτών τοις πονηροίς» (Β' Ιω. 11). Εμείς επιθυμούμε να έχουμε κοινωνία όχι προς τους ακοινωνήτους, αλλά προς τους αγίους και πιστούς όλων των εποχών, να πιστεύουμε όπως επίστευαν όλοι οι προ ημών Άγιοι Πατέρες, στους οποίους πειθόμεθα και υπακούουμε. Καλή υπακοή είναι η υπακοή στο Ευαγ­γέλιο και στους Αγίους· κακή είναι στους κακοδόξους και στους υποστηρικτάς των. Η ανυπακοή στους δεύτε­ρους είναι αγία ανυπακοή· τους καλούς ποιμένες ακολουθούν τα πρόβατα· απο­φεύγουν τους κακούς ότι «ουκ οίδασι των αλλοτρίων την φωνήν» (Ιω. 10, 5).

Όλοι λοιπόν οι Άγιοι ανεξαιρέτως έχουν αρνητική και απορριπτική θέση για το Ισλάμ και τον «προφήτη» του. Από της πλευράς αυτής, της καθαρά ερευνητικής έχει δίκαιο ο Αστέριος Αργυρίου, όταν διαπιστώνει, ότι: «Καθόλη τη βυζαντινή περίοδο και μέχρι μια αρκετά πρόσφατη εποχή η αρνητική στά­ση του Αγίου Ιωάννου του Δαμασκηνού θα επικρατήσει σ' ολόκληρη τη χριστια­νική θεολογία» (Αστέριος Αργυρίου. «Κοράνιο και χριστιανική πίστη. Σκέψεις πάνω στον ισλαμοχριστιανικό διά­λογο χτες και σήμερα», εν ΚΑΘ' ΟΔΟΝ, τεύχος 3, Σεπτ. — Δεκ. 1992, σελ. 39. Το ίδιο συμπέρασμα προκύπτει και από την παλαιότερη βασική για το θέμα μελέτη του Ε.Δ. Σδράκα, Η κατά του Ισλάμ πο­λεμική των Βυζαντινών Θεολόγων, Θεσσαλονίκη 1961). Τουλάχιστον δεν επι­χειρεί να νοθεύσει την αλήθεια και να την αλλοιώσει, όπως μερικοί άλλοι, που θεωρούν ως προδρόμους και πρότυπα των σημερινών διαλόγων τους Αγίους Πατέρες. Είναι μόνον λυπηρό, που ο εν λόγω ερευνητής στη συνέχεια δεν συμφωνεί με αυτήν την καθολικά αρνη­τική θέση των αγίων και επαινεί σημερι­νούς επιστήμονες, που βλέπουν θετικά το Ισλάμ, γιατί λέγει τους βοήθησαν σ' αυτό «η γενναιότητα της ψυχής τους και η βαθιά τους πίστη» σαν να εστερούντο αυτές τις αρετές οι Άγιοι Πατέρες. Γράφει επί λέξει: «Οι επιστήμονες όμως, που ανέφερα —καθώς και πολλοί άλλοι συνάδελφοι και μαθητές τους— διακρί­νονταν επίσης, για τη γενναιότητα της ψυχής τους και για την βαθιά τους πίστη. Οι δύο αυτές αρετές, τα δύο αυτά θεία χαρίσματα, τους βοήθησαν ώστε να ανα­γνωρίσουν στο Ισλάμ τη θρησκεία, που δοξολογεί τον ίδιο με μας Θεό, το Θεό του Αβραάμ, τον κοινό Πατέρα όλων των πιστών. Οι ίδιες ακριβώς αρετές χαρα­κτηρίζουν και όλους τους χριστιανούς, καθολικούς, προτεστάντες και ορθοδό­ξους, που τα πενήντα τελευταία χρόνια, κυρίως από τη δεκαετία του 60 και ύστε­ρα, αποφάσισαν να εργαστούν για την προώθηση του ισλαμοχριστιανικού δια­λόγου και την όσο το δυνατόν μεγαλύτε­ρη προσέγγιση και καλύτερη γνωριμία μεταξύ των δύο αυτών αποκεκαλυμμένων θρησκειών» (Αυτόθι σελ. 40). Να! λοιπόν. Οι ενάρετοι και χαρισματούχοι επιστήμονες της τελευταίας πεντηκον­ταετίας, σε διαφορετική πορεία από τους Αγίους Πατέρες χιλίων τετρακο­σίων περίπου ετών. Των αγίων όμως η αρετή και η σοφία, ως και τα θεία χαρί­σματα, είναι αποδεδειγμένα θεόθεν και απτά· εμείς αυτούς ακολουθούμε· οι άλλοι μπορούν να περιμένουν και θα πε­ριμένουν εις μάτην την θεόθεν αναγνώ­ριση της αρετής και των χαρισμάτων τους. Ας δούμε λοιπόν τι λέγει σχετι­κώς ο όντως Άγιος και χαρισματούχος, ο κήρυξ του φωτός και της Χάριτος, «Ορθοδοξίας ο φωστήρ, Εκκλησίας το στήριγμα και διδάσκαλος, των μοναστών η καλλονή, των θεολόγων υπέρμαχος απροσμάχητος», ο αρχιεπίσκοπος Θεσ­σαλονίκης Άγιος Γρηγόριος ο Παλαμάς.

 

 

ε) Ο Άγιος Γρηγόριος ο Παλαμάς

 

Δεν διενοήθη ούτε επεδίωξε ποτέ ο Άγιος Γρηγόριος να οργανώσει διάλογο και συνάντηση με τους Μουσουλμάνους. Αναγκάσθηκε να συνομιλήσει μαζί τους υπό τραγικές μάλιστα συνθήκες, χωρίς να διστάσει να ομιλήσει υπέρ της αληθεί­ας, με κίνδυνο μάλιστα της ζωής του. Αξί­ζει να αντιπαραβάλει κανείς τις συν­θήκες κάτω από τις όποιες διεξήγαγε τον διάλογο ο αιχμάλωτος στους Αγαρηνούς αρχιεπίσκοπος Θεσσαλονίκης περιτριγυριζόμενος από αγρίους Μουσουλμά­νους, που ήσαν έτοιμοι να κινηθούν εναντίον του, αν έλεγε κάτι προσβλητικά για τον προφήτη και την θρησκεία τους, με την φιέστα της Ασίζης, και τα πολυ­τελή και άνετα ξενοδοχεία ή ιδρύματα, όπου φιλοξενούνται και σιτίζονται οι διε­ξάγοντες σήμερα τους διαθρησκειακούς διάλογους. Η απόλαυση αυτών των πα­ροχών, των διευκολύνσεων, των αναγνω­ρίσεων της επιστημονικής αξίας και των τιμών, είναι καλό κίνητρο, για να είναι κα­νείς συνεργάσιμος, διαλλακτικός, «αντι­κειμενικός», «αμερόληπτος» και όχι από­λυτος και αποκλειστικός. Μικρών δυνα­τοτήτων επιστήμονες έχουν ανάγκη προ­βολής και καταξιώσεως, πλουτισμού των βιογραφικών τους υπομνημάτων, ενώ φιλόδοξοι κληρικοί και θεολόγοι επι­διώκουν περαιτέρω άνοδο και κατάληψη θέσεων στα οικουμενικά συμβούλια και στις επιτροπές.

Ο Άγιος Γρηγόριος Παλαμάς, κατα­ξιωμένος αγωνιστής της Ορθοδοξίας, αφού συνέτριψε τον Βαρλαάμ τον Καλαβρό και αποκάλυψε τις πλάνες του Παπι­σμού με μια άκρως αντιοικουμενιστική, φονταμενταλιστική, θα έλεγαν πολλοί σήμερα, στάση, εξελέγη για τον αρχιεπισκοπικό θρόνο της Θεσσαλονίκης το 1347 «τάξει και νόμω πνευματικής ανα­βάσεως... ου κλέψας την εξουσίαν, ουδ' αρπάσας, ουδέ διώξας την τιμήν, αλλ' υπό της τιμής διωχθείς, ουδ' ανθρωπίνην χάριν, αλλ' εκ Θεού και θείαν δεξάμενος», όπως λέγει ο Άγιος Γρηγό­ριος θεολόγος, για τον Μ. Βασίλειον (Επιτάφιος εις Μ. Βασίλειον 25-27. ΕΠΕ 6, 17 ε.). Λόγω της αντιδράσεως του κινήματος των Ζηλωτών δεν κατέστη δυνατή η ενθρόνισή του, παρά μόνον μετά από τρία έτη, τον Δεκέμβριο του 1350. Το τριετές αυτό διάστημα από της εκλογής μέχρι της ενθρονίσεως διήλθεν εις το Άγιον Όρος και εις την Λήμνον, την οποία επί διετίαν εποίμανε ως τοποτηρητής. Και μετά την ενθρόνισή του όμως και την παλλαϊκή και ενθουσιώδη υποδοχή των Θεσσαλονικέων δεν ήταν αδιατάρακτη η ποιμαντορία του κυρίως λόγω των δυναστικών διενέξεων μεταξύ των δύο αυτοκρατορικών οικογενειών, των Παλαιολόγων και των Καντακου­ζηνών. Σε κάποια μεσολαβητική, ειρη­νευτική του αποστολή στην Κων­σταντινούπολη τον Μάρτιο του 1354, το πλοίο, που τον μετέφερε από την νήσο Τένεδο αναγκάσθηκε λόγω θαλασσοτα­ραχής, να προσεγγίσει τις ακτές της ευρωπαϊκής ακτής της Καλλίπολης, ό­που για πρώτη φορά στην ιστορία είχαν διαπεραιωθή από την ασιατική πλευρά οι Τούρκοι, εκμεταλλευόμενοι τον πανικό και την αποδιοργάνωση, που είχε προκα­λέσει ο καταστρεπτικός σεισμός της 2ας Μαρτίου του 1354, χωρίς να προβληθεί καμμία αντίσταση από τα αυτοκρατορικά στρατεύματα. Εκεί λοιπόν συνελήφθη ο Άγιος Γρηγόριος αιχμάλωτος από τους Τούρκους μαζί με την συνοδία του και υπέστη τα πάνδεινα. Ενώ βρίσκεται στα χέρια των Τούρκων, σε επιστολή που στέλνει προς την εαυτού Εκκλησίαν, την Εκκλησία Θεσσαλονίκης, τους χα­ρακτηρίζει ως «τους πάντων βαρβάρων βαρβαρωτάτους». Εκτιμούσε ότι η αιχμαλωσία του ήταν έργο της Θείας Προνοίας, που απέβλεπε αφ' ενός μεν να κηρύξει το Ευαγγέλιο προς τους αλλόπιστους Μουσουλμάνους και αφ' ετέρου να ενισχύσει τους Χριστιανούς ώστε να αποφύγουν τον εξισλαμισμό λόγω των πιέσεων, που ασκούσαν οι Τούρκοι κατακτηταί. Προοδοποιεί εδώ ο Άγιος Γρηγόριος το έργο των μεγάλων Αγίων της Τουρκοκρατίας, του Αγίου Κοσμά του Αιτωλού και των Κολλυβάδων, διαγράφει την οδό της ομολογίας και της παρρησίας στους αναγκαστικούς διαλόγους με τους κατακτητάς, στους αληθινούς διαθρησκειακούς διαλόγους οι οποίοι εγέννησαν στη συνέχεια το πλήθος των Νεομαρτύρων. Τί γεννούν και τί παράγουν οι σημερινοί διαθρησκειακοί διάλογοι; Ασφαλώς όχι μάρ­τυρας και απολογητάς, αλλά χλιαρούς και αδιαφόρους περί την πίστιν αποστάτας της Ορθοδοξίας.

Συνολικά κατά την διάρκεια της ταλαι­πωρίας του από πόλη σε πόλη, η οποία οφείλεται εις το ότι πληροφορηθέντες οι Τούρκοι ότι ήτο επιφανής και διάση­μος αρχιερεύς ζητούσαν υπέρογκα χρη­ματικά ποσά ως λύτρα, διεξήγαγε τρεις διαλόγους ο Άγιος Γρηγόριος με θεολόγους του Ισλάμ, στους οποίους σύντομα θα αναφερθούμε. Η πρώτη συζήτηση περιγράφεται σε επιστολή προς την Εκκλησία του, η δεύτερη συζήτηση στην ίδια επιστολή και σε άλλη του επι­στολή από την αιχμαλωσία προς ανώνυμο παραλήπτη (Επιστολή ότε εάλω, ΕΠΕ 7, 198-209) και τρίτη συζήτηση «Προς τους αθέους Χιόνας», (Διαλεξις προς τους αθέους Χιόνας. ΕΠΕ 7, 210-225),   εξισλαμισθέντες πρώην Χριστια­νούς, καταγράφτηκε σαν ένα είδος πρα­κτικών, από τον ιατρό Ταρκανείτη, που προσεκλήθη από Χριστιανούς, για να βοηθήσει τον ασθενήσαντα από τις τα­λαιπωρίες Άγιο Γρηγόριο.

Γράφοντας λοιπόν «προς την εαυτού εκκλησίαν» κρίνει ότι ήταν μέτρο της προνοίας του Θεού η αιχμαλωσία του: «Δοκεί γαρ μοι δια της οικονομίας ταύτης φανερούσθαι τα του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού, του επί πάντων Θεού, και αυτοίς τοις πάντων βαρβάρων βαρβαρωτάτοις, ως αναπολόγητοι ώσιν επί του μέλλοντος αυτού φρικωδεστάτου βήματος, εγγύς όντος ήδη, δι' ήν οικονομίαν, ως από των εκβάντων έστι συνοράν, και ημείς παρεδόθημεν ταις τού­των χερσίν, άμα προς μικράν έκτισιν των πολλών εις Θεόν ημετέρων αμαρτημά­των» (Προς την εαυτού Εκκλησίαν 3, ΕΠΕ 7,160-162). Οι σημερινές συναντή­σεις και διάλογοι δεν γίνονται για καμμιά οικονομία θεϊκή, ούτε καθιστούν αναπολόγητους τους Μουσουλμάνους, αφού δεν μαθαίνουν από αυτούς την αλήθεια του Ευαγγελίου· γίνονται για ανθρώπινες οικονομίες, όπως και αν εκλάβει κανείς τον όρο. Από την Καλλί­πολη, όπου συνελήφθησαν, μεταφέρθηκαν οι αιχμάλωτοι ομαδικά στην Λάμψα­κο υπό σκληρές συνθήκες, γύμνιας, πεί­νας, στερήσεων, σωματικών κακώσεων ο ηγεμών των βαρβάρων ήλπιζε ότι θα εισπράξει χιλιάδες νομισμάτων, για την απελευθέρωση του Αγίου Γρηγορίου, οι δε φανατικοί στην πίστη Μουσουλμάνοι εξεδήλωναν την μανία τους εναντίον του και επεδίωκαν να τον υποχρεώσουν σε θεολογικό διάλογο, γιατί πίστευαν ότι η αιχμαλωσία τους ήταν τιμωρία από τον Θεό εξ αιτίας της ασεβούς πίστεως των Χριστιανών. Αγανακτεί στο σημείο αυτό ο Άγιος Γρηγόριος γιατί «το δυσσεβές και θεομισές και παμμίαρον τού­το γένος» μεγαλαυχεί και πιστεύει ότι λόγω της ευσεβείας και θεοφιλίας του επικρατεί επί του Γένους των Ρωμηών. Υπενθυμίζει ότι κατά το Ευαγγέλιο «ο κόσμος ούτος εν τω πονηρώ κείται» (Α' Ιω. 5,19) και ότι στο μεγαλύτερο μέρος του κόσμου κυριαρχούν οι κακοί και δούλοι των κάτω που εκβιάζουν με τα όπλα και εκπορθούν τα γειτονικά εδά­φη. Μέχρι των χρόνων του Μ. Κωνσταν­τίνου κυβερνούσαν τον κόσμο οι ειδωλολάτρες, που δεν είχαν βέβαια την εύνοια του Θεού. Οι Μουσουλμάνοι έπαθαν ό,τι και οι ειδωλολάτρες Έλληνες, για τους οποίους λέγει, ο Απόστο­λος Παύλος, ότι τους παρέδωσε ο Θεός «εις αδόκιμον νουν», διότι «γνόντες τον Θεόν ουχ ως Θεόν εδόξασαν». Το ίδιο και οι Μουσουλμάνοι, ενώ ισχυρίζονται ότι ο Χριστός είναι Λόγος του Θεού και Πνεύμα, ότι ετέχθη εκ Παρθένου, εδίδαξε θεία πράγματα, ανελήφθη στους ουρανούς και θα έλθει να κρίνει τον κόσμο, εν τούτοις δεν τον δέχονται ως Θεό, ως Θεάνθρωπο Λόγο, αλλά «ηλλάξαντο την αλήθειαν εν τω ψεύδει και επίστευσαν και εσεβάσθησαν και ηκολούθησαν ανθρώπω ψιλώ τε και θνητώ και τεθαμμένω, Μωάμεθ ούτος, παρά τον Θεάνθρωπον και αείζωον και αϊδιον Λόγον». Η συνέχεια των όσων λέγει ο Άγιος Γρηγόριος αποτελούν ολοκλη­ρωτική άρνηση και κατεδάφιση του Ισλάμ. Επειδή λοιπόν αστόχησαν στην πίστη, όπως οι ειδωλολάτρες, τους πα­ρέδωσε ο Θεός «εις αδόκιμον νουν και εις πάθη ατιμίας»· η πίστη τους και η ζωή τους είναι θεομισείς και απάνθρωπες. Έχουν φθάσει σε τέτοιο σημείο παρα­λογισμού ώστε όχι μόνον δικαιολογούν τα όσα πράττουν, αλλά νομίζουν ότι και ο Θεός επιδοκιμάζει τις πράξεις τους. Επικαλείται για την κρίση του αυτή την προσωπική του πλέον εμπειρία. Λέγει το κείμενο: «Επεί γουν γνόντες περί ων ο Λόγος τον Χριστόν ούχ ως Χριστόν εδό­ξασαν ή εσεβάσθησαν "παρέδωκεν αυ­τούς ο Θεός εις αδόκιμον νουν" και "πά­θη ατιμίας", ώστε βιούν αισχρώς και απανθρώπως, και θεομισώς, και κατά τον εκ παιδός υπό Θεού μεμισημένον και της πατρικής ευχής απωσμένον Ησαύ, επί τόξω και μαχαίρα και ασωτία ζην, επεντρυφώντας ανδραποδισμοίς, φόνοις, λεηλασίαις, αρπαγαίς, ακολασίαις, μοιχείαις, ανδρομανίαις. Και ου μόνον αυτοί τα τοιαύτα πράττουσιν, αλλ' ώ της παρανομίας, και τον Θεόν συνευδοκείν τούτοις οίονται. Ούτως εγώ περί τούτων διανοούμαι, τα κατ' αυτούς νυν ειδώς ακριβέστερον» (Προς την εαυτού Εκκλησίαν 8-9, ΕΠΕ 7,166-168).

Ακούτε όλοι εσείς, πατριάρχες, αρ­χιεπίσκοποι, θεολόγοι, ειρηνοποιοί και αγαπητικοί, που τολμάτε και επικαλείσθε τον Άγιο Γρηγόριο Παλαμά ως συνήγορο των ιδικών σας θετικών εκτι­μήσεων, για το Ισλάμ. Γιατί κρύβετε την αλήθεια και την συσκοτίζετε; Φοβάστε το φως του Ευαγγελίου και των Άγιων Πατέρων, γιατί αποτελούν έλεγχο των ιδικών σας πράξεων. Δεν τελειώσαμε όμως με τον Άγιο Γρηγόριο, γιατί έχει και άλλες ενδιαφέρουσες διαθρησκειακές θέσεις και θα συνεχίσουμε. Εδώ πάντως στο χωρίο, που παραθέσαμε κονιορτοποιείται το επιχείρημα των διαθρησκειακών «θεολόγων» περί του ότι το Ισλάμ γνωρίζει και αναγνωρίζει τον Χριστό ως προφήτη και διδάσκαλο. Τόσο το χειρότερο, εφ' όσον είναι γνωστόν ότι «ο γνούς και μη ποιήσας δαρήσεται πολλάς»· η γνώση των περί Χριστού επιβα­ρύνει περισσότερο τους Μουσουλμά­νους διότι «γνόντες τον Χριστόν ούχ ως Χριστόν εδόξασαν ή εσεβάσθησαν» αλλά τον έβαλαν, όπως είδαμε παρουσιάζον­τας την διδασκαλία του Αγίου Ιωάννου Δαμασκηνού, να αρνείται ο ίδιος την θε­ότητα του και να παραδέχεται ότι το Ευαγγέλιο το έγραψαν άνθρωποι «παραβάται», «ψεύσται» και «πεπλανημένοι». Όχι μόνον αρνήθηκαν τον Χριστό αλλά διέστρεψαν και την διδασκαλία του, καταστάντες γι' αυτό αναπολόγητοι, αυτοί και οι υποστηρικτές των.

 

~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~

 

 

 

Εν είδει επιμέτρου προς τα προηγούμενα άρθρα, παραθέτουμε και τα ακόλουθα:

 

 

ε) Άγιος Γρηγόριος Παλαμάς

 

Είχαμε παραθέσει θέση του Αγίου Γρηγορίου του Παλαμά με την οποία, όπως είπαμε, κατεδαφίζει ολοκληρωτικά το Ισλάμ, γιατί διαπιστώνει ότι και η πίστι τους και η ζωή τους είναι θεομισείς. Επειδή δεν επίστευσαν στον Χριστό ως Θεό και αστόχησαν, παραδόθηκαν και εις πάθη ατιμίας. Κατά την πρώτη του επικοινωνία με τους Μουσουλμάνους στη Λάμψακο γράφει ότι πολλοί από αυτούς έδει­ξαν άγριες διαθέσεις εναντίον του, τον προ­σέβαλαν και φιλονικούσαν μαζύ του προβάλ­λοντας την αιχμαλωσία του ως απόδειξη της μη αληθούς πίστεως των Χριστιανών. Προ­σθέτει μάλιστα ότι τον περιτριγύριζε και πολύ πλήθος Χριστιανών, ανδρών, γυναικών και παιδιών, από τους οποίους άλλοι ήθελαν να εξομολογηθούν, άλλοι να ερωτήσουν για διάφορα θέματα της πίστεως, ενώ οι περισ­σότεροι ζητούσαν να μάθουν την αιτία, για την οποία ο Θεός εγκατέλειψε το Γένος μας, προφανώς επηρεασμένοι από όσα έλεγαν οι Μουσουλμάνοι. Μερικοί μάλιστα έκλαιγαν από συμπάθεια για την αιχμαλωσία του Αγί­ου Γρηγορίου. Έμειναν επτά ημέρες στη Λάμψακο και την όγδοη ανεχώρησαν για την πόλη Πηγές. Κατά τη διαδρομή ο ομολογητής Άγιος υπέστη απερίγραπτες ταπεινώ­σεις και βασανιστήρια, όπως γράφει· «Και τα της οδού ταύτης πάθη βουλομένω μοι καταλέγειν ούτε μέλαν, όσον νυν ευπορώ, ούτε ο χάρτης αρκέσει» (Αυτόθι 9, ΕΠΕ 7,168).

Μετά από τρεις ημέρες έφθασαν στις Πη­γές. Ταλαιπωρημένους από την οδοιπορία τους άφησαν να διανυκτερεύσουν στην ύπαιθρο, μολονότι είχε πολύ ψύχος· ήταν Μάρτιος μήνας. Ξεχώρισαν τον Άγιο μαζί με μερικούς μοναχούς· τους εφοβέριζαν με ανήκουστες απειλές, για να αυξήσουν τα ποσόν των λύτρων, τα οποία όμως δεν είχαν να προσφέρουν, για να απελευθερωθούν. Τελικώς τους φιλοξένησε κάποιος Χριστια­νός και τους περιέθαλψε επί τρεις μήνες στις Πηγές, όπου στην Εκκλησία του Χριστού συγκεντρώνονταν και οι ντόπιοι και οι αιχμά­λωτοι, για να ακούσουν την διδασκαλία του Αγίου Γρηγορίου.

Μετά την πάροδο τριών μηνών οδηγήθη­καν στη Προύσα. Στα περίχωρα της Προύσας σε ένα λοφώδη τόπο, όπου οδηγήθηκαν, διε­ξήγαγε ο Άγιος Γρηγόριος διάλογο με τον Ισμαήλ, γιο του μεγάλου αμηρά. Μεταξύ άλλων τον ερώτησε ο Ισμαήλ, αν οι Χριστιανοί δεχόμαστε και αγαπούμε τον προφήτη τους Μωάμεθ· «εκείνος ήρετο πάλιν, εισδεχόμεθα και αγαπώμεν και ημείς τον προφήτην αυτών Μεχούμετ» (Αυτόθι 14, ΕΠΕ 7, 172). Σημερινοί πατριάρχες, αρχιερείς και θεολόγοι δεν χρειάζεται καν να ερωτηθούν, ούτε βέβαια να υποστούν τις ταλαιπωρίες της αιχμαλωσίας του Αγίου Γρηγορίου· σπεύδουν μόνοι τους να απαντήσουν θετικά, όχι ασφαλώς, για να αποφύγουν διώξεις και ταλαιπωρίες, αλλά ως «προοδευτικοί» και παγκοσμιοποιημένοι, για να δείξουν ότι αυτοί έχουν υπερβή όλες τις διακρίσεις, που χωρίζουν τους ανθρώπους, ακόμη και τις θρησκευτικές διαφοροποιήσεις, δεν είναι ρατσιστές και φανατικοί, σαν τον Άγιο Γρηγόριο, ο οποίος αμέσως απάντησε χωρίς να σκεφθεί τις οποιεσδήποτε συνέπειες, ότι ούτε τον δεχόμαστε ούτε τον αγαπούμε τον Μωάμεθ. Όταν ο Ισμαήλ του εζήτησε τον λό­γο αυτής της αρνήσεως και απορρίψεως, ο Άγιος Γρηγόριος είπε ότι δεν πιστεύουμε στην διδασκαλία του, απορρίπτουμε την δι­δασκαλία του, και επομένως για τον λόγο αυτό δεν μπορούμε να τον δεχθούμε και να τον αγαπήσουμε ως διδάσκαλο και προφήτη· «τω μη πιστεύοντι τοις του διδασκάλου λόγοις ουκ ένι τον διδάσκαλον ως διδάσκαλον αγαπάν» (Αυτόθι 172 -174). Συνεζήτησαν και επί άλλων θεμάτων κατά την συζήτηση ήταν εμφανής η σκωπτική διάθεση του Ισμαήλ· δεν συμπεριφέρθηκε πάντως άγρια, μολο­νότι, όπως γράφει ο Άγιος Γρηγόριος, «καθάπερ λέγουσιν οι τούτον ειδότες, ούτος εστί των απηνών και κατά Χριστιανών μεμηνότων τα πρώτα» (Αυτόθι 15, ΕΠΕ 7,174).

Στη συνέχεια τους οδήγησαν στην Νικο­μήδεια ενώπιον του ιδίου του αμηρά Ορχάν, ο οποίος, επειδή εντυπωσιάσθηκε από το ενδιαφέρον του Χριστιανού γιατρού του Ταρωνείτη για τον Άγιο Γρηγόριο, ρώτησε «Τίς ποτε και οίός εστίν ο καλόγερος ούτος;». Όταν του εξήγησε σχετικώς ο ιατρός, ο αμηράς απήντησε ότι έχει και αυτός σοφούς θεολόγους, οι οποίοι θα συζητήσουν μαζύ του. Έστειλε και εκάλεσε αμέσως τους Χιόνες, εξισλαμισθέντες Χριστιανούς, για τους οποίους ο Άγιος Γρηγόριος λέγει ότι τί­ποτε άλλο δεν είχαν μάθει από τον Σατανά, από το να βλασφημούν και να ασεβούν στο πρόσωπο του Χριστού· «ανθρώπους μηδέν άλλο μελετήσαντας και παρά του Σατανά διδαχθέντας ή βλασφημίαν και αναισχυντίαν εις τον Κύριον ημών Ιησούν Χριστόν τον του Θεού Υιόν» (Αυτόθι 17, ΕΠΕ, 7,176). Την ίδια στάση τηρούν απέναντι της θεότητας του Χριστού οι Μουσουλμάνοι όλων των εποχών και οι σημερινοί, που μετέχουν στους διαθρησκειακούς διαλόγους· έγραψε όμως πο­τέ κανείς από τους ιδικούς μας διαλεγομένους ότι η πίστη τους αυτή είναι βλασφημία και αναίδεια, διδαγμένη από τον Σατανά;

Τα πρακτικά της συζητήσεως με τους Χιόνες τα διέσωσε ο ιατρός Ταρωνείτης· ο Άγιος Γρηγόριος δεν αναφέρει λεπτομέρει­ες από την συζήτηση αυτή γράφοντας Προς την εαυτού Εκκλησίαν· παραπέμπει στην ανάγνωση των πρακτικών που διαδόθηκαν με αντίγραφα. Σύμφωνα λοιπόν με αυτά ο Άγιος Γρηγόριος, διεξάγει στην Νικομήδεια τον δεύτερο διάλογο με τους Μουσουλμά­νους, μετά από εκείνον με τον Ισμαήλ. Είναι πάντως και αυτό χαρακτηριστικό ότι ο ιατρός Ταρωνείτης, που διέσωσε αυτόν τον διάλο­γο, χαρακτηρίζει τους Μουσουλμάνους ως «αθέους», δείγμα και αυτό του πόσο ταιριά­ζουν οι διάλογοι των Αγίων με τους σημερι­νούς διαλόγους, οι οποίοι ξεκινούν από την εκτίμηση ότι έχουμε τον ίδιο Θεό· είναι αδια­νόητο στους σημερινούς διαλόγους της διαθρησκειακής διαπλοκής να χαρακτηρισθούν οι Μουσουλμάνοι ως άθεοι. Όμως ο τίτλος του σχετικού έργου γράφει· «Διάλεξις προς τους αθέους Χιόνας, συγγραφείσα παρά του ιατρού τού Ταρωνείτου».

Κατά τη συζήτηση εδόθη εν πρώτοις ο λό­γος στον Άγιο Γρηγόριο, ο οποίος παρου­σίασε τα βασικά θέματα της Χριστιανικής πί­στεως, τονίζοντας εκείνα εις τα οποία διαφέ­ρει ο Χριστιανισμός από το Ισλάμ, την διδα­σκαλία δηλαδή περί Αγίας Τριάδος και περί της θεότητος του Υιού και του Αγίου Πνεύματος, απαντών σε σχετικές ενστάσεις των Μουσουλμάνων. Ο παριστάμενος στη θέση του αμηρά άρχων Παλαπάνος, γνωρί­ζοντας προφανώς την απάντηση που είχε δώσει ενωρίτερα ο Άγιος Γρηγόριος στον Ισμαήλ υπέβαλε τώρα την ίδια ερώτηση, συμπληρωμένη όμως με κάποια διαπίστωση ελλείψεως αμοιβαιότητας και αλληλοκατανοήσεως με ευθύνη των Χριστιανών, διότι ενώ οι Μουσουλμάνοι δέχονται τον Χριστό, τον τιμούν και τον αγαπούν, όπως και την μη­τέρα του, δεν πράττουν το ίδιο και οι Χρι­στιανοί για τον Μωάμεθ· «Ο αυθέντης ορίζει σε ειπείν πως ημείς μεν δεχόμεθα τον Χριστόν και αγαπώμεν και τιμώμεν και λέγομεν αυτόν είναι του Θεού Λόγου και πνοήν, έχομεν δε και την μητέρα αυτού πλησίον του Θεού, υμείς ου δέχεσθε τον προφήτην ημών, ουδέ αγαπάτε αυτόν;» (Διάλεξις προς τους αθέους  Χιόνας 13, ΕΠΕ 7, 220-222).

            Τώρα και η απάντηση του Αγίου Γρηγορίου είναι συμπληρωμένη και ολοκληρωμένη σε σχέση με την απάντηση, που έδωσε στον Ισμαήλ. Δεν πιστεύουμε στη διδασκαλία του Μωάμεθ, «δια τούτο ουκ αγαπώμεν ημείς τον Μεχούμετ». Ο Κύριός μας Ιησούς Χριστός εδίδαξε ότι θα έλθει πάλιν, για να κρίνει όλον τον κόσμον και μας παρήγγειλε να μη δε­χθούμε κανένα άλλον προ της δικής του πα­ρουσίας. Έλεγε επίσης προς όσους δεν επίστευαν εις αυτόν, ότι ήλθεν εξ ονόματος του Πατρός και δεν τον εδέχθησαν·        εάν έλθει κά­ποιος άλλος στο δικό του όνομα, αυτόν θα τον δεχθούν. Είναι σαφής εδώ ο υπαινιγμός ότι ο Μωάμεθ ήταν αυτόκλητος και όχι θεό­κλητος, απόστολος του εαυτού του και όχι του Θεού, και όμως τον εδέχθησαν οι Μου­σουλμάνοι. Προσθέτει ο Άγιος Γρηγόριος, για να αιτιολογήσει την εκ μέρους των Χρι­στιανών απόρριψη του Μωάμεθ, όσα γράφει ο απόστολος Παύλος προς τους Γαλάτας· «Καν άγγελος εξ ουρανού ευαγγελίσηται υμίν παρ' ο παρελάβετε, ανάθεμα έστω» (Αυτόθι 13, ΕΠΕ 7, 222, Γαλ. 1,8).

Επιτυχέστατες είναι οι απαντήσεις του Αγίου Γρηγορίου στα ερωτήματα, γιατί δεν περιτέμνονται οι Χριστιανοί και γιατί τιμούν τις Άγιες εικόνες, ενώ η Αγία Γραφή απαγο­ρεύει κάτι τέτοιο. Και ενώ οι άρχοντες μετά τη συζήτηση χαιρέτησαν με σεβασμό το μητροπολίτη Θεσσαλονίκης και απεχώρησαν, ένας από τους Μουσουλμάνους Χιόνες «προσκαρτερήσας ύβρισε τον μέγαν του Θεού αρχιερέα αισχρώς και ορμήσας επάνω αυτού έδωκεν αυτώ πληγάς κατά κόρρης» (Αυτόθι 16, ΕΠΕ 7, 224). Πόσες ύβρεις και πληγές δέχονται οι διεξάγοντες σήμερα τους διαλόγους, που τολμούν να ισχυρίζον­ται ότι μιμούνται τον Άγιο Γρηγόριο Παλαμά;

Από την Νικομήδεια μετέφεραν τον Άγιο Γρηγόριο στην Νίκαια, την ιστορική πόλη των δύο οικουμενικών συνόδων, της πρώτης (325) και της εβδόμης (787). Προβαίνει σε ενδιαφέ­ρουσα σύντομη περιγραφή της πόλεως. Ο ίδιος κατευθύνθηκε στην Ιερά Μονή του Υα­κίνθου, όπου και εγκατεστάθηκε μόνος, διότι ήδη και τα μέλη της συνοδίας του, οι συναιχμάλωτοί του κληρικοί και μοναχοί, είχαν κα­τορθώσει να ελευθερωθούν με καταβολή λύτρων, τα οποία γι' αυτούς ήταν λιγώτερα. Κάποια μέρα λοιπόν εξήλθε, για περίπατο έξω από την πόλη από την ανατολική πύλη. Συνέπεσε τότε να κηδεύουν οι Μουσουλμάνοι κά­ποιον ομόπιστό του· εκ του μακρόθεν παρα­κολούθησε τα τελούμενα και ο Άγιος Γρη­γόριος. Όταν επέστρεφαν, κάθησαν μαζί με ένα τασιμάνη, ένα Μουσουλμάνο κληρικό δηλαδή, στο μέρος όπου καθόταν και ο Άγιος Γρηγόριος, ο οποίος, αφού ζήτησε κά­ποιον που να γνωρίζει και τις δύο γλώσσες, με δική του πρωτοβουλία άνοιξε συζήτηση με τον τασιμάνη, πολύ ενδιαφέρουσα. Με αφορ­μή τα τελεσθέντα κατά την κηδεία ο διάλογος περιεστράφη γύρω από την σχετική τελε­τουργία και την μέλλουσα κρίση. Ό Άγιος Γρηγόριος παρετήρησε ότι θα έπρεπε οι ευχές τους, να αναπέμπονται προς τον Χρι­στό, εφ' όσον όπως και οι ίδιοι, πιστεύουν, κριτής όλων θα έλθει ο Χριστός. Σύμφωνα μά­λιστα με τον Αβραάμ ο Θεός θα κρίνει την οικουμένη, όπως και σύμφωνα με τον προφή­τη Δανιήλ. Επομένως ο Χριστός ως Θεός θα κρίνει την οικουμένη, δεν είναι διαφορετικός από τον Πατέρα κατά την θεότητα, όπως δεν είναι διαφορετικό από τον ήλιο το ηλιακό απαύγασμα. Ο τασιμάνης φάνηκε να δυσα­νασχετεί. Ανέπτυξε και τις δικές του θέσεις, ενώ εν τω μεταξύ συγκεντρώθηκαν πολλοί Χριστιανοί και Τούρκοι, για να παρακολουθή­σουν την συζήτηση. Είπε λοιπόν ότι οι Μου­σουλμάνοι δέχονται όλους τους προφήτες και τον Χριστό, πιστεύουν δε και το Ευαγγέ­λιο του Χριστού είναι θεϊκή αποκάλυψη, κατήλθεν εξ ουρανού. Στραφείς δε προς τον Άγιο Γρηγόριο τον ερώτησε: «Υμείς δε πως ου δέχεσθε τον ημέτερον προφήτην, ουδέ πι­στεύετε τω τούτου βιβλίω, εξ ουρανού και αυτό καταβάντι» (Προς την εαυτού εκκλησίαν 23, ΕΠΕ 7,182-184).

Η απάντηση του Αγίου Γρηγορίου είναι πλήρης, θαρραλέα και αποφασιστική, όπως θα δούμε. Προϋποθέτει μάλιστα γνώση της σχετικής διδασκαλίας των προ αυτού αγίων, ιδιαίτερα του Αγίου Ιωάννου του Δαμασκη­νού. Είναι και αυτό αξιοπρόσεκτο σημείο των τότε διαθρησκειακών διαλόγων σε σχέση με τους σημερινούς. Τότε ελάμβαναν υπ' όψιν την προηγούμενη πατερική Παράδοση· εστηρίζοντο στους προ αυτών Αγίους Πατέρες, δεν μιλούσαν από κοιλίας, αυτοσχεδιάζοντας και αυτοφωτιζόμενοι. Λέγει λοιπόν ο Άγιος Γρηγόριος, απαντώντας στον τασιμάνη, ότι είναι παλαιότερη συνήθεια να μη δεχόμαστε τίποτε ως αληθές, αν δεν υπάρχουν σχετικές μαρτυρίες. Οι μαρτυρίες είναι δύο ειδών· το ένα είδος μαρτυρίας είναι τα ίδια τα έργα και τα πράγματα, το άλλο οι μαρτυρίες από αξιόπιστα πρόσωπα. Αναφέρεται στον Μωυσή και στις μαρτυρίες που υπάρχουν γι' αυτόν μέσα στην Αγία Γραφή, όπως και στον Χριστό, ο οποίος «μετά των εξαισίων ων ειργάσατο πολλών και μεγάλων, και παρ’ αυτού Μωσέως και των άλλων προφητών μαρτυρείται». Δεν ισχύει το ίδιο και για τον Μωάμεθ, ο οποίος ούτε μαρτυρείται από τους προφήτες ούτε έκανε κάποιο θαύμα αξιόλογο· «Τον δε Μεχούμετ ούτε παρά των προφητών ευρίσκομεν μαρτυρούμενον ούτε τι ξένον ειργασμένον και αξιόλογον προς πίστιν ενάγον. Δια τούτο ου πιστεύομεν αυτώ ουδέ τω παρ' αυτού βιβλίω» (Αυτόθι 23-24. ΕΠΕ 7, 184).

Ο τασιμάνης δυσανασχέτησε· απολογήθη­κε όμως προβάλλοντας το επιχείρημα ότι στο Ευαγγέλιο υπήρχαν μαρτυρίες για τον Μωά­μεθ, αλλά τις έσβησαν, τις εξαφάνισαν οι Χρι­στιανοί, και ότι δείγμα της θεϊκής ευλογίας και αποδοχής του Μωάμεθ είναι ότι διαρκώς από την ανατολή μέχρι τη δύση, σε όλη δηλα­δή την οικουμένη, ο Θεός του χαρίζει νίκες εναντίον των άλλων εθνών· «Αλλά και εξ άκρας ανατολής εξελθών ηλίου, μέχρι και της αυτού δύσεως, ως οράς, νικών κατήντησεν».

Είναι συντριπτική η απάντηση του Αγίου Γρηγορίου στα επιχειρήματα αυτά του τα­σιμάνη. Λέγει εν πρώτοις ότι από το Ευαγγέλιο δεν αποκόπηκε ούτε τροποποιήθηκε το παραμικρό. Υπάρχουν γι' αυτό φρικτές εντο­λές· όποιος τολμήσει να αποκόψει κάτι ή να το αλλάξει αποκόπτεται από το Χριστό. Κα­νείς Χριστιανός δεν θα τολμούσε να αποκό­ψει ή να αλλάξει τα θεοχάρακτα λόγια του Χριστού. Άλλωστε και οι πολλές μεταφρά­σεις του Ευαγγελίου μαρτυρούν γι' αυτό· θα είχε γίνει αντιληπτή η οποιαδήποτε παραχάραξη. Ακόμη και πολλοί αιρετικοί, που συμφωνούν σε μερικά με τους Μουσουλμά­νους, δεν έχουν να δείξουν τέτοιο παραλλαγμένο Ευαγγέλιο. Στο Ευαγγέλιο άλλωστε υπάρχουν εμφανώς διδασκαλίες αντίθετες προς την διδασκαλία του Μωάμεθ· πως λοιπόν θα μαρτυρούσε το Ευαγγέλιο για τον Μωάμεθ; Επί πλέον δεν υπάρχει στο Ευαγγέ­λιο τίποτε σχεδόν που να μην έχει προλεχθή από τους προφήτες· αν λοιπόν υπήρχε γραμμένο κάτι για τον Μωάμεθ, θα το είχαν προείπει και οι προφήτες. Αντίθετα μέσα στο Ευαγ­γέλιο υπάρχει γραμμένο και όχι σβησμένο ότι «ελεύσονται πολλοί ψευδόχριστοι και ψευδοπροφήται και πολλούς πλανήσουσι». Γι' αυτό και παραγγέλλει: «Μη ούν πλανηθήτε οπίσω αυτών» (Αυτόθι 24-25, σελ. 186).

Είναι βέβαια σωστό ότι ο Μωάμεθ προχώ­ρησε από την Ανατολή μέχρι τη Δύση νικώντας τους άλλους λαούς. Πώς το κα­τόρθωσε όμως αυτό; «Πολέμω και μαχαίρα και λεηλασίαις και ανδραποδισμοίς και ανδροκτασίαις ων ουδέν εκ Θεού του αγαθού προηγουμένως εστί, του εξ αρχής ανθρωποκτόνου δε μάλλον προηγούμενον θέλημα». Και ο Μέγας Αλέξανδρος ξεκίνησε από την Δύση και κατέκτησε την Ανατολή. Και πολλοί άλλοι σε διάφορες εποχές με τα στρατεύμα­τα τους κατέκτησαν μεγάλα τμήματα της οικουμένης. Σε κανένα όμως απ' αυτούς δεν εμπιστεύθηκαν οι άνθρωποι τις ψυχές τους, όπως εσείς στον Μωάμεθ. Άλλωστε μολονότι χρησιμοποίησε ο Μωάμεθ τη βία και κολά­κευε τις ηδονές, εν τούτοις δεν κατέκτησε και ολόκληρη την οικουμένη. Αντίθετα η δι­δασκαλία του Χριστού, μολονότι απομα­κρύνει απ' όλες τις ηδονές της ζωής, εξαπλώ­θηκε στα πέρατα της οικουμένης, χωρίς να χρησιμοποιήσει βία, αλλά μάλλον νικώντας την βία που άλλοι ασκούσαν εναντίον της, ώστε πράγματι μόνον αυτή να μπορεί να χαρακτηρισθεί ως η νίκη που νίκησε τον κόσμο. Είναι κλασικό απολογητικό κείμενο και αξίζει να το παραθέσουμε «Τι δε και Αλέξανδρος ουκ εκ δύσεως κινήσας την ανατολήν υπηγάγετο πάσαν; Αλλά και άλλοι άλλοτε πολλάκις στρατευσάμενοι πολλοί της οικουμένης επεκράτησαν πάσης. Ουδενί δε τούτων ουδέν γένος τας εαυτών ενεπίστευσαν ψυχάς, ως υμείς τω Μεχούμετ. Καίτοι ούτος, ομού τε βίαν επάγων και τα καθ' ηδονήν προτεινόμε­νος, ουδέ μέρος εν όλον της οικουμένης προσηταιρίσατο· η δε του Χριστού διδασκαλία, καίτοι των του βίου σχεδόν απάντων ηδέων απάγουσα, πάντα τε περιέσχε της οικουμέ­νης τα πέρατα και μεταξύ των αυτή πολεμούντων κρατεί, μηδεμίαν αύτη βίαν επάγουσα, νικώσα δε μάλλον την αντεπαγομένην βίαν εκάστοτε, ως και ούτω ταύτην είναι την νίκην την τον κόσμον νικήσασαν» (Αυτόθι 28, σελ. 188-190).

Η συντριπτική αυτή και θαραλλέα απάντη­ση του Αγίου Γρηγορίου εξόργισε τους Τούρκους. Οι παρατυχόντες Χριστιανοί παρατήρησαν τις κακές διαθέσεις τους και με νόημα προέτρεψαν τον Άγιο Γρηγόριο να μετριάσει τους λόγους, ο οποίος πράγματι χαμογελώντας με ιλαρότητα είπε ότι είναι φυσικό να διαφωνούμε, γιατί διαφορετικά θα είχαμε την ίδια πίστη (Αυτόθι).

Ανταπροκρινόμενος στην τελευταία αυτή εξ ανάγκης προκληθείσα συναινετική ατμόσφαιρα κάποιος από τους Τούρκους είπε ότι θα έλθει κάποτε καιρός που θα συμφωνήσουμε μεταξύ μας: «Έσται ποτέ ότε συμφωνήσομεν αλλήλοις». Στην διαπίστωση αυτή συνεφώνησε και ο Άγιος Γρηγόριος, δίνοντας κατ' οικονομίαν τόπο στην οργή των Τούρκων, και ασφαλώς χωρίς ποτέ να πι­στεύει ότι είναι δυνατόν να συμφωνήσουμε Χριστιανοί και Μουσουλμάνοι (Αυτόθι).

Είναι μάλιστα ευτύχημα ότι το διευκρινίζει αυτό στη συνέχεια ο Άγιος Γρηγόριος, για να προλάβει τυχόν παρανοήσεις, όπως πράγματι έγινε στον σύγχρονο διαθρησκειακό διάλογο, όπου η φράση αυτή του Αγίου Γρηγορίου, πα­ρερμηνεύθηκε και θεωρήθηκε ότι τάχα συνεφώνησε ο Άγιος Γρηγόριος ότι «θα έλθη ποτέ ο χρόνος καθ' όν θα επέλθη η μεταξύ αυτών (Ορθοδόξων και Ισλάμ) αλληλοκατανόησις», πράγμα που ευχήθηκε να γίνει σύντομα (Βλ. Επίσκεψις 510 (31.10.1994) σελ. 7. Ορθοδοξία και Ισλάμ, Ι. Μονής Οσίου Γρηγορίου, Άγιον Όρος, 2000, σελ. 20-21). Με αυτήν την πα­ρερμηνεία οι υποστηρικτές των διαθρησκειακών συναντήσεων και διαλόγων καθησυχά­ζουν την συνείδησή τους, ότι τώρα ήλθε η εποχή της αλληλοκατανοήσεως και ότι αυτοί δεν κάνουν τίποτε από το να πραγματοποιούν αυτό που ευχήθηκε ο Άγιος Γρηγόριος.

Πλανώνται όμως πλάνην οικτράν, διότι στη συνέχεια ο Άγιος Γρηγόριος διευκρινίζει ότι την συμφωνία αυτή μεταξύ Χριστιανισμού και Ισλάμ την βλέπει να πραγματοποιείται όχι στο ιστορικό επίπεδο, σε κάποια μελλον­τική περίοδο της ιστορίας, άλλα σε υπεριστορικό επίπεδο, μετά την Δευτέρα Παρου­σία του Χριστού. Ευχήθηκα, λέγει πράγματι να έλθει ο καιρός εκείνος: «Συνεθέμην γαρ μνησθείς της του αποστόλου φωνής, ότι επί "τω ονόματι Ιησού Χριστού παν γόνυ κάμψει και πάσα γλώσσα εξομολογήσεται ότι Κύριος Ιησούς Χριστός εις δόξαν Θεού Πατρός"· τούτο δ' έσται πάντως εν τη Δευτέρα Παρου­σία, του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού» (Προς την εαυτού εκκλησίαν 29, ΕΠΕ 7, 190).

Ποια σχέση λοιπόν έχουν οι διάλογοι του Αγίου Γρηγορίου, ο οποίος αιχμάλωτος και ταλαιπωρημένος ενώπιον αγρίων και βαρβά­ρων συνομιλητών, δεν εδίστασε να ομολογή­σει και να μαρτυρήσει ότι το Ισλάμ είναι παν­τελώς ξένο προς το Ευαγγέλιο και ο προφή­της τους, ο Μωάμεθ, ένας απλός στρατιωτι­κός ηγέτης που επεβλήθη με τη στρατιωτική βία και κολακεύοντας τις ανθρώπινες αδυνα­μίες, με τους σημερινούς διαλόγους των υποχωρήσεων, των εξισώσεων, όπου λείπει παντελώς η διάθεση ομολογίας και μαρτυρίας; Τουλάχιστον να σεβόμαστε την αλή­θεια και να μη διαστρέφουμε την ζωή και την διδασκαλία των Αγίων. Να έχουμε το θάρρος να δεχθούμε ότι όσα γίνονται στους διαθρησκειακούς διάλογους είναι άρνηση του Ευαγγελίου και προσβολή των Αγίων, ιδιαί­τερα των Μαρτύρων και Νεομαρτύρων, στους οποίους θα αναφερθούμε στο τελευ­ταίο το έβδομο τμήμα, αυτού του άρθρου μας, με το οποίο και θα τελειώσουμε.

~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~

 

στ) Ιωσήφ Βρυέννιος και Γεννά­διος Σχολάριος

 

Ενδιαφέρουσες κρίσεις και εκτιμή­σεις για το Ισλάμ, στην ίδια πάντοτε γραμμή των προ αυτών Αγίων Πατέρων, έχουν διατυπώσει ο μοναχός Ιωσήφ Βρυέννιος, ολίγα χρόνια προ της αλώ­σεως της Κωνσταντινουπόλεως υπό των Τούρκων, όπως και ο πρώτος μετά την άλωση πατριάρχης και εθνάρχης Γεννά­διος Σχολάριος. Ο δεύτερος μάλιστα διεξήγαγε τρεις διάλογους διαθρησκειακούς με τον ίδιο τον πορθητή Μωάμεθ και ένα με Τούρκους αξιωματούχους στην πόλη των Σερρών.

Ο Ιωσήφ Βρυέννιος, διδάσκαλος του Αγίου Μάρκου Ευγενικού και του Γεν­ναδίου Σχολαρίου, υπέρμαχος της Ορθοδοξίας έναντι των επιδιώξεων του πά­πα, διατυπώνει τις εκτιμήσεις του για το Ισλάμ σε επιστολή, που στέλνει προς κάποιον Μάξιμο, ο οποίος εγκατέλειψε την Ορθοδοξία και προσεχώρησε στον Παπισμό. Επιχειρούσε μάλιστα δι' επι­στολών να πείσει και άλλους να προσχω­ρήσουν στον Παπισμό, ενδιαφερόμενος τάχα για τη σωτηρία τους, περισσότερο όμως, όπως εκτιμά ο Βρυέννιος, αγωνιζόμενος να πείσει τον εαυτό του γι' αυτό που έκανε και να διαφύγει τον έλεγχο της συνειδήσεως για την αποστασία του. Παρόμοια επιστολή έστειλε και στον Βρυέννιο, ο οποίος του ανταπέστειλε επιστολή, με τίτλο «Τω από Γραικών Ιταλώ αδελφώ Μαξίμω της τάξεως των κηρύκων» (Ιωσήφ Βρυεννίου. Τα Παρα­λειπόμενα, εκδ. Β. Ρηγόπουλου, τόμ. Γ σελ. 152 - 158, Θεσσαλονίκη 1991). Με­γάλο μέρος από τις απαντήσεις αυτές του Βρυεννίου έχει ενσωματωθή και σε άλλο έργο του με τίτλο «Λόγος Συμβουλευτικός περί της ενώσεως των εκ­κλησιών» (Ιωσήφ Βρυεννίου. Τα Ευρε­θέντα, εκδ. Β. Ρηγόπουλου, τόμ. Α', σελ. 400-423, Θεσσαλονίκη 1991).

Ανάμεσα στα επιχειρήματα του απο­στάτη Μαξίμου εναντίον των Ορθοδόξων ήταν η ευπραγία των Δυτικών και η δυστυχία των Ορθοδόξων, που ερμηνευ­όταν ως εγκατάλειψή τους από τον Θεό. Απαντά λοιπόν ο διδάσκαλος Ιωσήφ ότι, αν όντως έτσι είναι τα πράγματα, τότε ευσεβέστεροι όλων πρέπει να θεωρη­θούν οι Αγαρηνοί, οι Μουσουλμάνοι, τους οποίους χαρακτηρίζει ως μιαρό και άθεο έθνος λέγοντας: «Ει εκ της κατά τον βίον ευπραγίας, ώ Μάξιμε, τεκμαίρη του δόγματος την ορθότητα, ώρα σοι και Αγαρηνούς και Ισμαηλίτας ευσεβέστερους ημών υπειληφέναι, εφ' οίς ευετηρούσε σήμερον, το μιαρόν έθνος και άθεον· το τα ασεβέστατα κατά Χριστού του Θεού ημών αθυροστομούν· το ταις παρά φύσιν όσαι ώραι καταχραινόμενον μίξεσι· των ει μη τι άλλο προσήν ημίν των καλών, τη γούν εις Χριστόν τον Θεόν ημών πίστει σεμνυνομένων και τω εις αυτόν αγίω τε­τελεσμένων βαπτίσματι». Βλέπομεν όμως αυτούς τους «εξαγίστους», τους μιαρούς και αθέους, να επιτίθενται και να κομπάζουν όχι μόνον εναντίον μας άλλα και εναντίον των Λατίνων. Θεωρεί ότι το άθεο αυτό έθνος πολεμεί συγχρόνως εναντίον του Θεού των Χριστιανών, και ότι πάσχοντες δεινά οι Ορθόδοξοι από αυτούς τους «αλιτηρίους» καθίστανται μάρτυρες· ο θάνατός τους υπολογίζεται από το Θεό ως μαρτύριο, διότι αρνούνται να δεχθούν την πίστη και τον μιαρό τρόπο της ζωής τους και προτιμούν ακό­μη και να αποθάνουν για τον Χριστό. «Ός γαρ, ενόν εις τα εξάγιστα και άθεα εκεί­νων ήθη μεταβαλείν και ενοπόνδους αυτούς σχείν τούτους, μάλλον δε και της παρ' εκείνοις ραστώνης και ανέσεως μεθ' όσης τιμής απολαύειν· ταύτα παρά φαύλον τιθέμενος, μισείσθαι παρ' εκείνων ανέχεται και ελαύνεσθαι, και αυτό βιαίως το ζην αφαιρείσθαι δια Χριστόν πάντα πά­σχει τα ειρημένα. Του δε δια Χριστόν πάσχειν τι άρα μακαριώτερον;». Δεν θα πα­ρουσιάσουμε εδώ την σύγκριση, που κά­νει ο μοναχός Ιωσήφ της πνευματικής καταστάσεως των Λατίνων και των Ορ­θοδόξων, οι οποίοι παρά την δυσπραγία και την υποδούλωση πολλών εξ αυτών στους αλλοπίστους εξακολουθούν να διατηρούν απαρασάλευτη την πίστη τους και να ιερουργούν τα θεία μυστήρια και να έχουν εναργή την παρουσία του Θεού, όπως αυτό φαίνεται στο θαύμα του αγια­σμού του ύδατος· «Και το ύδωρ ευχή και σφραγίδι παρά των κατά τόπον ιερέων αγιαζόμενον, εναργή της χάριτος σώζει τα σύμβολα, ως εκ της ορωμένης διαυ­γείας και καθαρότητος, μηδέν πάσχον όσα εικός ύδωρ ακινητούν, την αόρατον πιστούσθαι εν αυτώ του Πνεύματος επιφοίτησιν και οία παρ' ημίν οία τέ έστιν ιερωσύνη τελείν παρίστησι τηλαυγώς». Μας ενδιέφερε να δείξουμε πως εκτιμά και πως εκφράζεται ο Ιωσήφ Βρυέννιος, για το Ισλάμ, διότι και σ' αυτόν αναφέ­ρονται, ως πρότυπο, μερικοί σημερινοί θεολόγοι της πανθρησκείας, πλανώντες και πλανώμενοι.

0ι συζητήσεις, που έκανε ο Γεννάδιος Σχολάριος για το Ισλάμ, ομοιάζουν με τις συζητήσεις του Αγίου Γρηγορίου Παλαμά, όχι μόνον ως προς τα επιχειρή­ματα αλλά και ως προς το ότι συζητά ως υπόδουλος και κατακτημένος, υπό δυ­σμενέστατες δηλαδή ιστορικές συγ­κυρίες, και μάλιστα στους τρεις από τους τέσσερις διάλογους με τον ίδιο τον πορθητή Μωάμεθ. Τρία συγγράμματα του Σχολαρίου περιέχουν αυτές τις συ­ζητήσεις. Προκύπτει λοιπόν από αυτά ότι ο πορθητής πραγματοποίησε αιφνι­διαστική επίσκεψη στην Ι. Μονή Παμμα­καρίστου, όπου είχε μεταφέρει το Πα­τριαρχείο ο Σχολάριος από τον ναό των Αγίων Αποστόλων. Εζήτησε δε από τον πατριάρχη να μάθει για την πίστη των Χριστιανών. Στην συνάντηση αυτή βλέ­πει κανείς το πνεύμα μιας χιλιετούς πα­ραδόσεως να στέκεται αντιμέτωπο μπροστά στο σπαθί και στην εξουσία ενός φοβερού πολεμάρχου. Ο πατριάρ­χης δεν εδειλίασε ούτε προέβη σε εκπτώσεις από την πίστη και σε απόκρυ­ψη της αληθείας, όπως κάνουν στις ση­μερινές διαθρησκειακές συναντήσεις και στους διάλογους. Εξέθεσε με παρ­ρησία τους λόγους της υπεροχής του Χριστιανισμού, τον οποίο παρουσίασε ως την μοναδική οδό σωτηρίας. Εντυ­πωσιάσθηκε ο Μωάμεθ και οργάνωσε δεύτερη και τρίτη συζήτηση παρόντων και Μουσουλμάνων θεολόγων. Από τις ιστορικές πηγές πληροφορούμεθα ότι το αποτέλεσμα των συζητήσεων ήταν πολύ αποδοτικό. Εθαύμασε ο Μωάμεθ την σοφία του πατριάρχη και αισθανό­ταν καύχηση γιατί έγινε αρχηγός τόσο σπουδαίου λαού· η προσωπική εκτίμηση προς τον πατριάρχη είχε επιπτώσεις στην γενικότερη ευνοϊκή στάση του απ­έναντι στους κατακτηθέντες, όπως φαί­νεται από τα παραχωρηθέντα προνόμια. Ορισμένες μάλιστα ιστορικές πηγές, όπως η Τurcograecia, προχωρούν τόσο πολύ την επιτυχία των συζητήσεων, ώστε να ισχυρίζονται ότι «ενωτισθείς και πληροφορηθείς τα περί της αληθούς πίστεως των Χριστιανών εν αμφιβολία ην περί της εαυτού». Υπάρχει ανάλογο αποτέλεσμα η θα υπάρξει ποτέ από τους σημερινούς διαθρησκειακούς διάλο­γους των εξισώσεων και των ισοπεδώσε­ων; Οι συζητήσεις αυτές περιέχονται στο σύγγραμμα του Σχολαρίου «Περί της μόνης οδού προς σωτηρίαν των αν­θρώπων», θα ήμασταν ευχαριστημένοι, αν σε κάποιον από τους διαθρησκεια­κούς διάλογους ελέγετο ότι ο Χριστιανι­σμός είναι η μοναδική οδός σωτηρίας, διότι από αυτό προκύπτει πως ούτε ο Ιουδαϊσμός ούτε το Ισλάμ είναι οδοί σωτηρίας.

Αναπτύσσει ο πατριάρχης την θεία παιδαγωγία και οικονομία που την βλέ­πει να προχωρεί βαθμιαία μέσω τριών σταδίων του φυσικού εν πρώτοις νόμου, του μωσαϊκού κατόπιν και τελικώς του ευαγγελικού, ο οποίος είναι ολοκλήρωση και συμπλήρωση του μωσαϊκού και τελειότατος νόμος· μετά από αυτόν δεν μπορεί να δεχθεί κανείς άλλη τελει­ότερη διδασκαλία· «ούτε χρη διδασκαλίαν άλλην εκδέχεσθαι τελειοτέραν, ούτε πειστέον αν είη τοις λέγουσιν από Θεού τι νομοθετείν τελειότερον, και πολλώ μάλλον ει φαίνοιντο φθείροντες εν πάσιν ή τοις πλείοσι την του Ιησού και των Αποστόλων διδασκαλίαν». Ο Μωά­μεθ και το Κοράνιο τίθενται στο περιθώριο, αχρηστεύονται μέσα στο σχήμα αυτό των τριών σταδίων, των τριών φά­σεων της Θείας Οικονομίας, την οποία ολοκλήρωσε το Ευαγγέλιο. Μετά την τέ­λεια διδασκαλία του Χριστού δεν υπάρ­χει χώρος για άλλη διδασκαλία. Ο υπαινιγμός περί του ότι το Κοράνιο κατέ­στρεψε σε όλα ή στα περισσότερα και έφθειρε τη διδασκαλία του Χριστού εί­ναι σαφέστατος. Και αυτά ελέχθησαν ενώπιον του πορθητού Μωάμεθ. Τουλά­χιστον πρέπει να ντρέπονται όσοι ψά­χνουν να βρουν πρότυπα των σημε­ρινών διαλόγων στην προηγουμένη πατερική παράδοση. Ας παραδεχθούν ότι δεν έχουν το θάρρος και την παρρησία να σηκώσουν τα βάρος αυτής της παρα­δόσεως και ας μη την ευτελίζουν, μόνο και μόνο, για να μη διαταράξουν την ραστώνη και την ευημερία τους. Δεν είναι αυτό ούτε αποστολικό, ούτε μαρτυρικό φρόνημα (Περί όλων αυτών βλ. Θεοδώ­ρου Ζήση. Γεννάδιος Β' Σχολάριος Βίος - συγγράμματα - Διδασκαλία. Ανάλεκτα Βλατάδων 30, Θεσσαλονίκη 1998, σελ. 217-219 και 295 - 298. Βλ. επίσης Γεν­ναδίου Σχολαρίου, Άπαντα τα ευρι­σκόμενα, εκδ. L. Ρetit, κ.ά. Ρaris 1930, σελ. 444: «Ούτως αρχή μεν της ανθρωπι­νής καταστάσεως ως φυσικός ην νόμος, μεσότης δε ο δια Μωϋσέως δοθείς, πέ­ρας δε και τελειότης ο του Χριστού, και ταύτη τη τελειότητι αμέσως επακολουθήσειν πιστεύομεν την εν εκείνω τω μέλλοντι βίω τελειοτέραν κατάστασιν»).

Υπάρχει και ένα δεύτερο κείμενο του Σχολαρίου για το Ισλάμ, το οποίο μάλι­στα περιελήφθη και στα συμβολικά βι­βλία της Ορθοδόξου Εκκλησίας υπό τον τίτλο «Ομολογία Σχολαρίου». Πρό­κειται για σύντμηση και περίληψη του προηγουμένου συγγράμματος, την ο­ποία έκανε ο ίδιος ο Σχολάριος μετά από αίτημα του Μωάμεθ, ώστε να είναι «σα­φές και ευπαράδεκτον τοις αμυήτοις». Η Ομολογία έχει δημοσιευθή και στο γνωστό έργο του καθηγητού Ι. Καρμίρη «Τα Δογματικά και Συμβολικά μνημεία της Ορθοδόξου Καθολικής Εκκλησίας» (Τόμος Α'. σελ. 429-436). Ο προσεκτικός αναγνώστης διαπιστώνει ότι η έκθεση των αληθειών της πίστεως γίνεται κατ' αντιπαράθεσιν των αντιστοίχων του Κο­ρανίου, χωρίς αυτό να ονοματίζεται. Υ­πάρχει και τρίτο σχετικό κείμενο το οποίο συνέγραψε ο Σχολάριος στην Ι.Μονή Τιμίου Προδρόμου Σερρών, με­τά από συζήτηση που είχε με δύο ανω­τάτους Τούρκους αξιωματικούς, οι ο­ποίοι έστειλαν στη μονή στρατιώτη με έγγραφη προσταγή να κατέλθει ο Σχο­λάριος στη πόλη των Σερρών, για να συ­ζητήσουν μαζί του, χωρίς βέβαια να γρά­φουν στο έγγραφο τον σκοπό αυτής τους της ενεργείας. Το έργο φέρει τον τίτλο· «Ερωτήσεις και αποκρίσεις περί της θεότητος του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού».

 

 

ζ) Οι Άγιοι Νεομάρτυρες

 

Και ερχόμαστε στους Αγίους Νεο­μάρτυρες της περιόδου της Τουρκο­κρατίας, οι όποιοι αποτελούν την νέα δόξα, την νέα καύχηση της Ορθοδόξου Εκκλησίας, την οποία έτσι επανασυνδέ­ουν με την Εκκλησία του Χριστού, εν­τός της οποίας γεννώνται νέοι Άγιοι που ευαρέστησαν το Θεό με την ομολο­γία και το μαρτύριό τους, και δοξάσθηκαν με τα θαύματα που επιτελεί δι' αυ­τών η Θεία Χάρη. Δεν υπάρχει εδώ πο­λύς χώρος για να παραθέσουμε όσα α­ναπτύσσει ο Άγιος Νικόδημος ο Αγιο­ρείτης στο προοίμιο του «Νέου Μαρτυρολογίου», όπου παρουσιάζει αυτό το νέο θαύμα, το να βλέπει κανείς μέσα στην καρδιά του χειμώνος της απιστίας τους Νεομάρτυρες ως εαρινά άνθη και τριαντάφυλλα, μέσα στην βαθύτατη νύ­κτα ημέρα και ήλιο, μέσα στο ψηλαφητό σκοτάδι φώτα λαμπρότατα, στον καιρό της αιχμαλωσίας ελευθερία, της ασθέ­νειας και της αδυναμίας υπερφυσική δύναμη.

Όλοι σχεδόν οι Νεομάρτυρες κατά την προσαγωγή τους μπροστά στους Τούρκους άρχοντες και δικαστές έπρε­πε να απαντήσουν σε ερωτήσεις που τους υπέβαλλαν για το Κοράνιο και τον Μωάμεθ, να δικαιολογήσουν γιατί δεν γίνονται ή γιατί δεν παραμένουν Μου­σουλμάνοι, όταν επρόκειτο περί αρνησιχρίστων, οι οποίοι μετανοούσαν για την αποστασία τους. Πρόκειται για αληθι­νούς διαθρησκειακούς διάλογους, για διάλογους, που αναβίωσαν το παράδει­γμα του πρωτομάρτυρος Χριστού, του μαρτυρήσαντος επί Ποντίου Πιλάτου, του εν ανθρώποις πρωτομάρτυρος διακόνου Στεφάνου, των Αγίων Αποστόλων των αρχαίων μαρτύρων και των Αγίων Πατέρων και ομολογητών.

Δεν υπολογίζουν τιμές, αξιώματα, πλούτη και απολαύσεις, που τους υπό­σχονται, όπως ουσιαστικώς γίνεται σήμε­ρα στους διαθρησκειακούς διάλογους, όπου βέβαια δεν έχουμε άρνηση της πί­στεως, έχουμε όμως απόκρυψη της αλη­θείας και εξίσωση με την πλάνη που είναι σχεδόν το ίδιο. Αν όμως η πλάνη και η αλήθεια, το σκότος και το φως, ο Χριστός και τα είδωλα ή ο Μωάμεθ είναι το ίδιο, τότε γιατί σταυρώθηκε ο Χριστός, γιατί μαρτύρησαν οι Απόστολοι και οι μάρ­τυρες, οι παλαιοί και οι νέοι; Δεν αποτελούν οι διαθρησκειακοί διάλογοι, όπου δεν μαρτυρείται η αλήθεια, όπου εξι­σώνεται ο Χριστός με τους ψευδοπροφήτες, όπου δεν υπάρχει παρρησία και μαρτυρικό φρόνημα, δεν αποτελούν λοι­πόν προσβολή και απόρριψη της στάσε­ως των Αγίων μαρτύρων, ως ανόητης και φονταμενταλιστικής, αφού τα ανοιχτά μυαλά των σημερινών προοδευτικών κληρικών και θεολόγων δεν θα δικαιολο­γούσαν ποτέ τέτοια στάση, ούτε θα ομο­λογούσαν ποτέ αυτά που ομολόγησαν οι Νεομάρτυρες για το Ισλάμ, όπως ενδει­κτικά θα δούμε; Ο Άγιος Νικόδημος στο μνημονευθέν προοίμιο αναπτύσσει πέν­τε λόγους για τους οποίους «ευδόκησεν ο Θεός να γίνωνται ούτοι οι νέοι Μάρτυρες εις τους τωρινούς καιρούς: α) δια να είναι ανακαινισμός όλης της Ορθοδό­ξου πίστεως· β) δια να μένουν αναπολό­γητοι εν τη ημέρα της Κρίσεως οι αλλόπι­στοι· γ) δια να είναι δόξα μεν και καύχη­μα της Ανατολικής Εκκλησίας, έλεγχος δε και καταισχύνη των ετεροδόξων·δ) δια να είναι παράδειγμα υπομονής εις όλους τους Ορθοδόξους Χριστιανούς, όπου τυραννούνται υποκάτω εις τον βαρύν ζυγόν της αιχμαλωσίας· ε) δε και τελευταίον δια να είναι θάρρος και παρακίνησις εις το να μιμηθούν δια του έργου το μαρτυρικόν τους τέλος».

Απέναντι αυτής της εικόνος των αλη­θινών διαθρησκειακών διαλόγων των Νεομαρτύρων, οι σύγχρονοι διαθρη­σκειακοί διάλογοι είναι παγωνιά μέσα στον χειμώνα, σκοτάδι μέσα στο σκοτά­δι, αιχμαλωσία σε καιρό ελευθερίας, ασθένεια και αδυναμία σε κατάσταση δυνάμεως. Δεν οδηγούν σε ανακαινισμό αλλά σε φθορά της Ορθοδόξου πίστε­ως· δεν καθιστούν αναπολογήτους τους αλλοπίστους· δεν δοξάζουν την Ορθό­δοξη Εκκλησία, αφού την εξισώνουν με τους ετεροδόξους και αλλοπίστους, ούτε ενισχύουν στην υπομονή και εμμο­νή στην πίστη τους Ορθοδόξους Χρι­στιανούς, πολύ περισσότερο δεν παρα­κινούν στη μίμηση του μαρτυρικού τέλους των Αγίων. Είναι γι' αυτό ψευτοδιάλογοι αποστασίας και δειλίας.

Από το σύνολο των όσων είπαν πολ­λοί Νεομάρτυρες, διαλεγόμενοι με τους Μουσουλμάνους δικαστές, ενδεικτικώς θα παρουσιάσουμε μερικά, για να φανεί η άρρηκτη ενότητα, συνέπεια και συνέ­χεια στην ομολογία και στην μαρτυρία της Αληθείας με οποιοδήποτε κόστος, ακόμη και με την θυσία της ζωής, η αδιά­κοπη αλυσίδα της πίστεως από του Κυρί­ου ημών Ιησού Χριστού, των Αποστό­λων, των Μαρτύρων, των Αγίων Πατέ­ρων μέχρι των Νεομαρτύρων. Οι σημερι­νοί διαθρησκειακοί διάλογοι είναι ξένοι και αλλότριοι, δεν έχουν καμμία σχέση με αυτήν την πίστη και το μαρτυρικό αυτό φρόνημα.

Ο νεομάρτυρας Κωνσταντίνος ο Υδραίος (14 Νοεμβρίου 1800), στην πρό­ταση του Μουσουλμάνου άρχοντος να αρνηθεί τον Χριστό και να πιστεύσει στον Μωάμεθ απήντησε: «Έλα και εσύ αυθέντα να πιστεύσης και να ομολογήσης τον Χριστόν πως είναι Θεός αληθι­νός, δια να σε φωτίση να ίδης το αληθινόν φως, επειδή και τώρα είσαι τυ­φλός και εσκοτισμένος από την ασέβειαν». Στην επιμονή του Μουσουλμάνου μετά από τρεις ημέρες ο άγιος Κων­σταντίνος απήντησε με περισσότερο θάρρος: «Εγώ σε είπα να πιστεύσης εις τον Χριστόν ότι είναι Θεός αληθινός, διατί η εδική σας πίστις είναι βδελυρά, μιαρά και ψεύτικη, επειδή πιστεύετε ένα ψεύστην, οπού εις τον κόσμον δεν έδει­ξε κανένα θαύμα, ούτε σας εδίδαξε καμμίαν αλήθειαν και κανένα καλόν, άλλα μόνον σας εδίδαξε μυθολογίας, και σας παραγγέλλει να κάμνετε πορνείας, αρσενοκοιτίας, και άλλας κακίας και εσείς ως τυφλοί τον πιστεύετε ως προφήτην . Δια τούτο έχετε να υπάγετε με αυτόν εις την αιώνιον κόλασιν και εις το πυρ το εξώτερον, δια να κατακαίεσθε παντοτεινά μαζί με τους αδελφούς σας δαίμο­νας, μόνον έλα να γένης Χριστιανός, δια να χαίρεσαι αιώνια με τον Χριστόν εις τον Παράδεισον» (Συναξαριστής Νεομαρτύρων, εκδ. «Ορθόδοξος Κυψέλη», Θεσσαλονίκη 1989, σελ. 149-150).

Ο οσιομάρτυς Νικόδημος, που ασκή­θηκε στη Σκήτη της Αγίας Άννης, στο Άγιο Όρος, και μαρτύρησε στο Βελι­γράδι (11 Ιουλίου 1722), αρνηθείς τον Χριστό και μετανοήσας κατόπιν απορεί λέγων: «Οίμοι τω αθλίω και ταλαιπώρω, δια ποίαν αιτίαν άραγε ετυφλώθην τό­σον κατά νουν ο ασύνετος; Πώς εσκοτίσθην τη διανοία; Πώς προετίμησα το σκότος μάλλον ή το φως; Πώς εχωρίσθην της δόξης του Χριστού; Πώς εκου­σίως απέρριψα εαυτόν από της συναυλίας της χριστωνύμου κλήσεως των ευσεβών, γενόμενος δούλος και αιχμάλωτος του παμπονήρου διαβόλου;». Παρακαλών και δεόμενος προς την Υπεραγίαν Θεοτόκο να τον αξιώσει να έχει μαρτυρικό τέλος αξιώθηκε να ιδεί την εξής οπτασία: «Κοιμώμενος γαρ έτι ο μακάριος Νικόδημος, ηρπάγη εις οπτασίαν υπό θείου αγγέλου, όστις έδειξεν εις αυτόν όλους τους βασανιζομένους εν τω Άδη, εξαιρέτως δε τον αρχηγόν της πλάνης των Αγαρηνών, ός εστίν ο ψευδοπροφήτης Μωάμεθ·υπήρχε γαρ ούτος δεμένος εν πυρίναις αλύσεσιν· εν τη φλογί της γεέννης, δεινώς βασανιζόμενος· ωσαύτως και άπασα η πληθύς των ασεβών, οι οπαδοί δηλονότι αυτού και των λοιπών πρωταρχηγών πάσης ασεβείας και αιρέσεως, άπαντες εκεί βασανιζόμενοι». (Αυτόθι, σελ. 812-813).

Θαυμάζει ο Άγιος Νικόδημος το θάρ­ρος της νεαρής κοπέλλας, της Αγίας Νεομάτυρος Ακυλίνας από το Ζαγκλιβέρι (27 Σεπτεμβρίου 1764), η οποία στην προ­τροπή του Τούρκου κριτή να αλλαξοπιστήσει απάντησε: «Και τι ωρέχθηκα από την πίστιν σας, να αρνηθώ εγώ τον Χρι­στόν μου, ή από ποία θαύματα της πίστε­ώς σας να πιστεύσω, οι οποίοι βρωμείτε ακόμη ζωντανοί; "Ω τόλμη μαρτυρική! "Ω μεγαλοψυχία ουρανίων επαίνων αξία! Ώ απόκρισις, όχι ενός απλού κορασίου, αλλ' ενός γίγαντος ανδρειωμένου!» (Νέον Μαρτυρολόγιον, εκδ. «Αστήρ», Αθήναι 1961, σελ. 186). Παρόμοιο θαυμασμό και έπαινο εκφράζει και ο συντάκτης του βί­ου του προμνημονευθέντος Νεομάρτυρος Κωνσταντίνου του Υδραίου: «Εύγε της ελευθεροστομίας σου, γεν­ναίε του Κυρίου αγωνιστά! Εύγε της σης μεγαλοψυχίας, της ούσης ουρανίων επαίνων αξίας! Κατά αλήθειαν, αδελφοί, επληρώθη εις τούτον τον Άγιον, εκείνο οπού γράφει ο σοφός Σολομών εις τας Παροιμίας του· δίκαιος ως λέων πέποιθε (κή'  ι') και το του προφήτου Δαβίδ· ελάλουν εν τοις μαρτυρίοις σου εναντίον βα­σιλέων και ουκ ησχυνόμην» (Ψαλ. ριη') (Συναξαριστής Νεομαρτύρων, ενθ. ανωτ. σελ. 150). Παρόμοιους επαίνους προς τους Νεομάρτυρες διατυπώνει η λατρεύουσα τον αληθινό Θεό Εκκλησία, όταν κατά τις πανηγύρεις επί τη μνήμη αυτών ψάλλει τους ύμνους των ακολουθιών τους. Θαυμάζουν και οι πιστοί και ευχα­ριστούν τον Θεό για τους Νεομάρτυρες, την νέα αυτή δόξα και το καύχημα της Εκκλησίας, και λυπούνται για τους νέους αποστάτες και αρνησιχρίστους των διαθρησκειακών διαλόγων, ευχόμενοι να τους φωτίσει ο Θεός να συνέλθουν, να επανέλθουν και να μαρτυρήσουν, να κη­ρύξουν υπέρ του Χριστού ως της μονα­δικής οδού σωτηρίας.